Έχοντας περιφέρει στη Σκανδιναβία το ζωηρό μουσικό υβρίδιό τους από πανκ και Stones,
αποφάσισαν, με μηδενικό κομπόδεμα, αλλά σκυλίσια αυτοπεποίθηση,
αποκτημένη από μια ζωή κυριολεκτικά του πεζοδρομίου, να αναμετρηθούν με
τη μουσική τους μοίρα.
Δυόμισυ χρόνια και τέσσερα στούντιο άλμπουμ αργότερα, τον Δεκέμβριο του ’83, το γκρουπ είχε παίξει σε κάθε καταγώγιο Βρεττανίας, Ιαπωνίας και Σκανδιναβικής χερσονήσου που διέθετε δικό του P.A. και μπαρ γεμάτο μπασταρδεμένο αλκοόλ.
Είχαν μάλιστα καταφέρει ν’ αναταράξουν τα αντεργκράουντ πράγματα του –σε πνιγηρά new wave και blue eyed soul κλίματα τότε- Λονδίνου, με μια σειρά συναρπαστικών εμφανίσεων, με αποτέλεσμα η CBS να τους προετοιμάζει για το πολυπόθητο άλμα στην Αμερικάνικη αγορά.
Οι ηχογραφήσεις για το επόμενο lp θα ξεκινούσαν σε μερικές εβδομάδες με τον πολλά βαρύ Bob Ezrin (μέχρι τότε: Alice Cooper, KISS, Aerosmith, Peter Gabriel, The Babys) πίσω απ’ την κονσόλα.
Η ευκολότερη λύση για την εισροή ρευστού ήταν ένα «επίσημο» live, που, χωρίς πολλά φτιασίδια, θα κυκλοφορούσε στην Ιαπωνική αγορά, όπου ήδη λατρεύονταν παροξυσμικά. Ο μάνατζέρ τους Seppo Vesterinen ήταν βέβαιος ότι έτσι θα μπορούσαν να πληρωθούν με φρέσκο χρήμα στούντιο και μεσάζοντες αλλά και να εξασφαλιστούν επαρκείς ποσότητες από μπουκάλια και σκόνες ώστε η φυσική και πνευματική κατάσταση των πέντε αγυρτών που απάρτιζαν το συγκρότημα να παραμείνει σε ελεγχόμενη αφασία.
Μια ακόμη βραδιά στη μεσαίας χωρητικότητας Μέκκα του ροκ, στο θρυλικό Marquee Club του Σόχο ήταν ό,τι χρειαζόταν για να αιχμαλωτιστεί επαρκώς ο ήχος της περιοδεύουσας παρακμής τους. Μηχανικός ήχου ένας δικός τους άνθρωπος, ο Mick Staplehurst, ενώ την επεξεργασία της ηχογράφησης ανέλαβε ο πρώην μπασίστας των Mott The Hoople και συμπαραγωγός του τελευταίου στούντιο άλμπουμ τους, Peter “Overend” Watts.
Ποιοί ήταν όμως αυτοί οι μυστήριοι Φινλανδοί που ανέβηκαν στις αρχές Δεκεμβρίου του ’83 στη σκηνή του Marquee;
Πρώτα απ΄όλους το ανδρόγυνο φαινόμενο που άκουγε στο όνομα Μichael Monroe (πραγματικό όνομα Matti Fagerholm). Ένας 22χρονος με οξυζεναρισμένα αγκαθωτή κώμη, ση-θρου αμάνικα, νομαδικά φουλάρια κλεμμένα απ΄τον Steven Tyler, φουλ γυναικωτό μέϊκ-απ κατευθείαν απ΄τους New York Dolls, κάτι από τον σεξουαλικά αμφιλεγόμενο μαγνητισμό του πρώϊμου Jagger και μια από σκηνής ευχέρεια να αποδίδει τις ιστορίες αστικής παράνοιας, πόνου, εξάρτησης και ξοδεμένης λαγνείας των τραγουδιών με ενέργεια Iggy Pop και αγοραία πόζα τραβεστί.
