Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

LESS THAN 4: “By Blood By Heart”

Οι LESS THAN 4 είναι μία μπάντα από την Σουηδία και δημιουργήθηκε το 2007 και σύμφωνα με το δελτίο τύπου που δημοσίευσαν ανήκουν στο χώρο του heavy metal. Κυκλοφόρησαν αρχικά στα 2009 ένα EP και πρόσφατα το “By Blood By Heart”, ένα παλιομοδίτικo hard rock / heavy metal album, παιγμένο από τρεις, σχετικά νεαρής ηλικίας, μουσικούς που ο νεώτερος γεννήθηκε το 1992 και ο μεγαλύτερος το 1986. Ούτε όμως δημοτολόγιο είμαστε, ούτε στρατολογικό γραφείο, απλά θέλουμε να τονιστεί, ότι παρά το νεαρό της ηλικίας ούτε άτεχνοι είναι, ούτε ακούγονται μπερδεμένοι μουσικά. Ο δίσκος ακούγεται συμπαγής και εντυπωσιακός, με τους μουσικούς να είναι ξεκάθαροι στο ύφος της μουσικής επιλογής τους. 
Ο ήχος είναι σταθερό δείγμα heavy metal με έντονα επιχρίσματα hard rock, ίσως και glam, ικανός να αγγίζει παρελθόν, παρόν και μέλλον. Όταν πρωτοάκουσα το “By Blood By Heart” ήταν ήχος που με παρέπεμπε ευθέως στο κλίμα των hairbands στα 80s και 90s, όπως και ο τραγουδιστής Max Landegren που παραπέμπει με το ακατέργαστο και πιασάρικο ύφος του σε αυτήν την εποχή. Όπως και να’ χει οι LESS THAN 4 είναι μία μπάντα με ικανότητα, ταλέντο, δύναμη, πάθος και αγάπη για τη μουσική που παίζουν. 
Οι στίχοι παρουσιάζουν ένα κόσμο με “αίμα, δάκρυα και ιδρώτα” (Ρουβά μου κάνει αυτό;), όμως ο κόσμος αυτός έχει και αγάπη, διασκέδαση, δημιουργικές διεξόδους και χώρους για να υπάρξεις. Λαμπερές γραμμές από την κιθάρα, το μπάσο και τα τύμπανα ροκάρουν, ενώ τα φωνητικά ακούγονται αξιόπιστα και παθιασμένα. Τραγούδι κλειδί προς επιβεβαίωση των γραφομένων το ομώνυμο, “By Blood By Heart”, που είναι και το πρώτο single που κυκλοφόρησαν.

Νότης Γκιλλανίδης

TANKARD: “A Girl Called Cerveza”

Μόλις είδα τον τίτλο του άλμπουμ, σκέφτηκα αμέσως. “Αυτό είναι νέο Tankard!”. Και βέβαια είχα δίκιο, αφού οι μεγαλύτεροι διαφημιστές του αγαπημένου μας αλκοολούχου αναψυκτικού γυρίζουν με την 15η τους δουλειά, μετά από δύο χρόνια, σε νέα εταιρία, αφού πλέον είναι μέρος της ομάδας Nuclear Blast.
Πάντα μου άρεσαν οι Γερμανοί και περισσότερο από όταν τους απόλαυσα και ζωντανά, με τον μπυροκοιλιά Gerre, να αισθάνεται βαθιά αυτό που κάνει και να τριγυρνάει πάνω στη σκηνή. Ανδρώθηκα, όντας νεανίας, με τραγούδια όπως τα “Beermuda”, “Dancing on our grave”, “For a thousand beers”, “Fuck Christmas” και άλλα, και χαίρομαι πάντα να βλέπω νέα τους δουλειά.

Έρχεται λοιπόν, το 2012, με ένα κλασικό τίτλο Tankard, “Α girl called Cerveza” να μας σηκώσει από τις ξαπλώστρες μας. Το εναρκτήριο κομμάτι έχει μια ανάσα από πιο κλασικό metal, αλλά το άρωμα του ζύθου, γρήγορα καταλαμβάνει τα ηχεία μας με το “Rapid Fire (A Tyrant's elegy)”. Ο δίσκος συνεχίζει με τον νέο ύμνο προς τιμήν της μπίρας, ομότιτλο του άλμπουμ, όπου μιλάει για τον ερωτευμένο πότη που έπεσε πάλι στα δίχτυα του όμορφου κοριτσιού. Ένα κυνήγι μαγισσών ξεχύνεται μέσω των ηχητικών συχνοτήτων (“Witch Hunt”), φέρνοντας κοντά μας πάλι ένα κλασικό Tankard, για όλους εμάς που αγαπήσαμε το thrash!

Και μια έκπληξη περιμένει τους φίλους τους στο “The Metal Lady Boy”, αφού μία από τις μεγάλες κυρίες της μουσικής μας, η Doro Pesch, συμμετέχει στο τραγούδι, δημιουργώντας μία όμορφη αντίθεση με τα φωνητικά του Gerre. Και στο τέλος, μας περιμένει το χιτάκι του δίσκου, ονόματι “Running on Fumes” με κιθαριστικές ξυραφιές να απαιτεί να το παίξεις στην διαπασών!

Όμορφα riff, τέτοια ακριβώς που περιμένανε να παίξουν για ακόμη μια φορά, σε ένα σύνολο πολύ καλό που αποδεικνύει και πάλι ότι οι βασιλιάδες του αλκοολικού thrash θα είναι για πάντα μαζί μας!

Θέλω να σκίσω τα μανίκια του τζην μπουφάν μου και να το γεμίσω με ραφτά που θα απεικονίζουν τον χοντρούλη που συνήθως κοσμεί τα εξώφυλλα τους! ΚΑΤΑΒΡΟΧΘΙΣΤΕ ΤΟ ΖΥΘΟ ΜΕ ΛΑΧΤΑΡΑ! Όπως ο Κουικάρας το Νέσκουίκ!

Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

HUMBUCKER: "R.O.C.K.S."


Ενδιαφέροντες ετούτοι εδώ οι Νορβηγοί rockers που ονομάζονται HUMBUCKER και κυκλοφορούν το παρθενικό τους δίσκο που τιτλοφορείται "R.O.C.K.S.". Δέκα αξιόλογες συνθέσεις που κινούνται στο ύφος των AC/DC, Motorhead, Aerosmith, Cinderella, Airbourne, Answer και άλλων ομοήχων συγκροτημάτων.
Οπότε καταλαβαίνετε ότι στο "R.O.C.K.S." υπάρχει μπόλικος rock τσαμπουκάς, έντονες οι party sleaze διαθέσεις και επιπλέον θα βρείτε τις κλασσικές βραχνές θυμωμένες ερμηνείες. Οι κιθάρες είναι ποτισμένες στο αλκοόλ και ο δυναμισμός των συνθέσεων είναι άφθονος για ατελείωτο headbanging.
Τραγούδια που ξεχωρίζουν δύσκολα θα σας περιγράψουμε μιας και όλα σχεδόν τα κομμάτια είναι μικροί δυναμίτες, εξαιρείται βέβαια η όμορφη  μπαλάντα “THERE WILL NEVER BE ANOTHER”. Όμως δεν μπορούμε να μη κάνουμε  μία μικρή αναφορά στα εξαιρετικά “THAT GIRL OF MINE”, “BLACK NICKEL”, “DIPSTICK  JOE” (θυμίζει έντονα Cinderella), “THE WAY I AM” ( το ρεφρέν βγαλμένο από το “Touch Too Much” των AC/DC), και το ζόρικο “DANCIN` DAISY”.
Την παραγωγή έχει αναλάβει ο συμπατριώτης τους Thomas Wang και το mastering και τη μίξη του δίσκου ο θρυλικός Beau Hill (Warrant, Ratt, Winger, Alice Cooper και πολλοί άλλοι). Συνοπτικά θα λέγαμε ότι οι Νορβηγοί HUMBUCKER πράττουν αυτό που λέει και το δικό τους άσμα… DOING MY JOB (IN A ROCK AND ROLL BAND).

