Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

Wolf Hoffman: "Headbangers Symphony"

Έχοντας παρατηρήσει πολλές φορές σε κομμάτια της βασικής του μπάντας, τους
Accept αναφορές, γέφυρες ή έστω κάποια περάσματα από κλασσική μουσική, εύκολα καταλαβαίνει κανείς την αγάπη του για την πιανιστική μουσική.

Άλλωστε το είχε επιχειρήσει ξανά το 1997, με την πρώτη του solo προσπάθεια, κυκλοφορόντας έναν δίσκο γεμάτο με διασκευές σε γνωστούς συνθέτες, το Classical”.
Φυσικά αναφέρομαι στον Wolf Hoffmann, ο οποίος είναι γνωστός για την λατρεία του σε τέτοιου είδους κομμάτια.
 Στο παρελθόν, έχουν γίνει αντίστοιχες προσπάθειες και από άλλους καλλιτέχνες της rock – metal μουσικής, είτε με ολόκληρα άλμπουμ είτε με μεμονωμένες διασκευές σε κομμάτια είτε αποσπάσματα από συνθέσεις. Αν κάνεις κανείς μια πρόχειρη έρευνα, θα ανακαλύψει πολλούς και διάφορους. Ο Uli Jon Roth, οι Savatage και οι Trans-Siberian Orchestra, οι Nightwish αλλά και ο Wolf Hoffmann (με τους Accept και σαν solo) είναι μερικά από τα πιο γνωστά ονόματα τον χώρο.
  Δεκαεννέα χρόνια μετά, επιχειρεί το ίδιο πράγμα που έκανε και τότε, προσφέροντάς μας για δεύτερη φορά μια συλλογή διασκευών χτισμένο πάνω σε συνθέτες της κλασσικής εποχής, της μπαρόκ περιόδου και της ρομαντικής . Ο τίτλος του είναι “Headbangers Symphony”. Ένα άλμπουμ που σου αφήνει μοναχά δύο επιλογές: είτε το κάνεις τρελά κέφι και σου αρέσει είτε σου περνάει αδιάφορο. Δύσκολη επιλογή για έναν οπαδό.
Κάνοντας κλασσικές μουσικές σπουδές τα τελευταία χρόνια και έχοντας πρόσφατα ολοκληρώσει ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο των θεωρητικών τους μαθημάτων, παράλληλα με το κάθε κομμάτι, θα αναφέρω πολύ συνοπτικά δυο λόγια για το κάθε κομμάτι και τον αυθεντικό συνθέτη του διότι πλέον γνωρίζω πολύ καλά ότι ολόκληρη η μουσική είναι χτισμένη πάνω σε αυτούς και άλλους πολλούς από όλες τις εποχές της (μεσαίωνας , αναγέννηση, μπαρόκ, κλασσική, ρομαντική, σύγχρονη).
Παρά όλη την γκρίνια μου για την βαρύτητα, την δυσκολία αλλά και την κούραση του να περάσεις μέσα από μια διδακτική ύλη μαθημάτων όπως είναι η μορφολογία της μουσικής και η ιστορία της μουσικής, όταν τελικά ολοκληρώσεις το κεφάλαιο και καθαρίσει το μυαλό σου από όλα αυτά τα διαβάσματα αυτό που σου μένει στο τέλος είναι η γνώση και η εκτίμηση των πραγμάτων στη μουσική, καλύτερα από ποτέ.
Ας μην πλατειάσουμε όμως με αυτό άλλο, δεν είμαι εγώ το θέμα μας και ας πάμε να δούμε τι είναι αυτό που μας προσφέρει μέσα από αυτή του τη δουλειά ο Hoffmann.
Οι μουσικοί που επιστράτευσε για τις ανάγκες του άλμπουμ, είναι ο παλιός του συνοδοιπόρος στους Accept, Peter Baltes (Bass), ο Cristpher Williams (Drums), ο Melo Mafali (Orchestrations) αλλά και ό ίδιος ο Wolf (Guitar, Keyboards, Bass).