Σαν να μην έφτανε αυτός ο οπτικός ορυμαγδός, ήξερε να πετάει στο μίγμα κι ένα σχεδόν διεστραμμένο ταλέντο σε σαξόφωνο και φυσαρμόνικα.
Ο συνομήλικος του, ο τσιγγάνικης ρίζας Φινλανδός μεγαλωμένος στη Σουηδία Andy McCoy (πραγματικό όνομα Anti Hulkko), μια κακομούτσουνη, αλητήρια επιμειξία Keith Richards και Johnny Ramone, με χαϊμαλιά, μπαντάνες, σκουλαρίκια και καπέλα σε πιθανά και απίθανα χρώματα, ήταν η «μηχανή»: έγραφε σχεδόν όλη τη μουσική, κρατούσε τη σόλο κιθάρα και ήταν ο λοστρόμος της κραιπάλης σε όλη την ακολουθία από βρώμικα παρασκήνια και άθλια ξενοδοχεία που άφηνε η μπάντα πίσω της από το ’79 και μετά.
Δίπλα σ΄αυτούς τους δύο, υπήρχαν άλλοι τρεις : Ο Razzle (Nicholas Dingley – ο μόνος Άγγλος) ένας κοπαναράς μετρονόμος που είχε πάρει με θράσος τη θέση του προηγούμενου ντράμερ τους το καλοκαίρι του ’82, να συνέχει τον ρυθμό πάντα με μια δόση τοξικής επιτάχυνσης, ο μπασίστας Sammy Yaffa (κατά κόσμον Sami Lauri Takamäki) με το σκελετωμένο παράστημα και το μπλαζέ (οπωσδήποτε και απ’ την πρέζα) ύφος μαζί με τον ρυθμικό κιθαρίστα Nasty Suicide (Jan- Markus Stenfors), να λοκάρουν τα κοφτά ριφ και να ποζάρουν με καουμπόικα καπέλα, κομπάρσοι στο πιο αυτοκαταστροφικό γουέστερν που δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει. Όλοι μεταξύ 20 και 22 χρόνων.
Το live που ηχογραφήθηκε και κινηματογραφήθηκε (με προσθήκη δύο – τριών κομματιών από προηγούμενες εμφανίσεις) είναι μια αντιπροσωπευτική συλλογή από τα πιο δυνατά, συναυλιακά δοκιμασμένα, κομμάτια από τη μέχρι τότε δισκογραφία τους (‘81-‘83).
Ξεκινώντας με το ζέσταμα του κλασσικού “Pipeline”, το ένα κομμάτι σχεδόν απνευστί ακολουθεί το άλλο. Πυρετώδεις tribal ρυθμοί (“Oriental Beat”), μετα-πανκ γκάζια και stomp (“Motorvatin’”, “Tragedy”, “11th Street Kidz”), ακόμη και μπαλαντοειδή παραναλώματα (“Until I Get You”, “Don’t You Ever Leave Me”).
Οι καταραμένοι loser χαρακτήρες των “Visitor”, “Taxi Driver”, “Lost In The City” ενσαρκώνονται με ιδρώτα και απόγνωση καθώς ο McCoy πετάει τα Beck-οειδή και ChuckBerry-ικά σόλο του και ο Monroe ερμηνεύει νευρωτικά, με κάτι ημιπαράφωνες μαχαιριές από σαξόφωνο και περάσματα από φυσαρμόνικα να προσθέτουν ένταση στην όλη εμπειρία.
Το κρεσέντο έρχεται με ένα ισοπεδωτικό, τριπλό χτύπημα διασκευών: “Under My Wheels” (Alice Cooper), “I Feel Alright” (The Stooges) και “Train Kept A Rollin’” (Yardbirds), όπου παραληρούντες περίεργοι απ΄το κοινό ανεβαίνουν στη σκηνή αδυνατώντας να συλλάβουν κατάλληλο τρόπο να εξωτερικεύσουν τον ψυχοσωματικό συντονισμό που έχει περάσει το γκρουπ από τη σκηνή στην πλατεία του πακτωμένου Marquee. Στο βίντεο τελειώνουν με μια βίαιη εκτέλεση του “Blitzkrieg Bop” (Ramones), με τον Razzle στα φωνητικά και τον Monroe πίσω απ’ τα τύμπανα.