Φώτης Μελέτης

THE SPACEGUEST: “Big Beat Invasion”

Διαπιστώνω ότι τελικά Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα! Δεν έχουν μόνο οι μπάντες της πρωτεύουσας το όποιο “πλεονέκτημα”, μιας και καθημερινά απ’ άκρη σ’ άκρη του τόπου μας, παιδιά με όνειρα και ανησυχίες φτιάχνουν μπάντες και μέσω της μουσικής, προσπαθούν να μοιραστούν όλα εκείνα που έχουν στο μυαλό και στη ψυχή τους!
Οι Ηρακλειώτες The Spaceguest, είναι μία ακόμη περίπτωση ανθρώπων της επαρχίας, που τολμούν να κάνουν γνωστή τη μουσική τους, φτιάχνοντας το πρώτο τους demo “Big Beat Invasion”!
Αν και το τελικό αποτέλεσμα της μουσικής τους δεν συνταιριάζει με τα “δικά” μου ακούσματα, πρέπει να ομολογήσω όμως από την άλλη, ότι το electro-funk-rock-punk τους, είναι καλοπαιγμένο και καλοδουλεμένο! Επίσης από τα πέντε κομμάτια του demo τους, ξεχώρισα με διαφορά το “House of Fire” το οποίο βρήκα και κομματάρα, ίσως γιατί κυμαίνεται σε πιο heavy/rock πλαίσια!
Όπως και να’ χει, βρήκα τη προσπάθεια των συντοπιτών μου George Black (φωνή-κιθάρα), Billy Boy (τύμπανα) και Dimi Bala (μπάσο), ιδιαίτερα αξιοπρεπή και αξιοπρόσεκτη, με πολύ καλή και τη παραγωγή επίσης!
Αν τύχει να βρείτε το demo τους ακούστε το και δε θα χάσετε την ώρα σας. Άντε μάγκες εύχομαι αυτό να ήταν μόνο η καλή αρχή!

Μιχάλης Κανακουσάκης

Εξομολογήσεις από τους STRATOVARIUS



Είχε περάσει ήδη σχεδόν ένα δεκάλεπτο από την προκαθορισμένη ώρα της συνέντευξης και ο Timo Kotipelto των Stratovarius δεν απαντούσε στις κλήσεις μου. Είχαμε πολλά να πούμε, ελέω της νέας live κυκλοφορίας ονόματι “Under Flaming Winter Skies- Live in Tampere” και όσο μεγαλύτερη η καθυστέρηση, τόσο λιγότερες ερωτήσεις θα μπορούσα να κάνω. Παρότι θα είτο η δεύτερη φορά που θα συνομιλούσαμε, είχα ακόμη περισσότερα θέματα να συζητήσουμε, μιας και οι εξελίξεις και οι ανακατατάξεις δεν έχουν τελειωμό για τους Φιλανδούς. Και πάνω που ήμουν έτοιμος να ψάξω να βρω ποιος αρμόδιος έκανε λάθος με τις ώρες, δοκίμασα για τελευταία φορά να ξανακαλέσω…
Καλησπέρα Timo! Που ήσουν ρε συ; Είχα αρχίσει να πιστεύω πως είχε γίνει κάποιο λάθος στη συνεννόηση!
Έχεις δίκιο Στέφανε, αλλά μου έπιασε την κουβέντα μια συντάκτρια από την Ολλανδία και δεν έλεγε να το κλείσει! Τώρα όμως είμαι όλος δικός σου! (γέλια)
Λοιπόν, μιας και χάσαμε κάπως χρόνο, ας μπούμε κατευθείαν στο ψητό! Από την τελευταία που μιλήσαμε έχουν αλλάξει πολλά στους Stratovarius…
Όντως! Ας τα πάρουμε από την αρχή λοιπόν! Λίγο καιρό μετά τη συνέντευξη στην οποία αναφέρεσαι, ο Jorg (σ.σ. Michael, drums) μας ανακοινώσε πως θα αποχωρούσε από τη μπάντα μετά από το επόμενο album και την περιοδεία του. Ήταν κάτι λοιπόν που το γνωρίζαμε καιρό τώρα. Όπως είχε συμφωνηθεί λοιπόν, ο Jorg θα σταματούσε ύστερα από το “Elysium” και την περιοδεία με τους Helloween.
Ο λόγος;
Ο Jorg είναι ένας πολυάσχολος τύπος! Σκέψου πως δουλεύει σε ένα booking agency, στο οποίο μεταξύ άλλων, κλείνει και τα live των Stratovarius, ενώ παράλληλα κάνει παραγωγή σε δίσκους, συν το ότι συνεργάζεται και με τη διοργάνωση του Wacken Festival. Άμα αναλογιστείς και την κούραση από τις συνεχείς περιοδείες όπως και το ότι περνούσε τόσο πολύ χρόνο μακριά από την οικογένειά του, δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολη σαν απόφαση. Παρόλα αυτά, θα εξακολουθεί να συνεργάζεται με τους Stratovarius, μιας και όπως προείπα μας κλείνει τις εμφανίσεις μας!
Δηλαδή η περιπέτεια που είχε με την υγεία του δεν είχε να κάνει με την αποχώρησή του;
Όχι… Σίγουρα μέσω αυτής της περιπέτειας αναθεώρησε πολλά πράγματα για τη ζωή του, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος. Μπορεί να επηρέασε, δε λέω!
Ο “νέος” λοιπόν της παρέας είναι ο Rolf Pilve! Με ποια κριτήρια επιλέχθηκε;
Κοίτα, εξ αρχής είχαμε αποφασίσει πως δε θέλαμε έναν κλώνο του Jorg, αλλά κάτι διαφορετικό. Όταν βάλαμε στη σελίδα μας στο facebook την αγγελία ότι ψάχναμε νέο drummer, λάβαμε πάνω από εκατό youtube links και πάμπολλα mail! Μετά το αρχικό ξεσκαρτάρισμα, καλέσαμε τους τέσσερις επικρατέστερους στο studio. Ένας από αυτούς ήταν ο Rolf, ο οποίος ξεχώρισε αμέσως! Το παίξιμό του είναι μοντέρνο, τεχνικό και ευέλικτο, κάτι που μας δίνει πολλές προοπτικές για τα μελλοντικά κομμάτια. Και πέρα από εξαιρετικός μουσικός, είναι ένα πολύ καλό παιδί, κάτι στο οποίο δίνουμε μεγάλη σημασία!
Πάντως με τις νέες προσθήκες στη μπάντα, έχει πέσει αρκετά ο μέσος όρος ηλικίας των Stratovarius, έτσι;
Εννοείται (γέλια)! Όχι πως έχει σημασία η ηλικία, αλλά σα σύνολο γινόμαστε νεώτεροι!
Επίσης, είναι ιδιαίτερα θετικό το ότι δεν προσλαμβάνετε “φτασμένους” μουσικούς προκειμένου να κάνουν ντόρο…
Κοίτα, είχαμε αρκετές προτάσεις από πασίγνωστους drummers, των οποίων δε μπορώ να αναφέρω τα ονόματα, αλλά να σου πω την αλήθεια προτιμάμε να έχουμε μέλη που θα έχουν ενθουσιασμό για αυτό που θα κάνουν, παρά επαγγελματίες που δε θα έδειχναν ουσιαστικό ενδιαφέρον για τη μπάντα.
Νέο live album λοιπόν για τους Stratovarius. Το δεύτερο επίσημό σας. Αλήθεια, τόσα χρόνια μπάντα, δεν είναι λίγο περίεργο να έχετε μόλις δύο;
Το περίεργο φίλε μου δεν είναι τα cd! Ξέρεις πόσο καιρό προσπαθούσαμε να βγάλουμε live DVD; Στην αρχή είχαμε μαγνητοσκοπήσει γύρω στο 2000 μια συναυλία στο Μιλάνο, αλλά υπήρξαν πολλά τεχνικά προβλήματα και ο σκηνοθέτης δεν τελείωσε ποτέ τη δουλειά του. Στη συνέχεια μαγνητοσκοπήσαμε μια εμφάνισή μας στο Sao Paolo, το 2005, αλλά ο φωτισμός ήταν τόσο κακός που έκανε όλο το υλικό άχρηστο! Γαμημένη ατυχία! Τουλάχιστον, αυτή τη φορά, το πετύχαμε (γέλια)!
Να φανταστώ πως δεν ήταν τυχαία η επιλογή να γυριστεί στη Φιλανδία, έτσι;
Κάλλιστα θα μπορούσαμε να το γυρίσουμε και αλλού! Απλώς, επειδή περιοδεύαμε με τους Helloween, δεν είχε νόημα να μαγνητοσκοπήσουμε ένα ελλιπές set, οπότε κάναμε μερικά extra shows στη Φιλανδία, ένα εκ των οποίων στο Tampere.
Είσαι ευχαριστημένος με το τελικό αποτέλεσμα;
Ναι, πιστεύω πως βγήκε καλό. Το βλέπω γενικά σαν ένα αναμνηστικό από την τελευταία μας περιοδεία με τον Jorg.
Η επιλογή των τραγουδιών πως έγινε;
Η επιλογή είναι πάντα πρόβλημα, μιας και έχουμε τόσο πολύ υλικό στις πλάτες μας! Έτσι, κανένας δε μπορεί να είναι απόλυτα ευχαριστημένος… Πάντα θα λείπει κάτι!
Πάντως παραγκωνίστηκαν διάφορα album! Και εντάξει, δε θα σου αναφέρω τα πρώτα τρία, όπου δεν τραγουδούσες καν, αλλά ούτε ένα κομμάτι από τα “4th Dimension”, “Destiny” και “Stratovarius”; Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, πως αποκλείστηκαν hitάκια τύπου “Against the Wind”;
Ναι, αυτό είναι ένα πολύ καλό κομμάτι… Λογικά θα το παίξουμε όταν ξαναβγούμε στο δρόμο… Συμφωνώ πάντως πως ίσως έπρεπε να βρίσκεται στο “Under Flaming Winter Skies”!
Από την άλλη βέβαια, δώσατε ιδιαίτερο βάρος στο “Visions”, παίζοντας έξι τραγούδια από αυτό… Πολλά δεν είναι;
Ναι, ίσως είναι, αλλά τόσα βγήκαν πάνω στη διαδικασία επιλογής…
Έχοντας κυκλοφορήσει μόλις πέρυσι νέο δίσκο, δε θα ήταν πιο λογικό να είχατε κάτι παραπάνω από αυτόν; Και για να γίνω πιο ξεκάθαρος: το ότι στο διπλό αυτό cd/ dvd δίνετε τόσο βάρος στο παρελθόν σας, και δη στον ομολογουμένως πιο πετυχημένο δίσκο σας, μου δείχνει πως για κάποιο λόγο δεν πολυπιστεύετε τις νέες σας δουλειές και βασίζεστε στη σιγουριά που αποπνέει το παρελθόν του σχήματος…
(παύση) Μήπως θέλεις να μου προτείνεις τι θα ήταν καλύτερο να παίξουμε στην επόμενη περιοδεία μας;
Timo, δεν προσπαθώ να κάνω υποδείξεις, αλλά δε γίνεται να κρυβόμαστε και πίσω από το δάχτυλό μας! Το ζήτημα δεν είναι ποια συγκεκριμένα τραγούδια δεν μπήκαν, μιας και γούστα είναι αυτά, αλλά το κατά πόσο ευδοκιμεί μια live κυκλοφορία που από τις δεκαπέντε Stratovarius συνθέσεις, οι έξι προέρχονται μονάχα από ένα δίσκο, δεκαπέντε χρόνων πριν! Στο κάτω κάτω, γιατί ένας οπαδός να μην επιλέξει το “Visions of Europe”;
(ξανά παύση) Δε μπορώ να πω πως έχει άδικο… Ο συλλογισμός σου είναι σωστός και να σου πω την αλήθεια, ούτως ή άλλως έχουμε υπόψη στο μέλλον να κρατάμε μια καλύτερη ισορροπία. Παρόλα αυτά, πίστεψέ με, οι περισσότεροι στην Ευρώπη, είναι αρκετά προσκολλημένοι στο “Visions” και θεωρείται από πολλούς ο καλύτερός μας δίσκος!
Κανείς δεν το αμφισβητεί αυτό… Τέλος πάντων, πάμε στις δύο διασκευές που ηχογραφήσατε… “Burn” από Deep Purple και “Behind Blue Eyes” από The Who. Ποιος τις επέλεξε;
Η ιδέα να παίξουμε διασκευές ήταν του Jorg. Το συζητήσαμε και του έστειλα μια λίστα με τραγούδια και καταλήξαμε σε αυτές τις δύο. Προσωπικά δε μου αρέσει να παίζουμε διασκευές όμως. Έχουμε τόσα τραγούδια που θα μπορούσαμε να παίξουμε στη θέση τους…
Στα λόγια μου έρχεσαι! Λοιπόν, μιας και το “Under Flaming Winter Skies” έχει ηχογραφηθεί στο Tampere της Φιλανδίας, θέλω να μου πεις ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ των οπαδών εκεί, με αυτών στην Αθήνα και στο Μιλάνο, όπου είχατε ηχογραφήσει το “Visions of Europe”…
Το σίγουρο είναι πως οι έλληνες και οι ιταλοί ακούγονται περισσότερο (γέλια)! Στο Tampere ειδικά, έχω την εντύπωση πως οι οπαδοί είχαν τρακ λόγω της μαγνητοσκόπησης, γιατί συνήθως είναι πιο εξωστρεφείς. Πάντως στην Ελλάδα, έχουμε πολύ πιο ένθερμο κοινό, οφείλω να το ομολογήσω!
Πως βλέπεις το “Elysium” πλέον;
Εξακολουθεί να μου αρέσει σα δίσκος! Ιδιαίτερα το ομώνυμο κομμάτι! Κατά την προσωπική μου άποψη το “Elysium” είναι καλύτερο και από το “Polaris” αλλά και από το “Stratovarius”.
Συμφωνείς πως σαν κυκλοφορία, είχε πολλά περισσότερα να αποδείξει, μιας και ο Matias (σ.σ. Kupiainen, κιθάρα) δεν ήταν πλέον ο “νέος” του group;
Και το “Polaris” είχε να αποδείξει κάτι και ουσιαστικά είναι αυτό που μας κράτησε ζωντανούς. Από την άλλη όμως, έχεις απόλυτο δίκιο για το “Elysium”! Δεν υπήρχαν περιθώρια για λάθη!
Πέρα από τη λήξη της συνεργασίας σας με τον Jorg, μήπως το Under Flaming Winter Skies” σηματοδοτεί παράλληλα και το τέλος μιας σχετικά δύσκολης πενταετίας για το σχήμα;
Κατά μια έννοια, ναι. Δεν ξέρουμε βέβαια τι μας επιφυλάσσει το μέλλον, αλλά προσωπικά είμαι ιδιαίτερα θετικός!
Είναι νωρίς για να μιλήσουμε για νέο studio album;
Έχουμε κάποια demo στην άκρη, με τα οποία θα ασχοληθούμε μετά τα festival που θα παίξουμε τον Αύγουστο. Καλώς εχόντων των πραγμάτων, υπολογίζουμε να έχουμε κάτι έτοιμο του χρόνου την Άνοιξη. Άλλωστε, από Σεπτέμβρη και μετά, θα κάνουμε ένα διάλειμμα 5-6 μηνών από τις live εμφανίσεις, προκειμένου να ηχογραφήσουμε νέο υλικό.
Χρόνος για νέο solo δίσκο θα υπάρξει;
Σε καμία περίπτωση (γέλια)! Δε νομίζω πως προλαβαίνω! Παρόλα αυτά, τέλος Σεπτεμβρίου θα κυκλοφορήσω μαζί με τον Jani Liimatainen (ex- Sonata Arctica) ένα ακουστικό album. Επίσης, αυτήν την περίοδο διδάσκω φωνητικά σε ένα music camp για παιδιά, οπότε δεν έχω χρόνο να γράψω οτιδήποτε!
Δυστυχώς Timo, ούτε αυτή η συνέντευξη έχει άλλο χρόνο στη διάθεσή της! Σε ευχαριστώ για τις απαντήσεις σου και λογικά θα τα ξαναπούμε σε λιγότερο από ένα χρόνο, με την κυκλοφορία της νέας δουλειάς των Stratovarius.
Εννοείται Στέφανε! Σε ευχαριστώ για τη συνέντευξη!
Διαβάστε εδώ την κριτική για το “Under Flaming Winter Skies- Live in Tampere”.

