Έχει μπει Ιούνιος και σε λίγες μέρες η 6η Δημοτικού τελειώνει και το Μουντιάλ αρχίζει. Θα είναι το πρώτο έγχρωμο. Η Saba με
τις στρογγυλεμένες άκρες έχει αντικαταστήσει την αρχαία «ΠΙΤΣΟΣ» από το
Σεπτέμβριο του ’81. Δεν υπάρχει τίποτε πιο μαγικό από μια ατέλειωτη
σειρά από αγώνες κάθε βραδάκι στην τηλεόραση. Αυτό και το να μην έχεις
την άλλη μέρα σχολείο. Μοιάζει απίστευτο, όπως έμοιαζε στην αρχή της
περσινής χρονιάς ότι από δω και πέρα θα κάνουμε σχολείο μόνο πέντε
μέρες, ότι το Σάββατο θά’ ναι ελεύθερο όπως η Κυριακή. Ωραίο να’ σαι
έντεκα το καλοκαίρι του ’82. Τα κορίτσια δε σε βασανίζουν ακόμη και το
μόνο που σε νοιάζει είναι πότε θα βγεις να παίξεις και πότε πρέπει να
γυρίσεις για να μην ανησυχήσουνε στο σπίτι.
Το μουντιαλικό κλίμα με έχει συνεπάρει. Η ΥΕΝΕΔ έχει ξεκινήσει με τον Γιάννη Αργυρίου να μας βάζει σε συνέχειες «τη ζωή του Πελέ», που στην πραγματικότητα είναι η ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου του Μεξικού το ’70 σε πετσοκομμένα δεκάλεπτα, τα οποία βάζει και ξαναβάζει «γιατί εσείς [δείχνει με το στυλό την οθόνη] το ζητήσατε». Βλέπω και ξαναβλέπω την ντρίμπλα του αιώνα (με την Ουρουγουάη), το σουτ από τη σέντρα (που παρά λίγο να μπει), την απόκρουση του Μπανκς. Εδώ και μήνες, το «Έθνος» κάνει κάθε Τρίτη αφιέρωμα στην τελευταία σελίδα για κάθε μια από τις 24 φιναλίστ του Μουντιάλ της Ισπανίας. «Βραζιλία – φουλ επίθεση στο Μουντιάλ», «Με εμπειρία και ταλέντο (για την Αργεντινή – με φωτό’’ του Μαραντόνα,. Ο «Ταχυδρόμος» έχει στη μέση μια δισέλιδη διαφήμιση της PUMA σε σκληρό ιλλουστρασιόν, που μπορείς να τη βγάλεις από τα σιδεράκι και να την κρατήσεις. Έχει πάνω σε λευκό φόντο ζωγραφισμένους με τις φανέλλες των εθνικών τους ομάδων και σε δράση τον Μπόμπυ Μουρ (’66), τον Πελέ (’70), τον Κρόυφ (’74), τον Κέμπες (’78) και τον Μαραντόνα. «Οι άσσοι του Παγκοσμίου Κυπέλλου φορούν Puma». Έχω πάρει από περίπτερο μια ειδική έκδοση με την ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων (’30-’78) και την καταβροχθίζω. Συνθέσεις, ιστορία, φωτογραφίες, όλα.
Φτάνει η μεγάλη πρεμιέρα. Αργεντινή – Βέλγιο. Οι Παγκόσμιοι Πρωταθλητές δε μοιάζουν τόσο μοβόροι όπως σ΄εκείνο τον τελικό πριν τέσσερα χρόνια. Έχουν το στυλ, τις κατεβασμένες κάλτσες, τον Κέμπες, τον Μπερτόνι, τον Φιλιόλ, τον Πασαρέλλα, τον Αρντίλες, τον Γκαγιέγκο και πάνω απ΄όλα τον νευρικό, αξύριστο, αγχωμένο νεαρό παιχταρά τους, τον Μαραντόνα. Ο αχός από τις κερκίδες του αξέχαστο χαλί. Σα νάναι συνεχώς σε αναβρασμό, κορυφώνονται με το ανέβασμα στη μεγάλη περιοχή, ξεσπάνε σε κάθε χαμένη ευκαιρία. Το Βέλγιο, με στολές Άντμιραλ (τις ξέρω καλά γιατί τις φοράει ο τρισκατάρατος, με τον οποίο έχει αποφαιστεί ότι θα παίξουμε μπαράζ στο Βόλο για το Πρωτάθλημα μέσα σε λίγες μέρες), φέρνουν στο μυαλό μου τους Ολλανδούς. Πφαφ το τέρμα, Λούντο Κεκ το 10 με την αφάνα και το μουστάκι, Βάντεμπεργκ, Βαντερέϋκεν, Κέλεμανς. Αμύνονται οργανωμένα και περιμένουν. Δεύτερο ημίχρονο. Μια βαθιά μπαλιά και ο Έρβιν Βάντερμπεργκ ξεπετάγεται από το πουθενά μπροστά απ΄τον Φιλιόλ, μην πιστεύοντας τί είναι έτοιμος να κάνει. Ένα αδέξιο κοντρόλ, πλασέ και όλος ο κόσμος ανάποδα. Οι αγχωμένοι Αργεντίνοι δεν τα καταφέρνουν να ανταποδώσουν, όπως πριν από τέσσερα χρόνια. Έχω καθηλωθεί και είναι μόνο η πρεμιέρα.