Δυστυχώς, ο θεός του ροκ ν΄ρολ είχε άλλα σχέδια γι’ αυτούς.
To “All Those Wasted Years – Live At The Marquee” κυκλοφόρησε μέσα στο ’84, σε διπλό lp και σε VHS αρχικά στην Ιαπωνία. Τον Αύγουστο του ’84 κυκλοφόρησε διεθνώς το “Two Steps From The Μove” και ταυτόχρονα ξεκίνησε η εκτεταμένη τους περιοδεία (Ιαπωνία, Βρεττανία, Σκωτία), που αυτή τη φορά θα περνούσε τον Ατλαντικό.
Στις 8 Δεκεμβρίου του ’84 και ενώ οι εμφανίσεις τους στη Δυτική Ακτή τους περίμεναν ήδη sold – out, μετά από ένα πολυήμερο διάλειμμα ακολασίας με τους τότε «βασιλιάδες» του Sunset Strip, Mötley Crüe, o Razzle σκοτώνεται ακαριαία, όταν ο Vince Neil (ο γνωστός) στουκάρει το De Tomaso Pantera του σ΄ένα αυτοκίνητο στο αντίθετο ρεύμα. Είχαν πάει να αγοράσουν μπύρες από κοντινή κάβα, λιώμα και οι δύο.
Η κατρακύλα υπήρξε ραγδαία. Η περιοδεία ακυρώθηκε και μέσα στο ‘85 διαλύθηκαν. Ο Monroe μετά τα τριάντα έκανε σόλο καρριέρα και επισταμένες προσπάθειες να αποδείξει ότι ήταν στρέϊτ, ο McCoy χάθηκε στις ουσίες, ο Nasty Suicide μετά από μερικά δισκογραφήματα στο στυλ των Hanoi έγινε φαρμακοποιός, ο Sammy Yaffa συνέχισε να παίζει και να ηχογραφεί σε low key σχήματα, μαζί με την …γυναίκα του. Το 2001 πάντως οι McCoy και Monroe, ως εκ θαύματος, επανασυνδέθηκαν και το όνομα Hanoi Rocks έκανε έναν ανέλπιστο γύρο θριάμβου που διήρκεσε 8 χρόνια και απέδωσε τρία άλμπουμ ακόμη. Αλλά αυτά, όπως λέγεται, είναι μια άλλη ιστορία.
Ευτυχώς που πρόλαβαν να αφήσουν πίσω τους το “All Those Wasted Years”, τη ζωντανή απόδειξη του πόσο δυνατοί ήταν επί σκηνής. Σπανιότατο για χρόνια να το βρεις σε βινύλιο, σχεδόν αθέατο μέχρι την εποχή των remastered cd –και παντελώς ανεκθείαστο– στην Ελλάδα, είναι ένα live άλμπουμ που στέκεται άνετα πλάϊ σε ηφαίστεια ενέργειας της βινυλιακής εποχής όπως τα “Kick Out The Jams” (MC5), “It’s Alive” (Ramones), “Live” (Status Quo), “Stupidity” (Dr. Feelgood).
Είναι να μην αρχίζει κανείς να υφαίνει τα sine qua non σκεπτικά στην ιστορία του ροκ.