Συνέντευξη στον Στέφανο Στεφανόπουλο

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

DORO: “Under My Skin”


Το “Under my Skin” δεν είναι τιποτ’ άλλο, από μια ακόμη περιεκτική συλλογή από τις καλύτερες όπως ήταν φυσικό μουσικές στιγμές, της εκ Γερμανίας ξανθιάς metal θεάς Doro!
Κι επειδή τα λόγια για τη Doro είναι περιττά, μιας και η ιστορία της από τους θρυλικούς Warlock μέχρι και σήμερα είναι χιλιοειπωμένη, θα περάσω στο ψητό αμέσως, λέγοντας απλά πως το “Under my Skin” προορίζεται για τους νέους οπαδούς της Doro ή για εκείνους που δεν έχουν στη κατοχή τους τη πλήρη δισκογραφία της.

Το διπλό cd set περιέχει 32 κομμάτια από τις καλύτερες στιγμές της καριέρας της Pesch και τολμώ να παραδεχτώ πως βρισκόμενα σε ένα πολυτελές και προσεγμένο πακετάκι, το οποίο με την προσθήκη κάποιων σπάνιων φωτογραφιών και σημειώσεων την ίδιας της Doro και ορισμένων multimedia bonus videos, μετατρέπει το “Under my Skin” σε μία πολύ δελεαστική αγορά!

Τα “All We Are”, “Fur Immer”, “Angel in the Dark”, “The Night of the Warlock”, είναι ορισμένα από τα κομμάτια που θα σας κάνουν παρέα ακούγοντας το best of, ή το άλμπουμ φόρο τιμής θα έλεγα καλύτερα για τα 25 χρόνια προσφοράς της ξανθιάς θεάς στο χώρο του ατόφιου heavy metal!

Μετά το τελευταίο της full album “Raise your Fist” και τώρα το “Under My Skin”, η Doro δηλώνει κάτι παραπάνω από ενεργή και παρούσα στα σημερινά metal δρώμενα! Και μιας και μας έχει τιμήσει τόσα χρόνια με τη παρουσία της, δεν έχουμε πάρα να τη τιμήσουμε κι εμείς με την απόκτηση τούτου του άλμπουμ!

Απολάυστε άφοβα κι ελεύθερα, μιας και είναι από λίγους καλλιτέχνες που ξέρεις σίγουρα ότι μόνο κάτι καλό θ’ ακούσεις!


Μιχάλης Κανακουσάκης



HELLYEAH: “Band Of Brothers”



Ωραία… τι έχουμε εδώ; Συνταγή επιτυχίας, με υλικά δοκιμασμένα για τρίτη φορά.
Οι Hellyeah συνδυάζουν: το νότιο ήχο που όλοι μας αγαπήσαμε μέσα από τους Pantera, των οποίων ο drummer, Vinnie Paul, τη δύναμη των Mudvayne, αφού έχουμε στα φωνητικά τον Chad Gray και στην κιθάρα τον Greg Tribbet, την ορμή των Nothingface, υπό τη μορφή του κιθαρίστα, Tom Maxwell, συν τη βαρύτητα του μπάσου των Damageplan, Bob Zilla.

Μουσική τεστοστερόνη για ένα ποδοσφαιρικό ημίχρονο, που κάνει εμάς τους Έλληνες τα βλασφημούμε για μια ακόμη φορά που δεν είδαμε live τους Pantera. Τρίτη, κατά σειρά, δουλειά των Τεξανών, που από ότι φαίνεται θα λάβει καλές κριτικές παγκοσμίως και θα πουλήσει, νομίζω αρκετά καλά στην πατρίδα μας, όπως και ο προκάτοχος της, με τον τίτλο “Stampede”.

Περιέχει κομμάτια μεταλλικών μεγατόνων, όπως το ομώνυμο “Band of brothers” και πιο ευκολόπιοτα hit, σαν το “Drink Drank Drunk”, που σίγουρα θα κάνει τους Metalheads να πιουν μια μπίρα παραπάνω στο άκουσμα του. Ηρεμούν κιόλας στο “Between You and Nowhere”, που θα μπορούσε να θεωρηθεί μια power ballad και σίγουρα κάποιος ερωτευμένος “κάφρος” θα το αφιερώσει στο αντικείμενο του πόθου του. Η ηρεμία όμως δεν κρατάει πολύ, αφού τα αδυσώπητα κοπανήματα του Vinnie στο ξεκίνημα του “Call it like I see it”, θα τον κάνει να ξεχάσει το έρωτα και να πιει λίγο παραπάνω.