Την επόμενη μέρα το πρωί, ο θείος Νίκος περνάει από το σπίτι για να μου θυμίσει ότι κρατάει την υπόσχεσή του. Θα πάμε να μου αγοράσει την πρώτη μου μπάλα. Προορισμός, το μαγαζί με αθλητικά του Χρήστου του Καρσιώτη, του αρχηγού της ομάδας της πόλης. Ο Καρσιώτης φοράει το περιβραχιόνιο, έχει στην πλάτη πιο συχνά το δέκα και φέρνει την κοψιά του «παιχταρά». Γεροδεμένος, μουστάκι και ακούρευτη μπούκλα με χωρίστρα στην άκρη. Μπαίνει στις φάσεις με φόρα, με πόδια και με κεφάλι. Η κερκίδα περιμένει απ΄αυτόν να πάρει την ομάδα πάνω του, να βάλει το γκολ Του το ζητάνε με παλαμάκια, με φωνές, παρακαλετά, σα να’ναι συγγενής τους. Εκείνος το κάνει. Πανηγυρίζει με τα χέρια ψηλά στην εξέδρα, πιάνει το κεφάλι του απαρηγόρητος όταν τα χάνει. Όταν αυτός κρεμάει το κεφάλι, ξέρουμε όλοι ότι η ομάδα έκανε ό,τι μπορούσε. Τα ξέρω όλα αυτά, τα έχω δει. Οι 5-6 φορές που ο θείος Νίκος με έχει πάει στο γήπεδο είναι αποκάλυψη. Μεγάλη στιγμή λοιπόν να πάρω την πρώτη μπάλα μου από τον αρχηγό τον ίδιο.
Η μπάλα που με περιμένει είναι μια «όμοια με Tango Adidas, αλλά λίγο καλύτερη». Πείθομαι γιατί το ακούω από το στόμα του ίδιου του Χρήστου του Καρσιώτη, που τη διαλέγει από τη βιτρίνα, τη χτυπάει δυνατά κάτω δύο φορές και μου την παραδίδει χαμογελαστός. «Με γειά σου, μεγάλε!».
Το παιχνίδι ξεκινάει ούτε μισή ώρα αργότερα, στα τσιμέντα του Απόστολου Παύλου. Όλη η κομπανία καλείται τηλεφωνικά και καταφθάνει αμέσως. Διάλειμμα μόνο για το μεσημεριανό και το απόγευμα συνεχίζουμε. Με το πέφτει το σκοτάδι νιώθουμε ότι έχουμε μάθει περισσότερη μπάλα. Όχι βέβαια τόση, όσο στο ματς που θα δούμε το βράδυ. Βραζιλία – Ρωσία.
Η πρώτη φορά που βλέπω Βραζιλία. Όλα όσα λένε για μαγικά, φαίνονται αλήθεια. Μορφές και ονόματα που έρχονται από ένα μυστικό μέρος μεταξύ ιστορίας και εξωτικών μύθων. Σώκρατες, Ζίκο, Έντερ, Φαλκάο, Ζούνιορ. Οι Ρώσοι είναι σκληροί αντίπαλοι και το γκολ του Μπαλ στον τρυπιοχέρη και καμπριολέ Βαλντίρ Πέρεζ κάνει τα πράγματα να κοχλάζουν. Οι Βραζιλιάνοι έχουν κίνηση χορευτική, άνετη. Συγκλονιστικές μάχες και λίγο πριν το τέλος, το στόμα μένει ανοιχτό, μ΄ένα χαμόγελο. Δύο κεραυνοί, ένας του Σώκρατες (πρώτα μια προσποίηση) και μετά του Έντερ (τη στρώνει πρώτα μ΄ένα καλλιτεχνικό τσίμπημα), και οι δύο έξω από την περιοχή, καρφώνονται στο γάμα του Νατσάεφ. Τα καλύτερα γκολ που έχω δει μέχρι τότε στη ζωή μου. Γεννημένα από επιμονή, έμπνευση και ασύλληπτη δύναμη. Μια τέτοια δύναμη της φύσης, που γεννάει αισθήσεις και συναισθήματα είναι η Βραζιλία του Mundial ‘82. Μια πραγματική πρωταθλήτρια που δεν σήκωσε ποτέ το τρόπαιο…
Χάνω ελάχιστα παιχνίδια. Τα μισά τα βλέπω στην κουζίνα μας, τα άλλα μισά στο θείο μoυ το Νίκο, για να μπορούμε να συζητάμε το ματς καθώς το βλέπουμε. Ρουφάω τη μετάδοση λεπτό προς λεπτό : Τις τεσσάρες της Βραζιλίας με την Σκωτία (νέα έκσταση το γκολ του Έντερ με το σκάψιμο πάνω από τον κακομοίρη τον Άλαν Ραφ) και με την Νέα Ζηλανδία. Τη ματσάρα Σκωτία – Ρωσία, με τους Σκωτσέζους (Νταλγκλίς, Σούνες, Στράχαν, Τζόρνταν, Μπραζίλ, Άρτσιμπαλντ, Ρόμπερτσον) να θέλουν μόνο τη νίκη, να προηγούνται, να χάρουν τα άχαστα, να ισοφαρίζονται, να τρώνε το δεύτερο καθώς τα δύο μπακ στουκάρουν το ένα πάνω στον άλλο κι έρχεται το γκολ κουτί στον Σενγκέλια με τις φαβορίτες, στο τέλος να ισοφαρίζουν με τον Σούνες που κάνει νοήματα στην ομάδα να μην τα παρατήσει. Την Αργεντινή να συνέρχεται και να βάζει 4 στην Ουγγαρία, με Κέμπες και Μαραντόνα σε μεγάλα κέφια. Το Αγγλία – Γαλλία 3-1, με το γκολ του Ρόμπσον απ΄το πρώτο λεπτό. Την Ισπανία να μη μπορεί να βάλει γκολ στην Ονδούρα και να έρχεται 1-1. Να τη γλυτώνει απέναντι στην Γιουγκοσλαβία (με Ζάες, Σούσιτς, Πέτροβιτς, Γκούντελι) και να παίρνει ψεύτικα πέναλτυ για να ισοφαρίσει – προς μεγάλη μου τσαντίλα - και τελικά να την πατάει από τη Βόρεια Ιρλανδία και τον Τζέρυ Άρμστρονγκ, τον ξερακιανό με το μουστάκι. Σε μια ταβέρνα που έχουμε πάει για παϊδάκια έξω από την πόλη, παρακολουθώ το Γερμανία – Αυστρία. Δεν πιστεύω ότι «έχουνε συμφωνήσει» το παιχνίδι να λήξει 1-0, όμως έτσι και γίνεται με το χειρότερο τρόπο. Ο αχώνευτος Χορστ Χρούμπες γίνεται η προσωποποίηση όσων αντιπαθώ στο ποδόσφαιρο. Κι αυτή η αδυσώπητη ομάδα με τις μαύρες φανέλες και τα μαύρα σορτσάκια, που έχασε απ΄την Αλγερία, γίνεται από κείνη την ημέρα ο εχθρός. Ο θείος ο Νίκος χαμογελάει και καπνίζει τη «Μάτζικ Λάϊφ» του. Δεν έχει σηκωθεί από το τραπέζι των μεγάλων. «Αφού ξέρουνε όλοι ότι είναι φτιαχτό», λέει.
Δεύτερος γύρος, ο κόσμος μου είναι η τηλεόραση. Ο Τζεντίλε δέρνει το Μαραντόνα σε όλο το μήκος και πλάτος του γηπέδου, του σκίζει τη φανέλα, αλλά δεν του δείχνουν κόκκινη. Ο φανερά ζοχαδιασμένος Πασαρέλλα κοντεύει να σκίσει τα δίχτυα μ΄ένα απευθείας φάουλ (2-1), αλλά οι Παγκόσμιοι Πρωταθλητές παραδίδουν πνεύμα. Απογευματάκι στην κουζίνα μας, η Βραζιλία βάζει τρία στην Αργεντινή και να χάνει άλλα τόσα. «Αυτοί θα πάνε τελικό, με τη Γερμανία», λέω με την πεποίθηση του ειδικού. Το βλέπεις κι από τα διάπλατα χαμόγελα του Ζίκο, του Ζούνιορ του Σερτζίνιο, του Τονίνιο Σερέζο ότι κι αυτοί το ίδιο πιστεύουν. Είναι η μόνη ομάδα που πρέπει να φάει πρώτη γκολ για να πάρει μπρος, αλλά το σενάριο που χαρίζει μετά είναι απόλαυση.
Όταν ο Φαλκάο με την αλανιάρικη προσποίηση στέλνει τη μισή ιταλική άμυνα δύο βήματα προς την αντίθετη κατεύθυνση και ισοφαρίζει σε 2-2, πιστεύω ότι το μαρτύριο των βραζιλιάνων με τη γελοία τους άμυνα έλαβε τέλος. Όμως ο κοκκαλιάρης με το 20, ο Ρόσσι, βάζει το πόδι στο σουτ του Ταρντέλι, αλλάζει πορεία στη μπάλα και η ομάδα που δεν χορταίνω να βλέπω, αποκλείεται. «Ευτυχώς που δε σε πιστέψαμε για Βραζιλία - Γερμανία στον τελικό», λέει χαιρέκακα ο ξάδερφός μου. Πάντα προβοκάτορας, όπως όλοι που δεν έχουν καμία σχέση με το ποδόσφαιρο. Τρέφονται με το να μας τη χαλάνε.
Υποστηρίζω Αγγλία. Έχει μια καταπληκτική φανέλα (Αντμιραλ κι αυτή), με τις μπλε και κόκκινες γραμμές από τον ώμο μέχρι και το στήθος. Μάρινερ, Γιούντκοκ, Φράνσις, Ρόμπσον ιδρώνουν, αλλά είναι απελπιστικά άστοχοι στο τελευταίο κρίσιμο παιχνίδι με την αποκλεισμένη Ισπανία. Μέχρι και ο Κήγκαν επιστρατεύεται. Παρ΄ότι στο τέλος της καρριέρας του, τον έχω λατρέψει από την εικονογραφημένη ιστορία του που έχει βάλει σε συνέχειες το «Αγόρι». Όμως, είναι φανερά σκουριασμένος. Παρ΄ότι αφύλακτος, η στριφτή του κεφαλιά στη σέντρα του Μάρινερ, φεύγει έξω απ΄το δοκάρι. Ήταν η μοναδική και τελευταία του ευκαιρία να κάνει κάτι σε Μουντιάλ αυτός ο παιχταράς. 0-0.