 Η ατμόσφαιρα που επικρατεί και η παραγωγή του, κατατάσσουν το παρόν έργο σε αυτές τις εποχές, αποφεύγοντας την πολύ γυαλάδα και στοιχεία που θα το έκανα να ξεφεύγει από το ύφος.
 Το κομμάτι που ανοίγει τον δίσκο, είναι το Scherzo”.το κομμάτι αφορά την “9η Συμφωνία” του Beethoven, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για τις επιρροές του σε όλους τους μετέπειτα συνθέτες και ανήκει στην Κλασσική και Ρομαντική εποχή, μιας και συνέπεσε με την μετάβαση από την μία εποχή στην άλλη και είναι γνωστός για τις συμφωνίες του. Εδώ ο Wolf Hoffmann, χρησιμοποιεί το βασικό riff του Teutonic Terror από τον δίσκο Blood Of The Nations  (Accept).   Την σκυτάλη παίρνει το Night On Bald Mountain , η μουσική του ανήκει στον Modest Mussorgsky και στην ομώνυμη συμφωνία του. Ανήκει στην ρομαντική περίοδο, Ρώσος και ήταν σε ένα γκρουπ γνωστό ως «Οι Πέντε».
Η μουσική του περιείχε πολλά στοιχεία ιστορίας και folklore (αλλά και άλλων εθνοτήτων) της πατρίδας του.
  Ακολουθεί το Jes Crois Enterndre Encore” του George Bizet, γάλλος συνθέτης, ρομαντικός και αυτός. Εδώ ο Hoffman, παντρεύει την μουσική του Bizet με στοιχεία από τη metal και από τη μπλουζ, αλλά νομίζω ότι η μελωδία του μιλάει από μόνη της.
  Αφήνουμε για λίγο τη ρομαντική εποχή και πάμε στην Baroque και στον Vivaldi. Το έργο που διάλεξε να διασκευάσει εδώ είναι το “Double Cello Concerto In G Minor”, στο οποίο προσθέτοντας  τα riffs της ηλεκτρικής του έδωσε ένα πιο metal ύφος. Ο Antonio Vivaldi, είναι γνωστός συνθέτης αυτής της εποχής, βιρτουόζος βιολιστής, δάσκαλος και κληρικός. Το πιο γνωστό του έργο είναι μια σειρά από κοντσέρτα για βιολί γνωστή και ως οι «Τέσσερις Εποχές».
  Συνεχίζουμε το μουσικό μας ταξίδι στην ίδια εποχή και πάμε σε μια σύνθεση του Albinoni, το Adagio In G Minor”. Εδώ ο Wolf, το έκανε σκέτο Adagio το επέκτεινε και το έκανε να ηχεί ελαφρώς διαφορετικά, ωστόσο εκφράζοντας το σκεπτικό του, παρέμεινες πιστός ακολουθώντας τη φόρμα της αυθεντικής σύνθεσης με το κύριο θέμα της.  Ο Albinoni, Ιταλικής καταγωγής, γνωστός στην εποχή του σαν συνθέτης όπερας , για τον ορχηστρικό του πλούτο και για τα κοντσέρτα του.
  Το Symphony No. 40” που παίζει μετά, ανήκει στην ομώνυμη σύνθεση του Johannes Chrysostomus Wolfgangus Theophilus Mozart (Wolfgang Amadeus Mozart), ο οποίος ανήκει στην κλασσική περίοδο της μουσικής, με περιγραφικότητα και επιρροές στις συνθέσεις των μεταγενέστερών του.  Εδώ το βασικό του θέμα στην πρώτη φωνή, περνάει όλο από την ηλεκτρική αλλάζοντας οκτάβες  με heavy riffs ενώ τα υπόλοιπα μουσικά όργανα συνοδεύουν αρμονικά με συγχορδίες και παραλλαγές τους ακολουθώντας το στυλ της σύνθεσης της ομοφωνίας.