Όμως μέσα απ’ αυτό το live (και το video), η ηχητική και η οπτική συνθήκη φωνάζει από χιλιόμετρα: αν δεν θα υπήρχαν οι Hanoi Rocks του ’83 δεν θα ακουγόταν ούτε θα έδειχνε έτσι η όλη σκηνή του L.A. των ‘80s, ούτε θα γνωρίζαμε ποτέ τους Guns N’ Roses το ‘88. Κι από κει και πέρα, δένει κανείς στην αλυσίδα ό,τι καταλαβαίνει.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Δυόμισυ χρόνια και τέσσερα στούντιο άλμπουμ αργότερα, τον Δεκέμβριο του ’83, το γκρουπ είχε παίξει σε κάθε καταγώγιο Βρεττανίας, Ιαπωνίας και Σκανδιναβικής χερσονήσου που διέθετε δικό του P.A. και μπαρ γεμάτο μπασταρδεμένο αλκοόλ.
Είχαν μάλιστα καταφέρει ν’ αναταράξουν τα αντεργκράουντ πράγματα του –σε πνιγηρά new wave και blue eyed soul κλίματα τότε- Λονδίνου, με μια σειρά συναρπαστικών εμφανίσεων, με αποτέλεσμα η CBS να τους προετοιμάζει για το πολυπόθητο άλμα στην Αμερικάνικη αγορά.
Οι ηχογραφήσεις για το επόμενο lp θα ξεκινούσαν σε μερικές εβδομάδες με τον πολλά βαρύ Bob Ezrin (μέχρι τότε: Alice Cooper, KISS, Aerosmith, Peter Gabriel, The Babys) πίσω απ’ την κονσόλα.
Η ευκολότερη λύση για την εισροή ρευστού ήταν ένα «επίσημο» live, που, χωρίς πολλά φτιασίδια, θα κυκλοφορούσε στην Ιαπωνική αγορά, όπου ήδη λατρεύονταν παροξυσμικά. Ο μάνατζέρ τους Seppo Vesterinen ήταν βέβαιος ότι έτσι θα μπορούσαν να πληρωθούν με φρέσκο χρήμα στούντιο και μεσάζοντες αλλά και να εξασφαλιστούν επαρκείς ποσότητες από μπουκάλια και σκόνες ώστε η φυσική και πνευματική κατάσταση των πέντε αγυρτών που απάρτιζαν το συγκρότημα να παραμείνει σε ελεγχόμενη αφασία.
Μια ακόμη βραδιά στη μεσαίας χωρητικότητας Μέκκα του ροκ, στο θρυλικό Marquee Club του Σόχο ήταν ό,τι χρειαζόταν για να αιχμαλωτιστεί επαρκώς ο ήχος της περιοδεύουσας παρακμής τους. Μηχανικός ήχου ένας δικός τους άνθρωπος, ο Mick Staplehurst, ενώ την επεξεργασία της ηχογράφησης ανέλαβε ο πρώην μπασίστας των Mott The Hoople και συμπαραγωγός του τελευταίου στούντιο άλμπουμ τους, Peter “Overend” Watts.
Ποιοί ήταν όμως αυτοί οι μυστήριοι Φινλανδοί που ανέβηκαν στις αρχές Δεκεμβρίου του ’83 στη σκηνή του Marquee;
Πρώτα απ΄όλους το ανδρόγυνο φαινόμενο που άκουγε στο όνομα Μichael Monroe (πραγματικό όνομα Matti Fagerholm). Ένας 22χρονος με οξυζεναρισμένα αγκαθωτή κώμη, ση-θρου αμάνικα, νομαδικά φουλάρια κλεμμένα απ΄τον Steven Tyler, φουλ γυναικωτό μέϊκ-απ κατευθείαν απ΄τους New York Dolls, κάτι από τον σεξουαλικά αμφιλεγόμενο μαγνητισμό του πρώϊμου Jagger και μια από σκηνής ευχέρεια να αποδίδει τις ιστορίες αστικής παράνοιας, πόνου, εξάρτησης και ξοδεμένης λαγνείας των τραγουδιών με ενέργεια Iggy Pop και αγοραία πόζα τραβεστί.
Σαν να μην έφτανε αυτός ο οπτικός ορυμαγδός, ήξερε να πετάει στο μίγμα κι ένα σχεδόν διεστραμμένο ταλέντο σε σαξόφωνο και φυσαρμόνικα.