Βράδυ Ιουλίου, ο αξέχαστος αγώνας Γαλλία – Δυτική Γερμανία, με τον πατέρα μου στη κουζίνα μας. Η Saba σε μια από τις καλύτερες στιγμές της. 1-1 και η αγωνία ανεβαίνει. Είμαστε στο δεύτερο ημίχρονο. Τη γουστάρω τη Γαλλία. Έχασε από την Αγγλία στην αρχή, αλλά παίζει ένα ωραίο ελεύθερο στυλ, κάπως παρόμοιο με της Βραζιλίας. Με μεγάλη μορφή τον Πλατινί, τον κοντοπίθαρο Αλαίν Ζιρές και τον μαύρο Ζαν Τιγκανά στο κέντρο, τους δύο μαλλιάδες – αλλά άστοχους – Ροστώ και Σιξ μπροστά, τον Αμορός με το 2 και τις κατεβασμένες κάλτσες να πηγαίνει πάνω – κάτω από δεξιά. Είμαι μαζί τους. Και τότε, η φοβερή σκηνή με τον Μπατιστόν. Δεν θα έβαζε γκολ. Δεν ήταν επιθετικός, δε θα μπορούσε να είναι με το 3 στην πλάτη. Ο χασάπης Σουμάχερ βγαίνει με ορμή δέκα νίντζα από ταινία Μπρους Λη και τον καρατομεί, προαποφασισμένος να τον εκδικηθεί για το γκολ που πιθανόν και να έβαζε. Δε φταίω εγώ αν ο Σουμάχερ διάλεξε αυτή τη στιγμή να παρουσιάσει στην τρυφερή μου ποδοσφαιρική μνήμη από τί είναι φτιαγμένοι οι Γερμανοί, αλλά η σκηνή με τον τσακισμένο Μπατιστόν ανάσκελα, με σπασμένα πλευρά και σαγώνι και το χέρι του υψωμένο σε μια απόκοσμη προσπάθεια να ζητήσει βοήθεια δεν ξεχνιέται ποτέ.
«Μα… δεν χρειαζόταν να τον χτυπήσει ! Δεν το βλέπεις; Δεν πήγε να κόψει τη μπάλα, πήγε καταπάνω του ! Γιατί;»
Ο πατέρας έχει καταλάβει ότι παραληρώ από τσαντίλα και πάει να με ηρεμήσει «Άμα κάνεις έτσι για τον αγώνα, για τα σοβαρά πώς θα κάνεις;». Όμως, στην παράταση, ακόμη κι εκείνος δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του από το γεμάτο γυριστό του Τρεζόρ και τη βολίδα - δοκάρι - και - μέσα του Ζιρές. Μοιάζει να υπάρχει θεός, δικαιοσύνη. Όχι σ΄αυτά τα καθάρματα. Τρώω τα νύχια μου από αγωνία. Με ζώνουν τα φίδια όταν ο Ρουμμενίγκε μεινώνει σε 3-2 μ΄ένα ακατανόητα τεχνικό πλασέ. Και ο κόσμος μου καταρρέει με το ανάποδο σουτ του Φίσερ μετά από κεφαλιά του γομαριού Χρούμπες. Τα πόδια μου είναι κομμένα, πόσο μάλλον των Γάλλων. Στα πέναλτυ συμβαίνει το προδιαγεγραμμένο. Μετά το τέλος του δυομισάωρου ημιτελικού, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Αν πρόσεχε λίγο περισσότερο αυτός ο Μποσίς;
Ο μικρός τελικός είναι αντίδοτο. Στο σαλόνι του θείου μου του Νίκου, με παγωτό κουπάκι Μαρενγκάτα της ΔΕΛΤΑ (μεγάλη πώρωση). Η Γαλλία παίζει με τη δεύτερη ομάδα. Ο με μουστάκι ταβερνιάρη Σάρμαχ και ο με μούσι μαθητευόμενου διάκου Κούπτσεβιτς φέρνουν τους Πολωνούς στην τρίτη θέση. Όλες οι ομάδες μου έχουν αρχίσει και χάνουν και αυτό με ανησυχεί.
Ο μεγάλος τελικός σε περιγραφή Διακογιάννη είναι το κερασάκι σ΄ένα αξέχαστο Μουντιάλ. Είναι Κυριακή, παίζω μπάλα από το πρωί ασταμάτητα και φτάνω στο σπίτι ίσα-ίσα για να κάνω μπάνιο και να στηθώ στην τηλεόραση. Ιταλία – Δυτική Γερμανία. Ακόμη κι όταν ο Καμπρίνι χάνει το πέναλτυ, δε φοβάμαι. Οι Ιταλοί φαίνονται αποφασισμένοι και ο Ρουμμενίγκε είναι βαρύς. Όταν στα μέσα του δεύτερου ημιχρόνου ο Ρόσσι πετάγεται από το πουθενά στην καρδιά της γερμανικής άμυνας και κάνει με κεφαλιά το 1-0, η χαρά είναι λιγώτερη και η ανακούφιση περισσότερη. Ο πανηγυρισμός – εξωσωματική εμπειρία του Ταρντέλι γεμίζει χαρά και τον πατέρα και το θείο μου «το μπαγάσα, τον Ιταλό, πώς κάνει έτσι !». Στο τρίτο του Αλτομπέλι, ακόμη και η συγκίνηση του Διακογιάννη είναι φανερή. «Το ποδόσφαιρο της φαντασίας απέναντι στο ποδόσφαιρο των ρομπότ…». Έπρεπε να χάσει η αγαπημένη του Γαλλία με αυτόν τον κυνικό τρόπο για να ακούγεται, επιτέλους, ότι βάζει λίγη ψυχή στον αγώνα που μεταδίδει.