 Πάμε πάλι στη ρομαντική περίοδο και συγκεκριμένα προς τα τέλη της και στον Pyotr Ilyich Tchaikovsky. Η επιλογή του εδώ αφορά το έργο “Η Λίμνη Των Κύκνων” (Swan Lake), το οποίο είναι μπαλέτο. Ακούγεται εντελώς διαφορετικό από άλλες εκδοχές που του έχουν δώσει άλλοι καλλιτέχνες της ροκ. Το έκανε λίγο πιο Sabbathικό με στοιχεία Maiden.  Ο Tchaikovsky, τιμήθηκε το 1984 από τον Αυτοκράτορα Alexander III και πολλά από τα έργα του έμειναν στο κλασικό ρεπερτόριο της περιόδου του.


Το Madame Butterfly”, είναι το όγδοο κατά σειρά που επιλέγει να διασκευάσει. Εδώ μας δίνει μια διαφορετική υπογραφή με την κιθάρα του η οποία αναλαμβάνει χρέη φωνής. Το έργο αυτό είναι μια όπερα και ήταν γραμμένο για γυναικεία φωνή. Ανήκει στα έργα του Giacomo Puccini, ο οποίος θεωρήθηκε σαν τον μεγαλύτερο συνθέτη όπερας της Ιταλίας μετά τον Verdi. Πέρασε στα έργα του το ρεαλιστικό στυλ λ βερισμού και έγινε ένας από τους καθοδηγητές εκθέσεων της φόρμας αυτής.  Επιστρέφουμε και πάλι σε έργο του Beethoven, δεύτερο στο άλμπουμ. Αυτή την φορά, καταπιάνεται με την «Παθητική». Το "Pathétique", ήταν ένα καθαρά πιανιστικό έργο, το οποίο στα ωδεία δίνεται στην τάξη της ανωτέρας και όλα τα θέματα του περνάνε από την ηλεκτρική και τα συμφωνικά πλήκτρα, κάνοντας το ένα βαρύγδουπο κομμάτι μπολιασμένο με riffs. Το συγκεκριμένο κομμάτι, λόγο τα βαρύτητας που έχει στην κλασσική οργανική μουσική, θα μπορούσε να θεωρηθεί ιεροσυλία, αλλά προς τιμή του, δε ξέφυγε καθόλου από τα μοτίβα του και απλά το έκανε μετάβαση όπως ήταν, αλλά με συνοδεία μουσικών οργάνων, ακλουθώντας το στυλ της πολυφωνίας, όπου τα θέματα του περνάνε από όλα τα μουσικά όργανα.   Συνέχει με το Meditaion το οποίο είναι μπαλάντα και η μοναδική «μπαλάντα» του δίσκου, παρμένο από την ομώνυμη όπερα του γάλλου Jules Masseget  και στο οποίο δεν διακρίνονται και μεγάλες αλλαγές. Ο Massenet, σαν ρομαντικός, ήταν γνωστός για τις όπερές του, όπου έγραψε συνολικά τριάντα.  Οι δύο πιο γνωστές του είναι το Manon (1884) και Werther (1892). Έγραψε επίσης ορατόρια, μπαλέτα, ορχηστρικά έργα, πιανιστικά κομμάτια, σκηνική μουσική, τραγούδια και διάφορα άλλα πολλά.
  Και κάπου εδώ φτάνουμε στο τέλος του άλμπουμ, το οποίο ολοκληρώνεται με μια μπαρόκ σύνθεση. Αυτή είναι το Air On The G String”, το οποίο προέρχεται από το ομότιτλο έργο του Johann Sebastian Bach – ο οποίος δεν γινόταν να λείπει από κάτι τέτοιο - ή όπως είναι και πιο γνωστό σαν έργο στους πιανίστες Orchestral Suite No.3 In D Minor”. Στους φοιτητές – σπουδαστές της κλασσικής μουσικής, είναι και γνωστός σαν Αχ-Μπαχ αλλά τι να πρωτοπεί κανείς για τον Bach; Θα σταθούμε σε ελάχιστα και πολύ βασικά σημεία, όπως στο ότι έφερε την απόλυτη αρμονία και πολυφωνία, ότι θεωρείται πατέρας της αντίστιξης. Ολοκλήρωσε και τελειοποίησε όλες τις φόρμες και επεξεργάστηκε  έργα άλλων συνθετών κάνοντας τα ακόμα πιο αξιόλογα και φυσικά μας έδωσε το κλειδί για να ανοίξουμε τις πόρτες του ναού της σύγχρονης μουσικής με λίγα λόγια. Το πιο γνωστό του έργο, το Toccata & Fugue In D Minor, όπως και ότι μας άφησε την τέχνη της φούγκας, βασιζόμενη σε ένα μόνο θέμα με 17 φούγκες, το οποίο δεν κατάφερε να ολοκληρώσει. Εδώ ο Hoffmann, χωρίς να έχει κάνει σπουδαίες αλλαγές, περνάει το κύριο θεματικό του στην ηλεκτρική και το αφήνει να ξετυλιχθεί ακολουθώντας πιστά την αυθεντική εκτέλεση, αλλά συνοδευόμενο με ορχήστρα.
  Εν κατακλείδι, η δουλειά αυτή, στο σύνολο της μου άρεσε, αλλά επίσης μου αρέσει και η κλασσική μουσική αλλά και η ροκ και μέταλ (και τα παρακλάδια τους), όπως και τα έργα που διάλεξε να διασκευάσει. Για εμένα το πάντρεμα αυτών των δύο ειδών, είναι μια ωραία συγκεχυμένη αρμονία με πλούσια μελωδικότητα που καταφέρνει να συνδυάζει δύο διαφορετικά είδη τόσο πολύ ταιριαστά μεταξύ τους. Επίσης το είδος της μουσικής που ακούμε, προέρχονται όλα από την οργανική - πιανιστική μουσική η οποί αφορά όλα τα είδη από τον μεσαίωνα έως την σύγχρονη.
Σε προσωπικό επίπεδο το βρήκα αρκετά ενδιαφέρουσα δουλειά και διαφορετική από ότι συνηθίζουμε να ακούμε. Κάτι τέτοιο, συνήθως χρειάζεται πολλές ακροάσεις και καλό θα ήταν να γνωρίζει κανείς και τα αυθεντικά έργα για να έχει μέτρο σύγκρισης αλλά ώστε να μπορεί να διακρίνει τη διαφορά, τη διαφορετικότητα και τις όποιες αλλαγές που μπορεί να προκύπτουν. Αν φυσικά σας αρέσουν τα παραπάνω είδη αλλά και η μίξη των δύο τους, τότε σίγουρα θα σας αρέσει και το προτείνω ανεπιφύλακτα. Αν όμως είστε σε αυτούς που δεν τους αρέσει αυτό το είδος ή το οτιδήποτε, τότε αυτή η δουλειά δεν απευθύνεται σε εσάς.
Είναι ιδιάζουσα περίπτωση και πάλι  όμως, αφορά τα ακούσματα που έχει ο καθένας και τις επιρροές του, όπως και ο Wolf Hoffmann, μας παρουσιάζει εδώ τις δικές του. Αν και καλό θα ήταν να του δίνατε μια ευκαιρία όπως και να έχει. Σε γενικές γραμμές, είναι δίσκος που αφορά τα δύο άκρα love it or hate it.
Διαλέξτε πλευρά και θα έχετε κάνει αυτόματα και την επιλογή σας για αυτόν.