Ο δίσκος είναι δυνατός από την αρχή ως το τέλος του και, σίγουρα, δεν χρειάζεται να προσθέσω κάτι για να σας πείσω. Θεωρώ ότι από μόνοι σας θα το τσιμπήσετε! Όπως και να' χει είναι δίσκος με τον Vinnie Paul Abbott μέσα!

Rock On, Band of Brothers!



Δημήτρης Μαρσέλος

Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

EMPIRE: "Trading Souls"


Οι Empire θεωρούνταν super-group αφού στις τάξεις τους είχαν τον Tony Martin (ex-Black Sabbath) στα φωνητικά, τον “μάγο” των keyboards Don Airey (Deep Purple , Rainbow), τον μπασίστα των μεγάλων Whitesnake, Neil Murray και τον Gerald Kloos στα τύμπανα. Στις κιθάρες βρίσκουμε τον εκπληκτικό Rolf Munkes ο οποίος ευθύνεται και για το όλο project.
Το συγκεκριμένο album κυκλοφόρησε το 2003 και έκανε αισθητή την παρουσία του στον χώρο της μελωδικής hard 'n' heavy σκηνής. Το συγκρότημα είχε κυκλοφορήσει δυο χρόνια πριν, το 2001, το ντεμπούτο του με τίτλο "Hypnotica". Έτσι, λοιπόν, μετά από τόσα χρόνια που το συγκεκριμένο cd ήταν δυσεύρετο, η Lion Music μας το προσφέρει ξανά σε περιορισμένη digipack έκδοση.

Το κομμάτι που ανοίγει το "Trading Souls" είναι το εκπληκτικό "One In A Million". Σφιχτοδεμένο hard rock τραγούδι με κάποιες bluesy πινελιές και πιασάρικο ρεφραίν. Πραγματικά εντυπωσιακή αρχή! Στο "Pay Back Time" συνεχίζουμε με ακόμη ένα δείγμα ποιοτικού hard rock για να πέσουν λίγο οι ρυθμοί με την πολύ καλή μπαλάντα που ακολουθεί ("Teenage Deadhead"). Ωραία μελωδία, πολύ καλές ενορχηστρώσεις και σφιχτοδεμένες ερμηνείες σε ένα από τα καλύτερα τραγούδια του album! Πιο heavy ρυθμοί ξανά στα "Big World, Little Man" και "You" για να έρθουμε στο "Perfect Singularity" (το αγαπημένο μου κομμάτι μέσα από το "Trading Souls"). Από τα υπόλοιπα τραγούδια του δίσκου ξεχώρισα την εκπληκτική αλά Whitesnake μπαλάντα "Did You Ever Love Me" και το πιασάρικο "Back In The Lights".

Κλείνοντας αυτήν την κριτική και σαν επίλογο θα έλεγα πως το "Trading Souls" είναι ένα πολύ δυνατό άλμπουμ με καλοπαιγμένα τραγούδια, έξυπνες ενορχηστρώσεις και το βασικό χωρίς να γίνεται βαρετό. Για τους λάτρεις της μελωδικής hard 'n' heavy σκηνής των 80s και 90s το "Trading Souls" είναι απαραίτητο για την δισκοθήκη σας.


 Βασίλης Χασιρτζόγλου

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

JUDAS PRIEST: “Point Of Entry”