Ο Σάντρο Περτίνι κοντεύει να μείνει από συγκίνηση, ο Τζοφ σηκώνει το αγαλματάκι ψηλά και ο πατέρας βγάζει δύο μπουκάλια Χέννιγκερ από το ψυγείο. Είμαι χαρούμενος, απομένει το μισό καλοκαίρι και το μυστήριο που λέγεται Γυμνάσιο μπορεί να περιμένει. Η «σαν Tango αλλά λίγο καλύτερη» μπάλα μου με περιμένει. Όταν θα ξαναδώ Μουντιάλ, θα πηγαίνω Λύκειο…
Παναγιώτης Παπαιωάννου
Το μουντιαλικό κλίμα με έχει συνεπάρει. Η ΥΕΝΕΔ έχει ξεκινήσει με τον Γιάννη Αργυρίου να μας βάζει σε συνέχειες «τη ζωή του Πελέ», που στην πραγματικότητα είναι η ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου του Μεξικού το ’70 σε πετσοκομμένα δεκάλεπτα, τα οποία βάζει και ξαναβάζει «γιατί εσείς [δείχνει με το στυλό την οθόνη] το ζητήσατε». Βλέπω και ξαναβλέπω την ντρίμπλα του αιώνα (με την Ουρουγουάη), το σουτ από τη σέντρα (που παρά λίγο να μπει), την απόκρουση του Μπανκς. Εδώ και μήνες, το «Έθνος» κάνει κάθε Τρίτη αφιέρωμα στην τελευταία σελίδα για κάθε μια από τις 24 φιναλίστ του Μουντιάλ της Ισπανίας. «Βραζιλία – φουλ επίθεση στο Μουντιάλ», «Με εμπειρία και ταλέντο (για την Αργεντινή – με φωτό’’ του Μαραντόνα,. Ο «Ταχυδρόμος» έχει στη μέση μια δισέλιδη διαφήμιση της PUMA σε σκληρό ιλλουστρασιόν, που μπορείς να τη βγάλεις από τα σιδεράκι και να την κρατήσεις. Έχει πάνω σε λευκό φόντο ζωγραφισμένους με τις φανέλλες των εθνικών τους ομάδων και σε δράση τον Μπόμπυ Μουρ (’66), τον Πελέ (’70), τον Κρόυφ (’74), τον Κέμπες (’78) και τον Μαραντόνα. «Οι άσσοι του Παγκοσμίου Κυπέλλου φορούν Puma». Έχω πάρει από περίπτερο μια ειδική έκδοση με την ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων (’30-’78) και την καταβροχθίζω. Συνθέσεις, ιστορία, φωτογραφίες, όλα.
Φτάνει η μεγάλη πρεμιέρα. Αργεντινή – Βέλγιο. Οι Παγκόσμιοι Πρωταθλητές δε μοιάζουν τόσο μοβόροι όπως σ΄εκείνο τον τελικό πριν τέσσερα χρόνια. Έχουν το στυλ, τις κατεβασμένες κάλτσες, τον Κέμπες, τον Μπερτόνι, τον Φιλιόλ, τον Πασαρέλλα, τον Αρντίλες, τον Γκαγιέγκο και πάνω απ΄όλα τον νευρικό, αξύριστο, αγχωμένο νεαρό παιχταρά τους, τον Μαραντόνα. Ο αχός από τις κερκίδες του αξέχαστο χαλί. Σα νάναι συνεχώς σε αναβρασμό, κορυφώνονται με το ανέβασμα στη μεγάλη περιοχή, ξεσπάνε σε κάθε χαμένη ευκαιρία. Το Βέλγιο, με στολές Άντμιραλ (τις ξέρω καλά γιατί τις φοράει ο τρισκατάρατος, με τον οποίο έχει αποφαιστεί ότι θα παίξουμε μπαράζ στο Βόλο για το Πρωτάθλημα μέσα σε λίγες μέρες), φέρνουν στο μυαλό μου τους Ολλανδούς. Πφαφ το τέρμα, Λούντο Κεκ το 10 με την αφάνα και το μουστάκι, Βάντεμπεργκ, Βαντερέϋκεν, Κέλεμανς. Αμύνονται οργανωμένα και περιμένουν. Δεύτερο ημίχρονο. Μια βαθιά μπαλιά και ο Έρβιν Βάντερμπεργκ ξεπετάγεται από το πουθενά μπροστά απ΄τον Φιλιόλ, μην πιστεύοντας τί είναι έτοιμος να κάνει. Ένα αδέξιο κοντρόλ, πλασέ και όλος ο κόσμος ανάποδα. Οι αγχωμένοι Αργεντίνοι δεν τα καταφέρνουν να ανταποδώσουν, όπως πριν από τέσσερα χρόνια. Έχω καθηλωθεί και είναι μόνο η πρεμιέρα.