Γιώργος Βαλιμίτης

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Jorn Lande: "Heavy Rock Radio"


Αναμφίβολα ο Jorn Lande είναι "η" φωνή του heavy metal της γενιάς αυτής και
όταν καμμιά φορά αναρωτιέμαι: ποιος θα αναλάβει να κουβαλήσει τη "δάδα" του heavy metal τώρα που οι Dickinson και Halford είναι πλέον στη δύση της καριέρας τους, το όνομα που έρχεται στο μυαλό, πολλών από εμάς επίσης, είναι αυτό του Jorn Lande.

Ο  Jorn είναι  metal. Αρκεί κάποιος να ακούσει τη φωνή του άνδρα και να αντιληφθεί τα νοούμενα των γραφομένων. Δυναμική φωνή, πλούσια, υψηλές και χαμηλές γεμάτες νότες, για να μην αναφέρω, ότι για χρόνια παραλληλίζονταν με τους υπέρτατους Ronnie James Dio και  David Coverdale.
 Ο Jorn Lande επιστρέφει λοιπόν με ένα δίσκο διασκευών από αγαπημένες του (και δικές μας) συνθέσεις. Το πόνημα του ονομάζεται "Heavy Rock Radio"και περιγράφει αυτό ακριβώς που ακούμε στη δημιουργία αυτή: τραγούδια από τον ευρύτερο χώρο της rock παρουσιασμένα από τον καλλιτέχνη με βαρύτερη, μεταλλική προσέγγιση!
Και αυτά είναι: η κλασική σύνθεση της  Frida των ABBA "There’s Something Going On", που μεταμορφώνεται σε μία συναρπαστική "μεταλλική" σύνθεση. Το  αγαπημένο "Rev on the Red Line" των  Foreigner, που ο Jorn το μετα(λ)μορφώνει εντελώς!
Ξεχωρίζουν επίσης τα: "Rainbow in the Dark" του Dio, ιδιαίτερο το  "You’re the Voice" του John Farnham.
Εκείνο όμως που διαφοροποιείται αρκετά για την ιδιαίτερη και πανέμορφη διασκευή του είναι το υπεραγαπημένο "Don’t Stop Believing" των Journey.
Η ευαρέσκεια μου επεκτείνεται και για το  "Hotel California" των The Eagles.
Η μεγάλη αγάπη του είναι όμως οι Deep Purple και το αποδεικνύει στο τεράστιο "Stormbringer"!"Ξεσκονίζει" τέλεια και μία αδικημένη σύνθεση του  Paul Stanley, το "Live to Win" με εντυπωσιακό τρόπο!!
Νομίζω, ότι πρόκειται για μία εξαιρετική προσέγγιση του καλλιτέχνη σε συνθέσεις που αγαπήθηκαν αλλά θα περιμένω την επόμενη προσωπική του.