Προς απογοήτευση πάρα πολλών, τελικά ο κόσμος δεν είναι ιδανικά πλασμένος, και ούτε θα έπρεπε να είναι. Έτσι και ο χώρος της μουσικής και - δη της μουσικής βιομηχανίας - είναι γεμάτος από καλλιτεχνικές παρουσίες και δίσκους, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι πως θα ήταν ο κόσμος της μουσικής χωρίς αυτούς. Ένα τέτοιο αμφίβολο δημιούργημα είναι και ο έβδομος στούντιο δίσκος των Judas Priest το “Point Of Entry”.
Πραγματικά δεν θα μπορούσα να βρω ένα πιο διφορούμενο και αμφισβητήσιμο άλμπουμ της σκληρής μουσικής από αυτό. Δεν σκοπεύω να μπω στην διαδικασία να τεκμηριώσω το πόσο καλός ή κακός είναι ο δίσκος αυτός. Άλλωστε το πόσο αρέσει ή δεν αρέσει ένας δίσκος είναι μια καθαρά υποκειμενική υπόθεση που εξαρτάται από μυριάδες προσωπικούς λόγους. Εγώ προσωπικά δεν τον συγκαταλέγω ούτε στους αγαπημένους δίσκους, ούτε και σ αυτούς που καθόρισαν το μουσικό ιδίωμα της σκληρής μουσικής. Παρόλο αυτά τον κοιτάζω και τον ακούω με ιδιαίτερη συμπάθεια.
Είναι διαφορετικός σε σχέση με τον καταπέλτη των Priest “Britsh Steel” του 1980 που προηγήθηκε, και το “Screaming for Vengeance” του 1982 που ακολούθησε. Από κάποιους το “Britsh Steel” σηματοδοτούσε το τέλος της πρώιμης/πρώτης περιόδου του συγκροτήματος ενώ το “Screaming for Vengeance” σηματοδοτούσε την αρχή της ώριμης/δεύτερης περιόδου. Το  “Point Of Entry” βρισκόταν στην μεταβατική στιγμή των δύο αυτών περιόδων, παρόλο που το  “Point Of Entry” δεν κέρδισε ποτέ την ανάλογη ραδιοφωνική υποδοχή, παραμένει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα άλμπουμ της μπάντας.
Στο  “Point Of Entry”, που κυκλοφόρησε το 1981, υπήρχαν στοιχεία που δεν βρισκόταν στο “Britsh Steel” και δεν χρησιμοποιήθηκαν στο “Screaming for Vengeance”. Ακούστε την συνοπτική και ευρηματική κιθαριστική εισαγωγή του "Turning Circles" ή τον φάνκυ ρυθμό του "You Say Yes" και θα καταλάβετε τι εννοεί ο ποιητής.
Η κυκλοφορία αυτή έχει μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τον καθιστούν αξιομνημόνευτο. Καταρχήν ο δίσκος εσωκλείνει την εμπειρία που απέκτησε το συγκρότημα από την επιτυχία στον ραδιόφωνο των δύο single του “Living After Midnight” και “Breaking The Law” του προηγούμενου δίσκου “British Steel”, οπότε προσπάθησαν να κινηθούν σε αυτή την τροχιά και με το “Point Of Entry”.
Η ηχογράφηση του δίσκου τους βρίσκει στο νησί της Ίμπιζα. Ο ζεστός ήλιος και τα φτηνά ποτά λειτούργησαν καταλυτικά στην σύνθεση και την εκτέλεση των τραγουδιών. Και για αυτό ο κόσμος το υποδέχτηκε με ανάμεικτα αισθήματα, γιατί συμπερασματικά ήταν διαφορετικός από αυτό που ο κόσμος περίμενε από αυτούς. Ήταν ένα πείραμα, επειδή η πλειονότητα του υλικού ήταν ήδη έτοιμο πριν μπουν στο στούντιο, όπως σημειώνεται στο βιβλιαράκι της remastered έκδοσης του δίσκου.
Το δεύτερο περίεργο είναι πως κυκλοφόρησε όχι με δύο, αλλά με τρία διαφορετικά εξώφυλλα. Το γνωστότερο, που απεικονίζει ένα ηλιοβασίλεμα ενώ ένα - μάλλον - διαστημόπλοιο μπαίνει στην ατμόσφαιρα. 
Το συγκεκριμένο χρησιμοποιήθηκε για τις κυκλοφορίες του δίσκου στην Ευρώπη, στην Ιαπωνία, στο Ενωμένο Βασίλειο, στην Ολλανδία και στην πρώην Γιουγκοσλαβία. 
Το δεύτερο, που  φιλοξενήθηκε στην αμερικάνικη κυκλοφορία του άλμπουμ απεικονίζοντας μια ξεδιπλωμένη στοίβα λευκού χαρτιού εκτύπωσης να προσομοιώνει την γραμμή ενός δρόμου να χάνεται μέσα στην έρημο. Και το τρίτο εξώφυλλο, που είναι παρόμοιο με το πρώτο, μόνο που το εικαστικό καθρεφτίζεται ανάποδα με το διαστημόπλοιο να έχει φορά από κάτω προς τα πάνω. 
Αυτή ή εκτύπωση αποτυπώθηκε στην κυκλοφορία, που προοριζόταν για την αγορά της Νότιας Αφρικής. Προφανώς εδώ έχουμε να κάνουμε με τον χαρακτηριστικό και κλασσικό δαίμονα του τυπογραφείου. Για τα πρακτικά να αναφέρουμε, ότι υπεύθυνος για το δημιουργικό κομμάτι των εξώφυλλων ήταν και στις δύο περιπτώσεις ο Roslov Szaybo.
Ο δίσκος επιπλέον κυκλοφόρησε remastared το 2001 περιέχοντας δύο bonus tracks: την ζωντανή εκτέλεση του "Desert Plains" και το "Thunder Road", που προοριζόταν αρχικά για τον δίσκο Ram It Down.
Το να αναλύσω απλώς το track listing και τα τραγούδια ένα προς ένα, δεν θα είχε και τόσο νόημα. Θέλω όμως προσπαθήσω να το κάνω συνδυαστικά γράφοντας τις απόψεις και τις εντυπώσεις, που αφήνουν τα τραγούδια. Καταρχήν πρέπει να πούμε πως η παραγωγή του Tom Allom αποσκοπούσε στο να “στήσει” τραγούδια για το ραδιόφωνο. Αυτό είναι κάτι που μπορείς να το αντιληφθείς αμέσως σε σύγκριση με το “British Steel”. Τα χαρακτηριστικά Priest στοιχεία βέβαια υπάρχουν και εδώ. 
Τα φωνητικά του Rob Halford είναι αμέσως αναγνωρίσιμα, όπως και οι κιθαριστικές επιθέσεις των Glenn Tipton και K.K. Downing. Με την μόνη διαφορά πως δεν είναι τόσο heavy και εντυπωσιακά όπως στον προκάτοχό τους και το ίδιο ισχύει και για την ανάπτυξη των σόλο στο άλμπουμ, παρόλο αυτά τα κιθαριστικά μέρη είναι αξιοπρεπέστατα. 
Αμέσως ξεχωρίζει το γεγονός πως το άλμπουμ κατά κύριο λόγο περιέχει mid tempo τραγούδια. 
Για αυτόν κυρίως τον λόγο ο δίσκος αυτός δεν είναι ο πιο αγαπημένος ανάμεσα στους σκληροπυρηνικούς οπαδούς τους συγκροτήματος. Από καθαρά άποψη παραγωγής το άλμπουμ περιέχει τον διαυγέστερο ήχο κιθάρας και ντραμς από σχεδόν όλα τα άλμπουμ των Priest. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για τα κρυστάλλινα και “χαλαρά” φωνητικά του Metal God, Rob Halford, που εδώ παρουσιάζεται στα καλύτερα του.
Η συγκεκριμένη κυκλοφορία έβγαλε τρία sinlge: το "Heading Out to the Highway", "Don't Go" και "Hot Rockin' ", τα οποία συνοδεύτηκαν με τα αντίστοιχα video clip. Το "Heading Out to the Highway" είναι ένα τραγούδι που παίζεται στις συναυλίες των Priest, από τότε που κυκλοφόρησε μέχρι σήμερα. Το ίδιο ισχύει και για το "Hot Rockin". Το “Solar Angels” παιζόταν στην "Re-united" περιοδεία τους το 2005, ενώ αυτό ήταν το εναρκτήριο τραγούδι στις συναυλίες τους στην περιοδεία World Wide Blitz του 1981, που πραγματοποιήθηκε για την υποστήριξη του “Point Of Entry”.
Είναι αναμφισβήτητο πως ο δίσκος έχει δυνατά τραγούδια: όπως – κατά την ταπεινή μου γνώμη - το "Hot Rockin' ", το “Solar Angels”, το "Desert Plains", ενδιαφέροντα τραγούδια όπως: το "Turning Circles" και το "You Say Yes", κλασσικά Priest τραγούδια όπως: το "Heading Out to the Highway", και επίσης χαριτωμένα - για να μην τα χαρακτηρίσω μέτρια - τραγούδια όπως: το “All The Way” και το “On The Run” και το “Troubleshooter” και το "Don't Go" ,που είναι για μένα οι πιο αδύναμες και αδιάφορες στιγμές του δίσκου.
Το "Heading Out to the Highway" ανοίγει τον δίσκο αξιοπρεπώς δίνοντας ένα καθαρά Priest στίγμα. Έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν το συγκρότημα γνωστό και αγαπητό. Δυνατό riff, ταξιδιάρικο θέμα, φωνητικά που βάζουν την τελική σφραγίδα και πιασιάρικο θέμα.
Το δεύτερο κομμάτι, το "Don't Go", είναι μάλλον από εκείνα τα κομμάτια που κάλλιστα ξέμειναν και δεν μπήκαν στο “Rocka Rolla” και θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα και ένα αποτυχημένο filler. Ξεπερασμένος ήχος και “α-τυπικό” για τους Priest για το επίπεδο των συνθετικών τους δυνατοτήτων, που κατάφεραν να φτάσουν εκείνη την εποχή μετά τις συνθέσεις του British Steel.
Τα πράγματα αρχίζουν να βελτιώνουν με το τρίτο κομμάτι του δίσκου, το "Hot Rockin' ". Θα το θεωρούσα ακόμα και highlight του δίσκου και είναι απορίας άξιο γιατί δεν ανοίγει τον δίσκο. Ξεχωρίζει με την δυναμικότητα του, το κοφτερό του ριφ και τα επιθετικά του φωνητικά. Σίγουρα το τοποθετώ πάνω από τον μέσο όρο των υπόλοιπων τραγουδιών και από τα τραγούδια εκείνα που συνεχίζεις και τα σιγοτραγουδάς και αφού τελειώσεις το άκουσμα του δίσκου…
Για το "Turning Circles" οι απόψεις διίστανται. 
Είναι για μένα ένα ιδιαίτερο τραγούδι και από τις όμορφες στιγμές του δίσκου. Πολλοί υποστηρίζουν πως ξεφεύγει κατά πολύ από τον κλασσικό ήχο των Priest και ως ένα σημείο να έχουν δίκιο. Βέβαια τα Priest στοιχεία είναι εδώ και βασιλεύουν, όμως τα μέλη του σχήματος τα προσέγγισαν με έναν τρόπο εναλλακτικό. Ακόμα και η εισαγωγή και τα ριφ θα μπορούσαν να ανήκουν σε ένα οποιοδήποτε άλλο εναλλακτικό  συγκρότημα. 
Μέσα σε όλα αυτά όμως το αποτέλεσμα κρίνεται ικανοποιητικότατο.
Το "Desert Plains" είναι ένα από τα εμπορικά κομμάτια του δίσκου, ίσως το πιο εμπορικό του δίσκου. Παραμένει όμως ένα καταπληκτικό τραγούδι με σωστή δομή και με ένα από τα καλύτερα κιθαριστικά ριφ του K.K. Downing και του G.Tipton με μια διακριτική blues χροιά. Η ζωντανή εκτέλεση του τραγουδιού , που περιέχεται σαν bonus στην επανακυκλοφορία του 2001 είναι  πραγματικά όλα τα λεφτά και παρουσιάζει το τραγούδι στις διαστάσεις που του αρμόζουν: με απόλυτη ενέργεια, ορμή και καταιγισμό.
Το βαρύτερο τραγούδι είναι το “Solar Angels”. Ένα από τα δυνατά σημεία του δίσκου με τα καθαρά και γεμάτα αίσθημα φωνητικά του Halford και το υπέροχο σόλο. Ξεκινάει με μια ισοπεδωτική εισαγωγή ,για να καταλήξει σε ένα ογκώδες μέταλ τραγούδι. Σίγουρα ένα από τα τραγούδια που θα κινούσαν το ενδιαφέρον οποιοδήποτε οπαδού της σκληρής μουσικής.
Τα παραπάνω τραγούδια είναι αυτά πραγματικά που ξεχωρίζουν από τον δίσκο τούτο και πιστεύω πως περισώζουν την ποιότητά του και την αξία του. Τα υπόλοιπα τέσσερα τραγούδια του δίσκου "You Say Yes", “All The Way”, “Troubleshooter” και “On The Run” θα χαρακτηρίζονταν απλώς αξιοπρεπείς συνθέσεις από συγκροτήματα της κλάσης των Bon Jovi ή των Cinderella (και ας με συγχωρέσουν οι οπαδοί!), αλλά όχι των Priest. Για τα μέτρα και τα σταθμά των Priest, έχοντας ήδη ένα British Steel στις πλάτες τους, αυτά χαρακτηρίζονται μέτρια, άνευρα, προβλέψιμα και ακίνδυνα...
Για να κλείσουμε με το θέμα  “Point Of Entry”, η ιστορία της μουσικής δεν υπήρξε ιδιαίτερα καλή και ευγενική μαζί του όπως έπραξε με άλλα τους άλμπουμ. Εκεί όμως που υστερεί σε βαρύτητα και σκληράδα, υπερτερεί σε ευρηματικότητα και δημιουργικότητα
Πραγματικά δείχνει μια πνευματώδη πλευρά του συγκροτήματος που δε θα την δούμε σε άλλες δουλειές τους. Σαφώς η παραγωγή είναι εξαιρετική, η δουλειά που έγινε στις κιθάρες υποδειγματική και η φωνητική επίδοση του Halford άνετη και αριστουργηματική. Άμα ξεκινήσει κανείς τον δρόμο των Priest, το “Point Of Entry” είναι πραγματικά μια αξιόλογη στάση.
Σταύρος Καραΐσκος