Την επόμενη μέρα το πρωί, ο θείος Νίκος περνάει από το σπίτι για να μου θυμίσει ότι κρατάει την υπόσχεσή του. Θα πάμε να μου αγοράσει την πρώτη μου μπάλα. Προορισμός, το μαγαζί με αθλητικά του Χρήστου του Καρσιώτη, του αρχηγού της ομάδας της πόλης. Ο Καρσιώτης φοράει το περιβραχιόνιο, έχει στην πλάτη πιο συχνά το δέκα και φέρνει την κοψιά του «παιχταρά». Γεροδεμένος, μουστάκι και ακούρευτη μπούκλα με χωρίστρα στην άκρη. Μπαίνει στις φάσεις με φόρα, με πόδια και με κεφάλι. Η κερκίδα περιμένει απ΄αυτόν να πάρει την ομάδα πάνω του, να βάλει το γκολ Του το ζητάνε με παλαμάκια, με φωνές, παρακαλετά, σα να’ναι συγγενής τους. Εκείνος το κάνει. Πανηγυρίζει με τα χέρια ψηλά στην εξέδρα, πιάνει το κεφάλι του απαρηγόρητος όταν τα χάνει. Όταν αυτός κρεμάει το κεφάλι, ξέρουμε όλοι ότι η ομάδα έκανε ό,τι μπορούσε. Τα ξέρω όλα αυτά, τα έχω δει. Οι 5-6 φορές που ο θείος Νίκος με έχει πάει στο γήπεδο είναι αποκάλυψη. Μεγάλη στιγμή λοιπόν να πάρω την πρώτη μπάλα μου από τον αρχηγό τον ίδιο.
Η μπάλα που με περιμένει είναι μια «όμοια με Tango Adidas, αλλά λίγο καλύτερη». Πείθομαι γιατί το ακούω από το στόμα του ίδιου του Χρήστου του Καρσιώτη, που τη διαλέγει από τη βιτρίνα, τη χτυπάει δυνατά κάτω δύο φορές και μου την παραδίδει χαμογελαστός. «Με γειά σου, μεγάλε!».
Το παιχνίδι ξεκινάει ούτε μισή ώρα αργότερα, στα τσιμέντα του Απόστολου Παύλου. Όλη η κομπανία καλείται τηλεφωνικά και καταφθάνει αμέσως. Διάλειμμα μόνο για το μεσημεριανό και το απόγευμα συνεχίζουμε. Με το πέφτει το σκοτάδι νιώθουμε ότι έχουμε μάθει περισσότερη μπάλα. Όχι βέβαια τόση, όσο στο ματς που θα δούμε το βράδυ. Βραζιλία – Ρωσία.
Η πρώτη φορά που βλέπω Βραζιλία. Όλα όσα λένε για μαγικά, φαίνονται αλήθεια. Μορφές και ονόματα που έρχονται από ένα μυστικό μέρος μεταξύ ιστορίας και εξωτικών μύθων. Σώκρατες, Ζίκο, Έντερ, Φαλκάο, Ζούνιορ. Οι Ρώσοι είναι σκληροί αντίπαλοι και το γκολ του Μπαλ στον τρυπιοχέρη και καμπριολέ Βαλντίρ Πέρεζ κάνει τα πράγματα να κοχλάζουν. Οι Βραζιλιάνοι έχουν κίνηση χορευτική, άνετη. Συγκλονιστικές μάχες και λίγο πριν το τέλος, το στόμα μένει ανοιχτό, μ΄ένα χαμόγελο. Δύο κεραυνοί, ένας του Σώκρατες (πρώτα μια προσποίηση) και μετά του Έντερ (τη στρώνει πρώτα μ΄ένα καλλιτεχνικό τσίμπημα), και οι δύο έξω από την περιοχή, καρφώνονται στο γάμα του Νατσάεφ. Τα καλύτερα γκολ που έχω δει μέχρι τότε στη ζωή μου. Γεννημένα από επιμονή, έμπνευση και ασύλληπτη δύναμη. Μια τέτοια δύναμη της φύσης, που γεννάει αισθήσεις και συναισθήματα είναι η Βραζιλία του Mundial ‘82. Μια πραγματική πρωταθλήτρια που δεν σήκωσε ποτέ το τρόπαιο…
Χάνω ελάχιστα παιχνίδια. Τα μισά τα βλέπω στην κουζίνα μας, τα άλλα μισά στο θείο μoυ το Νίκο, για να μπορούμε να συζητάμε το ματς καθώς το βλέπουμε. Ρουφάω τη μετάδοση λεπτό προς λεπτό : Τις τεσσάρες της Βραζιλίας με την Σκωτία (νέα έκσταση το γκολ του Έντερ με το σκάψιμο πάνω από τον κακομοίρη τον Άλαν Ραφ) και με την Νέα Ζηλανδία. Τη ματσάρα Σκωτία – Ρωσία, με τους Σκωτσέζους (Νταλγκλίς, Σούνες, Στράχαν, Τζόρνταν, Μπραζίλ, Άρτσιμπαλντ, Ρόμπερτσον) να θέλουν μόνο τη νίκη, να προηγούνται, να χάρουν τα άχαστα, να ισοφαρίζονται, να τρώνε το δεύτερο καθώς τα δύο μπακ στουκάρουν το ένα πάνω στον άλλο κι έρχεται το γκολ κουτί στον Σενγκέλια με τις φαβορίτες, στο τέλος να ισοφαρίζουν με τον Σούνες που κάνει νοήματα στην ομάδα να μην τα παρατήσει. Την Αργεντινή να συνέρχεται και να βάζει 4 στην Ουγγαρία, με Κέμπες και Μαραντόνα σε μεγάλα κέφια. Το Αγγλία – Γαλλία 3-1, με το γκολ του Ρόμπσον απ΄το πρώτο λεπτό. Την Ισπανία να μη μπορεί να βάλει γκολ στην Ονδούρα και να έρχεται 1-1. Να τη γλυτώνει απέναντι στην Γιουγκοσλαβία (με Ζάες, Σούσιτς, Πέτροβιτς, Γκούντελι) και να παίρνει ψεύτικα πέναλτυ για να ισοφαρίσει – προς μεγάλη μου τσαντίλα - και τελικά να την πατάει από τη Βόρεια Ιρλανδία και τον Τζέρυ Άρμστρονγκ, τον ξερακιανό με το μουστάκι. Σε μια ταβέρνα που έχουμε πάει για παϊδάκια έξω από την πόλη, παρακολουθώ το Γερμανία – Αυστρία. Δεν πιστεύω ότι «έχουνε συμφωνήσει» το παιχνίδι να λήξει 1-0, όμως έτσι και γίνεται με το χειρότερο τρόπο. Ο αχώνευτος Χορστ Χρούμπες γίνεται η προσωποποίηση όσων αντιπαθώ στο ποδόσφαιρο. Κι αυτή η αδυσώπητη ομάδα με τις μαύρες φανέλες και τα μαύρα σορτσάκια, που έχασε απ΄την Αλγερία, γίνεται από κείνη την ημέρα ο εχθρός. Ο θείος ο Νίκος χαμογελάει και καπνίζει τη «Μάτζικ Λάϊφ» του. Δεν έχει σηκωθεί από το τραπέζι των μεγάλων. «Αφού ξέρουνε όλοι ότι είναι φτιαχτό», λέει.