Ο συνομήλικος του, ο τσιγγάνικης ρίζας Φινλανδός μεγαλωμένος στη Σουηδία Andy McCoy (πραγματικό όνομα Anti Hulkko), μια κακομούτσουνη, αλητήρια επιμειξία Keith Richards και Johnny Ramone, με χαϊμαλιά, μπαντάνες, σκουλαρίκια και καπέλα σε πιθανά και απίθανα χρώματα, ήταν η «μηχανή»: έγραφε σχεδόν όλη τη μουσική, κρατούσε τη σόλο κιθάρα και ήταν ο λοστρόμος της κραιπάλης σε όλη την ακολουθία από βρώμικα παρασκήνια και άθλια ξενοδοχεία που άφηνε η μπάντα πίσω της από το ’79 και μετά.
Δίπλα σ΄αυτούς τους δύο, υπήρχαν άλλοι τρεις : Ο Razzle (Nicholas Dingley – ο μόνος Άγγλος) ένας κοπαναράς μετρονόμος που είχε πάρει με θράσος τη θέση του προηγούμενου ντράμερ τους το καλοκαίρι του ’82, να συνέχει τον ρυθμό πάντα με μια δόση τοξικής επιτάχυνσης, ο μπασίστας Sammy Yaffa (κατά κόσμον Sami Lauri Takamäki) με το σκελετωμένο παράστημα και το μπλαζέ (οπωσδήποτε και απ’ την πρέζα) ύφος μαζί με τον ρυθμικό κιθαρίστα Nasty Suicide (Jan- Markus Stenfors), να λοκάρουν τα κοφτά ριφ και να ποζάρουν με καουμπόικα καπέλα, κομπάρσοι στο πιο αυτοκαταστροφικό γουέστερν που δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει. Όλοι μεταξύ 20 και 22 χρόνων.
Το live που ηχογραφήθηκε και κινηματογραφήθηκε (με προσθήκη δύο – τριών κομματιών από προηγούμενες εμφανίσεις) είναι μια αντιπροσωπευτική συλλογή από τα πιο δυνατά, συναυλιακά δοκιμασμένα, κομμάτια από τη μέχρι τότε δισκογραφία τους (‘81-‘83).
Ξεκινώντας με το ζέσταμα του κλασσικού “Pipeline”, το ένα κομμάτι σχεδόν απνευστί ακολουθεί το άλλο. Πυρετώδεις tribal ρυθμοί (“Oriental Beat”), μετα-πανκ γκάζια και stomp (“Motorvatin’”, “Tragedy”, “11th Street Kidz”), ακόμη και μπαλαντοειδή παραναλώματα (“Until I Get You”, “Don’t You Ever Leave Me”).
Οι καταραμένοι loser χαρακτήρες των “Visitor”, “Taxi Driver”, “Lost In The City” ενσαρκώνονται με ιδρώτα και απόγνωση καθώς ο McCoy πετάει τα Beck-οειδή και ChuckBerry-ικά σόλο του και ο Monroe ερμηνεύει νευρωτικά, με κάτι ημιπαράφωνες μαχαιριές από σαξόφωνο και περάσματα από φυσαρμόνικα να προσθέτουν ένταση στην όλη εμπειρία.
Το κρεσέντο έρχεται με ένα ισοπεδωτικό, τριπλό χτύπημα διασκευών: “Under My Wheels” (Alice Cooper), “I Feel Alright” (The Stooges) και “Train Kept A Rollin’” (Yardbirds), όπου παραληρούντες περίεργοι απ΄το κοινό ανεβαίνουν στη σκηνή αδυνατώντας να συλλάβουν κατάλληλο τρόπο να εξωτερικεύσουν τον ψυχοσωματικό συντονισμό που έχει περάσει το γκρουπ από τη σκηνή στην πλατεία του πακτωμένου Marquee. Στο βίντεο τελειώνουν με μια βίαιη εκτέλεση του “Blitzkrieg Bop” (Ramones), με τον Razzle στα φωνητικά και τον Monroe πίσω απ’ τα τύμπανα.