THE OFFSPRING: “Days Go By”

Δύσκολη περίπτωση οι The Offspring, ειδικά όταν έχεις ουσιαστικά μεγαλώσει μαζί τους. Όχι τίποτα άλλο, αλλά όταν έχει συνδυάσει τα μαθητικά σου χρόνια (εποχής γυμνασίου) με αξεπέραστα album όπως “Ignition”, (και κυρίως) “Smash” και “Ixnay on the Hombre”, έχεις πάντα την κρυφή ελπίδα να ξαναδείς αυτό το σχήμα να κυκλοφορεί κάτι ανάλογο.
Από την άλλη, η απλή λογική λέει πως εκείνες οι μέρες έχουν περάσει ανεπιστρεπτί και η άνευ λόγου προσμονή τους, μόνο κακό μπορεί να κάνει, σε πρώτη φάση, στον ακροατή,  και κατ’ επέκταση στο group. Έτσι λοιπόν, έχω προ πολλού αποδεχτεί το γεγονός πως η αναμονή για ένα δίσκο των The Offspring αντάξιο του παρελθόντος, είναι μάταιη.
Η εύκολη λύση για μια κριτική τους εν έτει 2012 είναι η a priori καταδίκη του περιεχομένου του “Days Go By”. Προσωπικά όμως έχω αναπτύξει μια θεωρία για την μετά- Ixnay εποχή των The Offspring. Βγάζουν εναλλάξ καλά album και όσα μεσολαβούν είναι είτε μέτρια είτε με γνώμονα καθαρά κερδοσκοπικό.
Συγκεκριμένα, το “Americana” δεν το θεωρώ κακό μεν, αλλά ήταν τόσο επιτηδευμένα εμπορικό που δε μου άρεσε. Το “Conspiracy of One” από την άλλη, θεωρώ πως διατήρησε μια καλύτερη ισορροπία και ότι ήταν πιο πολύπλευρο. Το “Splinter”, παρότι εμπεριέχει 2-3 πάρα πολύ καλά τραγούδια, ήταν βουτηγμένο στη μετριότητα, ενώ το “Rise and Fall, Rage and Grace” ήταν σαφώς καλύτερο. Έτσι λοιπόν, είναι η σειρά του “Days Go By” να αποτελέσει την ενδιάμεση κυκλοφορία, ή αλλιώς το “πάτημα”, στην περίπτωση που μιλούσαμε για σχέσεις (rebound girl κτλ).
Η νέα δουλειά των The Offspring είναι ίσως η πιο μελωδική τους και συνάμα η πιο pop, αν μου επιτρέπεται ο όρος. Μπορεί να έχει να κάνει με το ότι δεν είναι παιδαρέλια πλέον, οπότε δεν έχουν και την ενέργεια την οποία έβγαζαν μέχρι ενός σημείου. Αν πάρουμε το “Days Go By” μεμονωμένα, χωρίς συγκρίσεις, έχουμε να κάνουμε με έναν ευχάριστο pop rock δίσκο, με λίγες όμως καλές στιγμές.
Πιο αναλυτικά, το “The Future I Now”, που ανοίγει το δίσκο, είναι μια αξιοπρεπέστατη σύνθεση, το “Hurting As One” είναι της sing-a-long λογικής των “Americana” και “Conspiracy of One”, το “Turning Into You” είναι η καλύτερη στιγμή του δίσκου, ενώ το “Dividing By Zero” έχει μια αύρα από τα (πιο) παλιά (πάντα ευπρόσδεκτη).
Από εκεί και πέρα, δύσκολα κάποιος θα θυμάται ύστερα από λίγο καιρό το μέτριο “Secrets of the Underground”, το ανούσιο ομότιτλο κομμάτι, “Days Go By”, την πιο-κοινότυπη-δε-γίνεται μπαλάντα “All I Have Left Is You”, το reggae- like “Oc Guns”, το σαχλό “I Wanna Secret Family (With You)” ή το πραγματικά αδιάφορο “Slim Pickens Does the Right Thing and Rides the Bomb to Hell”. Και μπορεί το “Cruising California” να είναι ολίγον τι καγκουράδικο, αλλά είναι ότι πρέπει για καλοκαίρι και δη, για μαγαζί!
Για τη διασκευή του “Dirty Magic” από το εξαιρετικό “Ignition” του 1992, δεν έχω λόγο να πω κάτι. Παραμένει κομματάρα και αδυνατώ να καταλάβω τη χρησιμότητά του μέσα στο “Days Go By”.
Δεν ξέρω εάν επηρεάστηκαν από την εμπορική επιτυχία των Green Day (μπουου!), και θέλησαν να την γευτούν και αυτοί, αλλά είναι δεδομένο πως όταν θέλουν, μπορούν πολύ καλύτερα και ας πέρασαν τα χρόνια. Προσωπικά θα περιμένω το επόμενο πόνημά τους, που, βάσει της θεωρίας μου, θα είναι καλύτερο!