Δεύτερος γύρος, ο κόσμος μου είναι η τηλεόραση. Ο Τζεντίλε δέρνει το Μαραντόνα σε όλο το μήκος και πλάτος του γηπέδου, του σκίζει τη φανέλα, αλλά δεν του δείχνουν κόκκινη. Ο φανερά ζοχαδιασμένος Πασαρέλλα κοντεύει να σκίσει τα δίχτυα μ΄ένα απευθείας φάουλ (2-1), αλλά οι Παγκόσμιοι Πρωταθλητές παραδίδουν πνεύμα. Απογευματάκι στην κουζίνα μας, η Βραζιλία βάζει τρία στην Αργεντινή και να χάνει άλλα τόσα. «Αυτοί θα πάνε τελικό, με τη Γερμανία», λέω με την πεποίθηση του ειδικού. Το βλέπεις κι από τα διάπλατα χαμόγελα του Ζίκο, του Ζούνιορ του Σερτζίνιο, του Τονίνιο Σερέζο ότι κι αυτοί το ίδιο πιστεύουν. Είναι η μόνη ομάδα που πρέπει να φάει πρώτη γκολ για να πάρει μπρος, αλλά το σενάριο που χαρίζει μετά είναι απόλαυση.
Όταν ο Φαλκάο με την αλανιάρικη προσποίηση στέλνει τη μισή ιταλική άμυνα δύο βήματα προς την αντίθετη κατεύθυνση και ισοφαρίζει σε 2-2, πιστεύω ότι το μαρτύριο των βραζιλιάνων με τη γελοία τους άμυνα έλαβε τέλος. Όμως ο κοκκαλιάρης με το 20, ο Ρόσσι, βάζει το πόδι στο σουτ του Ταρντέλι, αλλάζει πορεία στη μπάλα και η ομάδα που δεν χορταίνω να βλέπω, αποκλείεται. «Ευτυχώς που δε σε πιστέψαμε για Βραζιλία - Γερμανία στον τελικό», λέει χαιρέκακα ο ξάδερφός μου. Πάντα προβοκάτορας, όπως όλοι που δεν έχουν καμία σχέση με το ποδόσφαιρο. Τρέφονται με το να μας τη χαλάνε.
Υποστηρίζω Αγγλία. Έχει μια καταπληκτική φανέλα (Αντμιραλ κι αυτή), με τις μπλε και κόκκινες γραμμές από τον ώμο μέχρι και το στήθος. Μάρινερ, Γιούντκοκ, Φράνσις, Ρόμπσον ιδρώνουν, αλλά είναι απελπιστικά άστοχοι στο τελευταίο κρίσιμο παιχνίδι με την αποκλεισμένη Ισπανία. Μέχρι και ο Κήγκαν επιστρατεύεται. Παρ΄ότι στο τέλος της καρριέρας του, τον έχω λατρέψει από την εικονογραφημένη ιστορία του που έχει βάλει σε συνέχειες το «Αγόρι». Όμως, είναι φανερά σκουριασμένος. Παρ΄ότι αφύλακτος, η στριφτή του κεφαλιά στη σέντρα του Μάρινερ, φεύγει έξω απ΄το δοκάρι. Ήταν η μοναδική και τελευταία του ευκαιρία να κάνει κάτι σε Μουντιάλ αυτός ο παιχταράς. 0-0.