Νότης Γκιλλανίδης

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Eric Clapton: “I Still Do”

«Πήγα να δω την θεία μου που ήταν βαριά άρρωστη. Μου έσφιξε το χέρι και μου είπε με χαμόγελο : “Πάντοτε σε συμπαθούσα Eric. Ακόμη σ’ έχω στην καρδιά μου». Από εκεί βγήκε και ο τίτλος του άλμπουμ, “I Still Do”.

Ο Έρικ Κλάπτον έχει εδώ και παραπάνω από έναν χρόνο προσπελάσει το άλλοτε αδιανόητο για ροκ σταρ ηλικιακό όριο των 70 χρόνων. Όσo κι αν ατο προσδόκιμο ζωής αυξάνεται, οι ηλικίες παραμένουν πανθομολογούμενα τρεις. Και όταν βρίσκεται κανείς στην τρίτη, δεν υπάρχει πλέον ούτε χρόνος, ούτε χώρος, ούτε διάθεση για τις τεθλασμένες αναζητήσεις, για τους ρόλους που φόρεσε η ζωή και η ανάγκη.
Δεν υπάρχει λόγος, ειδικά για έναν καλλιτέχνη όπως ο Clapton, να υποδυθεί κάτι για να του αποφέρει η υπόκριση κάτι άλλο.
Ο Clapton στρέφεται λοιπόν στην πηγαία έμπνευση. Στην βιωμένη από τον ίδιο όσο από ελάχιστους, φυσική, εκρέουσα ανυπόκριτα, blues αίσθηση. Όπως εξομολογείται στο “Spiral”, είναι ευγνώμων που έχει αυτή τη μουσική μέσα του ("I'm just playing this song… you don't know how much it means to have this music in me"). Τα τελευταία 10 περίπου χρόνια, έχει καταστήσει άλλωστε σαφή την πρόθεσή του αυτή, να παίζει και να κυκλοφορεί μόνον ό,τι τον έχει αληθινά σημαδέψει στο πέρασμα μιας καρριέρας μισού αιώνα και παραπάνω.
Συνυπήρξε με το είδωλό του, τον B.B. King στο “Riding With The King”, επανεμφανίστηκε με το πρώτο και ύστατο power rock trio (του), τους Cream, απέδωσε φόρο τιμής στον  Robert Johnson, περιόδευσε με τους περιπετειώδεις Blind Faith και τον Steve Winwood, δούλεψε με τον σκιώδη μέντορά του, J.J. Cale, αφιερώνοντας μάλιστα και ολόκληρο μουσικό έργο σ’ αυτόν, μετά το θάνατό του (“The Breeze - An Appreciation of J. J. Cale”, 2014).
Δεν έχει αξία να αποτιμά κανείς το έργο ανθρώπων όπως ο Clapton με όρους συγκριτικούς, σα να διαλέγει προϊόν ανάμεσα από δύο περίπου ισάξιες φίρμες σε σουπερμάρκετ. Το ενστικτώδες ερώτημα αν ο δίσκος είναι «καλός ή όχι» έχει χάσει κάθε έννοια στις περιπτώσεις αυτές. Το μόνο κριτήριο είναι η αν λειτουργεί σαν αίσθηση και αν περνάει στον ακροατή η ειλικρίνεια στην προσέγγιση. Και αυτό το άλμπουμ δεν είναι τίποτα λιγώτερο από έναν ευθύ, αβίαστο, γεμάτο συναίσθημα δίσκο του Clapton. Μια τέτοια συλλογή από δικές του εκδοχές σε αγαπημένα του blues (συν δύο θαυμάσια δικά του) έχει προκύψει ως φυσική ανάγκη για τον Eric. Δεν υπάρχει εδώ «καλό» ή «κακό».
Το 23ο studio άλμπουμ του τον ξαναφέρνει κοντά στον Glyn Johns, τον παραγωγό που μπόρεσε να αποδώσει με ιδανικό τρόπο τον εσωστρεφή όσο και πολυσυλλεκτικό ήχο του σε άλμπουμ όπως το θρυλικό “Slowhand” και το πιο “Backless”, πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Η συνεργασία αυτή μεταφράζεται σε μια με φροντίδα ηχογραφημένη εκλεκτική blues ματιά που αφαιρεί την ηλικία από τις συνθέσεις και τον ερμηνευτή.