Δυστυχώς, ο θεός του ροκ ν΄ρολ είχε άλλα σχέδια γι’ αυτούς.
To “All Those Wasted Years – Live At The Marquee” κυκλοφόρησε μέσα στο ’84, σε διπλό lp και σε VHS αρχικά στην Ιαπωνία. Τον Αύγουστο του ’84 κυκλοφόρησε διεθνώς το “Two Steps From The Μove” και ταυτόχρονα ξεκίνησε η εκτεταμένη τους περιοδεία (Ιαπωνία, Βρεττανία, Σκωτία), που αυτή τη φορά θα περνούσε τον Ατλαντικό.
Στις 8 Δεκεμβρίου του ’84 και ενώ οι εμφανίσεις τους στη Δυτική Ακτή τους περίμεναν ήδη sold – out, μετά από ένα πολυήμερο διάλειμμα ακολασίας με τους τότε «βασιλιάδες» του Sunset Strip, Mötley Crüe, o Razzle σκοτώνεται ακαριαία, όταν ο Vince Neil (ο γνωστός) στουκάρει το De Tomaso Pantera του σ΄ένα αυτοκίνητο στο αντίθετο ρεύμα. Είχαν πάει να αγοράσουν μπύρες από κοντινή κάβα, λιώμα και οι δύο.
Η κατρακύλα υπήρξε ραγδαία. Η περιοδεία ακυρώθηκε και μέσα στο ‘85 διαλύθηκαν. Ο Monroe μετά τα τριάντα έκανε σόλο καρριέρα και επισταμένες προσπάθειες να αποδείξει ότι ήταν στρέϊτ, ο McCoy χάθηκε στις ουσίες, ο Nasty Suicide μετά από μερικά δισκογραφήματα στο στυλ των Hanoi έγινε φαρμακοποιός, ο Sammy Yaffa συνέχισε να παίζει και να ηχογραφεί σε low key σχήματα, μαζί με την …γυναίκα του. Το 2001 πάντως οι McCoy και Monroe, ως εκ θαύματος, επανασυνδέθηκαν και το όνομα Hanoi Rocks έκανε έναν ανέλπιστο γύρο θριάμβου που διήρκεσε 8 χρόνια και απέδωσε τρία άλμπουμ ακόμη. Αλλά αυτά, όπως λέγεται, είναι μια άλλη ιστορία.
Ευτυχώς που πρόλαβαν να αφήσουν πίσω τους το “All Those Wasted Years”, τη ζωντανή απόδειξη του πόσο δυνατοί ήταν επί σκηνής. Σπανιότατο για χρόνια να το βρεις σε βινύλιο, σχεδόν αθέατο μέχρι την εποχή των remastered cd –και παντελώς ανεκθείαστο– στην Ελλάδα, είναι ένα live άλμπουμ που στέκεται άνετα πλάϊ σε ηφαίστεια ενέργειας της βινυλιακής εποχής όπως τα “Kick Out The Jams” (MC5), “It’s Alive” (Ramones), “Live” (Status Quo), “Stupidity” (Dr. Feelgood).
Είναι να μην αρχίζει κανείς να υφαίνει τα sine qua non σκεπτικά στην ιστορία του ροκ.
Όμως μέσα απ’ αυτό το live (και το video), η ηχητική και η οπτική συνθήκη φωνάζει από χιλιόμετρα: αν δεν θα υπήρχαν οι Hanoi Rocks του ’83 δεν θα ακουγόταν ούτε θα έδειχνε έτσι η όλη σκηνή του L.A. των ‘80s, ούτε θα γνωρίζαμε ποτέ τους Guns N’ Roses το ‘88. Κι από κει και πέρα, δένει κανείς στην αλυσίδα ό,τι καταλαβαίνει.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.