Βράδυ Ιουλίου, ο αξέχαστος αγώνας Γαλλία – Δυτική Γερμανία, με τον πατέρα μου στη κουζίνα μας. Η Saba σε μια από τις καλύτερες στιγμές της. 1-1 και η αγωνία ανεβαίνει. Είμαστε στο δεύτερο ημίχρονο. Τη γουστάρω τη Γαλλία. Έχασε από την Αγγλία στην αρχή, αλλά παίζει ένα ωραίο ελεύθερο στυλ, κάπως παρόμοιο με της Βραζιλίας. Με μεγάλη μορφή τον Πλατινί, τον κοντοπίθαρο Αλαίν Ζιρές και τον μαύρο Ζαν Τιγκανά στο κέντρο, τους δύο μαλλιάδες – αλλά άστοχους – Ροστώ και Σιξ μπροστά, τον Αμορός με το 2 και τις κατεβασμένες κάλτσες να πηγαίνει πάνω – κάτω από δεξιά. Είμαι μαζί τους. Και τότε, η φοβερή σκηνή με τον Μπατιστόν. Δεν θα έβαζε γκολ. Δεν ήταν επιθετικός, δε θα μπορούσε να είναι με το 3 στην πλάτη. Ο χασάπης Σουμάχερ βγαίνει με ορμή δέκα νίντζα από ταινία Μπρους Λη και τον καρατομεί, προαποφασισμένος να τον εκδικηθεί για το γκολ που πιθανόν και να έβαζε. Δε φταίω εγώ αν ο Σουμάχερ διάλεξε αυτή τη στιγμή να παρουσιάσει στην τρυφερή μου ποδοσφαιρική μνήμη από τί είναι φτιαγμένοι οι Γερμανοί, αλλά η σκηνή με τον τσακισμένο Μπατιστόν ανάσκελα, με σπασμένα πλευρά και σαγώνι και το χέρι του υψωμένο σε μια απόκοσμη προσπάθεια να ζητήσει βοήθεια δεν ξεχνιέται ποτέ.
«Μα… δεν χρειαζόταν να τον χτυπήσει ! Δεν το βλέπεις; Δεν πήγε να κόψει τη μπάλα, πήγε καταπάνω του ! Γιατί;»
Ο πατέρας έχει καταλάβει ότι παραληρώ από τσαντίλα και πάει να με ηρεμήσει «Άμα κάνεις έτσι για τον αγώνα, για τα σοβαρά πώς θα κάνεις;». Όμως, στην παράταση, ακόμη κι εκείνος δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του από το γεμάτο γυριστό του Τρεζόρ και τη βολίδα - δοκάρι - και - μέσα του Ζιρές. Μοιάζει να υπάρχει θεός, δικαιοσύνη. Όχι σ΄αυτά τα καθάρματα. Τρώω τα νύχια μου από αγωνία. Με ζώνουν τα φίδια όταν ο Ρουμμενίγκε μεινώνει σε 3-2 μ΄ένα ακατανόητα τεχνικό πλασέ. Και ο κόσμος μου καταρρέει με το ανάποδο σουτ του Φίσερ μετά από κεφαλιά του γομαριού Χρούμπες. Τα πόδια μου είναι κομμένα, πόσο μάλλον των Γάλλων. Στα πέναλτυ συμβαίνει το προδιαγεγραμμένο. Μετά το τέλος του δυομισάωρου ημιτελικού, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Αν πρόσεχε λίγο περισσότερο αυτός ο Μποσίς;
Ο μικρός τελικός είναι αντίδοτο. Στο σαλόνι του θείου μου του Νίκου, με παγωτό κουπάκι Μαρενγκάτα της ΔΕΛΤΑ (μεγάλη πώρωση). Η Γαλλία παίζει με τη δεύτερη ομάδα. Ο με μουστάκι ταβερνιάρη Σάρμαχ και ο με μούσι μαθητευόμενου διάκου Κούπτσεβιτς φέρνουν τους Πολωνούς στην τρίτη θέση. Όλες οι ομάδες μου έχουν αρχίσει και χάνουν και αυτό με ανησυχεί.
Ο μεγάλος τελικός σε περιγραφή Διακογιάννη είναι το κερασάκι σ΄ένα αξέχαστο Μουντιάλ. Είναι Κυριακή, παίζω μπάλα από το πρωί ασταμάτητα και φτάνω στο σπίτι ίσα-ίσα για να κάνω μπάνιο και να στηθώ στην τηλεόραση. Ιταλία – Δυτική Γερμανία. Ακόμη κι όταν ο Καμπρίνι χάνει το πέναλτυ, δε φοβάμαι. Οι Ιταλοί φαίνονται αποφασισμένοι και ο Ρουμμενίγκε είναι βαρύς. Όταν στα μέσα του δεύτερου ημιχρόνου ο Ρόσσι πετάγεται από το πουθενά στην καρδιά της γερμανικής άμυνας και κάνει με κεφαλιά το 1-0, η χαρά είναι λιγώτερη και η ανακούφιση περισσότερη. Ο πανηγυρισμός – εξωσωματική εμπειρία του Ταρντέλι γεμίζει χαρά και τον πατέρα και το θείο μου «το μπαγάσα, τον Ιταλό, πώς κάνει έτσι !». Στο τρίτο του Αλτομπέλι, ακόμη και η συγκίνηση του Διακογιάννη είναι φανερή. «Το ποδόσφαιρο της φαντασίας απέναντι στο ποδόσφαιρο των ρομπότ…». Έπρεπε να χάσει η αγαπημένη του Γαλλία με αυτόν τον κυνικό τρόπο για να ακούγεται, επιτέλους, ότι βάζει λίγη ψυχή στον αγώνα που μεταδίδει.
Ο Σάντρο Περτίνι κοντεύει να μείνει από συγκίνηση, ο Τζοφ σηκώνει το αγαλματάκι ψηλά και ο πατέρας βγάζει δύο μπουκάλια Χέννιγκερ από το ψυγείο. Είμαι χαρούμενος, απομένει το μισό καλοκαίρι και το μυστήριο που λέγεται Γυμνάσιο μπορεί να περιμένει. Η «σαν Tango αλλά λίγο καλύτερη» μπάλα μου με περιμένει. Όταν θα ξαναδώ Μουντιάλ, θα πηγαίνω Λύκειο…
Παναγιώτης Παπαιωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.