Το "Alabama Woman Blues" είναι μια σύνθεση του Leroy Carr ηλικίας περίπου 85 χρόνων, που εδώ την χειρίζεται μια full band, με τα ακκορντεόν να έρχονται από τον Μισσισσιπή και το ηλεκτρικό παίξιμο του Κλάπτον απ’ την παράδοση του Σικάγο.
Στο "
Cypress Grove" του Delta bluesman Curtis "Skip” James (1902-1969) η κιθάρα σέρνεται σαν κροκόδειλος σε βάλτο της Λουιζιάνα. Το αρχαϊκό "Stones In My Passway" του Robert Johnson είναι γεμάτο από τα προβλεπόμενα διαολεμένα slide, με τα ρυθμικά χειροκροτήματα να προσδίδουν μια σχεδόν φανκ αίσθηση.
Ένα ακόμη curio απ’ τα ’30s, η μπαλάντα "Little Man, You've Had A Busy Day" ακούγεται συγκινητική, ενώ βγαλμένη απ’ τις country ευαισθησίες του “Backless” έρχεται η πολύ εύστοχη διασκευή στο "I Dreamed I Saw St. Augustine" του Dylan (απ’ το άλμπουμ John Wesley Harding), την οποία κάνει, ως συνήθως, δική του.
Δικά του και τα δύο θαυμάσια πρωτότυπα, το “Spiral” και το “Catch The Blues, στο αιθέριο δεύτερο με φωνητικά από την Michelle John. Η συμμετοχή του “Angelo Mysterioso” (ψευδώνυμο του George Harrison) στο “I Will Be There” ανεξάρτητα ποιόν αφορά (τον ίδιο ή τον γιο του Dhani Harrison) αποδίδει σε κάθε περίπτωση επάξια, αφήνοντάς μας ένα βαθιά συναισθηματικό τρακ.
Το γραμμένο από τον
J.J. Cale “Somebody Knockin’” το προέταξε ήδη στο περσινό live (”Slowhand live at 70 – Live At Royal Albert Hall”), σε μια υπενθύμιση του πόσα χρωστά δια βίου στο laid back, περιεκτικό στυλ του συνθέτη του, με τα ηλεκτρικά σόλο να κερδίζουν την προσοχή. Δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν δύο κομμάτια του J.J. στο δίσκο (το άλλο το “Can’t Let You Do It”).
Το παραδοσιακό gospel “I’ll Be Alright” (με το ρεφραίν να υπενθυμίζει “I’ll be going home someday”) και το εξόδιο του “I’ll Be Seeing You φέρνουν αναπόφευκτα την ηχώ ενός προκαταβολικού αποχαιρετισμού και κόμπους στο λαιμό.   
Σοφία, μόνον. Αυτό αναβλύζει απ’ το άλμπουμ “I Still Do”.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016

Chris Ousey: "Dream Machine"

Όταν ο αρχισυντάκτης με ρώτησε αν θα αναλάβω την 'παρουσίαση του τελευταίου προσωπικού δίσκου του Chris Ousey (προφανώς γνωρίζοντας τη μακροχρόνια λατρεία μου για τη φωνή του βετεράνου μελωδικού καλλιτέχνη) η απάντηση ήταν άμεση με την φράση: ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ!!!

Η παρουσία του Chris Ousey από τους  Virginia Wolf, όπου τον πρωτάκουσα, μετέπειτα στους  Heartland που τον αποθέωσα έως και τους πρόσφατους Snakecharmer ( μμμ…), καθώς και στα προσωπικά του δημιουργήματα και συνεργασίες (Ozone, Ousey) πάντοτε με ενθουσίαζε.
Έτσι λοιπόν με τη δεύτερη προσωπική του κυκλοφορία, το "Dream Machine", η διαπίστωση μου παραμένει η ίδια, η ποιότητα της φωνής είναι αναλλοίωτη, όπως και η αισθαντικότητα και ψυχή που καταθέτει σε κάθε τραγούδι είναι αξεπέραστες!
Βαπτισμένος από τον μουσικό  τύπο ως ''ο Άνδρας με τις χρυσές αμυγδαλές'' ο Ousey έπειτα από το εξαιρετικό ''Rhyme And Reason'' του 2011 επιστρέφει με το ''Dream Machine''. Δικαιολογεί όμως τον τίτλο αυτό;;;
Καταρχάς στην παραγωγή του "Ryhme And Reason" ήταν ο μέγιστος μουσικός Mike Slamer και ο δίσκος είχε μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία και έβαλε οριστικά τον Chris στην κορυφή των μελωδικών ερμηνευτών.
Αυτήν τη φορά την παραγωγή έχουν αναλάβει οι Lars Chriss και ο Khalil Turk. Όλες οι συνθέσεις συντέθηκαν από τους  Chris Ousey και τον ''μέσα σε όλα και με όλους'' Tommy Denander με μία εξαίρεση.
Το ''Better Time To Come'', που είναι σύνθεση του αείμνηστου  Christian Wolf που το συν-συνέθεσε με τους  Ousey και Denander.
''Η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί'' και το ''This Is The Life'', ανοίγει τον δίσκο με τις κιθάρες να ''κελαηδούν'', το μπάσο να ''αστράφτει και να βροντά'' σε μία σύνθεση ροκάδικη που δεν αφήνει κανέναν αραχτό στον καναπέ.
Οι ρυθμοί πέφτουν και γίνονται μελωδικότεροι στο ''Another Runaway'', που είναι η δεύτερη σύνθεση του  δίσκου, "πιασάρικο"  στο έπακρο με  σόλο κιθάρας που σου εντυπώνονται,  γενναίες "δόσεις" πλήκτρων και εξαίρετα φωνητικά από τον  Chris Ousey.
Όπως και στο ομώνυμο ''Dream Machine'' με τον ήχο της φωνής του  Ousey να δεσπόζει επενδυμένος με έναν εξαιρετικό επίχρισμα πιάνου από τα 60ς και με ένα κιθαριστικό  solo να θυμίζει τον αείμνηστο  Gary Moore (R.I.P).
Το ''War'' μας δίνει την ευκαιρία να διαπιστώσουμε το εύρος της φωνής του καλλιτέχνη με πανέμορφο το πιασάρικο ρεφραίν με εξαιρετικές μουσικές φρασούλες και μελωδικά άγγιστρα.
Παρόμοιας τεχνοτροπίας και τα στιβαρά ''Tearin It All Down'' και ''Into Your Dream''.
 
Όμορφη σύνθεση και το ''Moment Of Madness'' με ένα πανέμορφο και ταξιδιάρικο παιάνισμα πριν η σύνθεση απογειωθεί! Μπάσο, τύμπανα και κιθάρες ντύνουν επιδέξια την αγαπημένη προσωπικά σύνθεση.
''Gone Long Gone'' ονομάζεται η απαραίτητη μπαλάντα με πιασάρικο πλήκτρο να καθοδηγεί τη μελωδία, χορωδιακό ρεφραίν μοναδικό, η τέλεια συνταγή.
Το ''Return To Me'' γιγαντιαία σύνθεση με βαρβάτες μπασογραμμές, ''αστραπές'' τυμπάνων, γιγαντιαίο τείχος πλήκτρων και κιθάρα που κεντάει. Η απόλυτη σύνθεση για άσμα γηπεδικό.
Η επιτομή του επιτυχημένου  AOR μελωδικού hard rock. Χωρίς μία σύνθεση που απλά υπάρχει ή είναι κακή;;;
Απαντώ όμως στο αρχικό ερώτημα: είναι πραγματικά ''μηχανή ονείρων'';
Το ''Dream Machine''είναι  ένα πολύ επιτυχημένο εμπορικά άλμπουμ που συνδυάζει  radio rock, AOR και μελωδικό  Rock. Και ασφαλώς ο Chris Ousey είναι ο τύπος του μουσικού, που έχει την ικανότητα  να συνδυάζει με επιτυχία εμπορικότητα και καλλιτεχνική τιμιότητα,  γι’ αυτό και η μουσική του έχει απήχηση σε ευρύτερο φάσμα ακροατών.
Η παρουσία του  Tommy Denander με προβληματίζει μόνο σε ένα σημείο: είναι ο δίσκος του Tommy Denander με τον Chris Ousey στη φωνή;
Γιατί αν εξαιρέσω τα Gone Long Gone, Another Runaway και το Tear It All Down, στα υπόλοιπα ο υπέροχος αυτός καλλιτέχνης ακούγεται σα να ακολουθεί τη μουσική και όχι το αντίθετο.
Πάντως για τη δόξα και το μεγαλείο του  AOR μελωδικού  hard rock music, ο Chris Ousey και το πόνημα του "Dream Machine" καταλαμβάνει περίοπτη θέση και όχι μόνο για το καλοκαίρι τούτο!

Νότης Γκιλλανίδης

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

Circa: “Valley Of The Windmill”

Για όσους δεν γνωρίζουν οι Circa είναι ένα progressive rock supergroup που ξεκίνησε δισκογραφικά το 2007 και πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησαν το ολοκαίνουργιο “Valley Of The Windmill” που είναι η τέταρτη στούντιο δουλειά τους.

Με πρωτεργάτες θρυλικές μορφές της prog-rock σκηνής όπως ο κιμπορντίστας των Yes, Tony Kaye, του ντράμερ Alan White (αποχώρησε το 2008) αλλά και του πολυτάλαντου τραγουδιστή, κιθαρίστα και συνθέτη  Billy Sherwood (Lodgic, World Trade, Yes, Conspiracy) κατάφεραν να δώσουν μία ακόμη πιο σύνθετη διάσταση στον σύγχρονο προοδευτικό ήχο με την συνδρομή βέβαια , του ντράμερ Scott Connor (Υοso) και του μπασίστα Ricky Tierney (Αlice Cooper).
Με βάσεις από μπάντες όπως οι Gentle Giant, οι Porcupine Tree, οι Marillion και φυσικά οι μεγάλοι Yes το σπουδαίο κουαρτέτο μας χαρίζει 4 εξαιρετικές συνθέσεις γεμάτες μουσική και εικόνες  εμπλουτισμένες με δαιδαλώδεις ενορχηστρώσεις. Ειδικά για όσους αγαπούν τους Marillion θα λατρέψουν ετούτη εδώ την κυκλοφορία και θα παρακαλούσαν μέσα τους να είχαν γράψει εκείνοι αυτές τις συνθέσεις!
 Η νέα δουλειά των Circa μπορεί να περιλαμβάνει μόνο τέσσερα τραγούδια (!!!) όμως σε αποζημιώνει ολοκληρωτικά όπως συμβαίνει με το μαραθώνιο “Our Place Under The Sun”  που χωρίζεται σε τρία μέρη σε γυρίζει ευχάριστα  πολλές δεκαετίες πίσω, τότε που το prog-rock σε ταξίδευε σε όλες τις γωνιές του πλανήτη.
Αλλά και το “Empire Over” ακούγεται απολαυστικό  με σαφείς αναφορές στην δεκαετία του ’80 ενώ το ομότιτλο κομμάτι του άλμπουμ κερδίζει δικαιωματικά τις εντυπώσεις λόγω κυρίως της εκτελεστικής δεινότητας σε όλους τους τομείς του Billy Sherwood. Το άλμπουμ ξεκινά με το 15 λεπτο, “Silent Resolve” όπου ο prog-rock χορός καλά κρατεί με τις μελωδίες να μετατρέπονται σε μικρό χείμαρρο.
Οι λάτρεις λοιπόν των μακροσκελών κιθαριστικών σόλων, των εμπνευσμένων και ατελείωτων μελωδιών, οι “ψυχάκηδες” των πλήκτρων, οι “κολλημένοι” με τους περφεξιονισμούς  και όσοι δεν κουράζονται από συνθέσεις που διαρκούν όσο ένα ημίχρονο στο μπάσκετ μπορούν άφοβα να αγαπήσουν το συγκεκριμένο δίσκο.
Παρατήρηση όσοι φίλοι αναγνώστες ακούτε μόνο Motorhead, Ramones και AC/DC και τα σχετικά… αποφύγετε με κάθε τρόπο αυτό εδώ το μικρό αριστούργημα.

Φώτης Μελέτης

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...