Στέφανος Στεφανόπουλος

Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

PATTI SMITH: “Banga”



Η πιο συναρπαστική ιέρεια της ροκ μουσικής επιστρέφει δισκογραφικά μετά από πέντε χρόνια (είχε κυκλοφορήσει το “Twelve” με τις ενδιαφέρουσες διασκευές) με το εξαίσιο “Banga”.
Ο τίτλος του δίσκου προέρχεται από τον σκύλο που είχε ο Πόντιος Πιλάτος στο βιβλίο του Bulgakov, με τίτλο“Master And Margarita” και η PATTI SMITH δίνει με το συγκεκριμένο album άλλη μία μαγική κατάθεση ψυχής. Οι εκπλήξεις και οι “αφιερώσεις” βρίσκονται παντού αρχίζοντας με την συμμετοχή των παιδιών της, Jesse και Jackson Smith στο πιάνο και την κιθάρα αντίστοιχα. Ο κιθαρίστας Tom Verlaine των θρυλικών Television δίνει το δικό του χρώμα σε δύο τραγούδια ενώ ο διάσημος ηθοποιός Johnny Depp “ταπεινώνεται” και παίζει κιθάρα στο “Nine” αλλά και τύμπανα στο ομότιτλο κομμάτι του δίσκου. Οι δυνατές συμμετοχές κλείνουν με την ενεργή παρουσία  παλιών και καλών συνεργατών της PATTI SMITH, δηλαδή των Lenny Kaye (κιθάρα), τον Jay Jay Dougherty (ντραμς) και τον Tony Shanahan (μπάσο) ενώ και οι τρεις παραπάνω κύριοι έχουν βοηθήσει στην παραγωγή του album.
Άκρως γοητευτικά το “April Fool”, το “Amerigo” που αναφέρεται στον τον Amerigo Vespucci, το μελωδικό και λιγάκι ψυχεδελικό σε ύφος Doors, "Tarkovsky (The Second Stop is Jupiter)" αλλά και το εξαιρετικό ομότιτλο κομμάτι. Μεγάλες στιγμές του “Banga” είναι η διασκευή στο υπέροχο “After the Gold Rush” του Neil Young από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70, το γαλήνιο “Maria” αλλά και το μελαγχολικό “This Is The Girl” που είναι αφιερωμένο στην αδικοχαμένη Amy Winehouse. Στο “Fuji-Sun”, η PATTI SMITH αποδεικνύει περίτρανα πόσο συναισθηματικός καλλιτέχνης είναι, αφού τραγουδά λυτρωτικά για τα θύματα του περσινού γιαπωνέζικου σεισμού.
Το “Banga” κατορθώνει να απορροφά τους εσωτερικούς υπαρξιακούς κραδασμούς που συνήθως έχουμε και περιγράφει ποιητικά καταστάσεις και αισθήματα με μοναδική σοφία. Όσοι αγαπάτε τις εσωστρεφείς μελωδίες και τις αυτοβιογραφικές ερμηνείες πρέπει να περιπλανηθείτε άμεσα στο περίεργο μουσικό ταξίδι της PATTI SMITH και να μυηθείτε στο δικό της ναό την μυστήρια ομορφιά που προσφέρουν οι συνθέσεις της.

Φώτης Μελέτης

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2012

WHOCARES: “The Compilation”


Οι WhoCares σχηματίστηκαν το 2011 ως ένα project με φιλανθρωπικούς σκοπούς. Συνιδρυτές υπήρξαν δύο από τους μεγαλύτερους ζωντανούς θρύλους της σκληρής ροκ μουσικής, ο Ian Gillan και ο Tony Iommi. Σκοπός τους υπήρξε η βοήθεια στην ανακατασκευή και λειτουργία της μουσικής σχολής στο Gyumari της Αρμενίας κι έτσι κυκλοφόρησαν το σχετικό single. Οι δυο μουσικοί όμως αποφάσισαν να κάνουν μια πιο πλήρη κυκλοφορία φέτος ως δώρο στους αφοσιωμένους οπαδούς τους. Κλασσικά κομμάτια, σπάνιο αλλά και ακυκλοφόρητο υλικό μπήκε στο πολυαναμενόμενο "The Compilation".
Στα δύο κομμάτια των WhoCares που ανοίγουν το κάθε cd, έχουμε συμμετοχές από Jon Lord, Linde Lindstrom, Nicko McBrain και Jason Newsted. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει επίσης το “Zero the Hero” (Black Sabbath), το κομμάτι “Thrased” (συνεργασία Ian Gillan με Iommi, Ian Paice και Roger Glover), το “Get Away” με τον Μ. Ρακιντζή (που μέχρι τώρα δεν υπήρχε σε άλμπουμ του Gillan), το ακυκλοφόρητο “Slip Away” (Tony Iommi με G. Hughes), το “Don't Hold me Back” (Gillan), το “She Thinks It's a Crime” (Ian Gillan) για πρώτη φορά σε cd αφού είχε κυκλοφορήσει ως b-side σε βινύλιο μόνο, το ακυκλοφόρητο “Easy Come,Easy Go” (Repo Depo με Ian Gillan) και το πρώτο μέρος κλείνει με μια ζωντανή εκτέλεση του “Smoke on the Water” των Deep Purple με τον αξεπέραστο R.J.Dio να συμμετέχει στα φωνητικά μαζί με τον Ian.

Στο δεύτερο μέρος και μετά το κομμάτι των WhoCares έχουμε το “Anno Mundi” (Black Sabbath), για πρώτη φορά σε cd το “Let it Down Easy” (Tony Iommi με G. Hughes), το επίσης πρώτη φορά σε cd (υπήρχε ως 7” single) “Hole In My Vest” (Ian Gillan), το “Can't Believe You Wanna Leave Me” (συνεργασία Gillan, Glover και Dr John), το “Can I Get A Witness” (Ian Gillan and the Javelins), το “No Laughing In Heaven” (Garth Rockett and the Moonshiners), μια ακυκλοφόρητη ζωντανή ακουστική εκτέλεση στο ραδιόφωνο του “When A Blind Man Cries” και τέλος το “Dick Pimple” (Deep Purple).

Χορταστικό υλικό που σίγουρα δεν πρόκειται να χάσει κανένας από τους φανατικούς οπαδούς τους και συλλέκτες των μουσικών τους έργων. Στους υπόλοιπους δε νομίζω ότι έχει κάτι ιδιαίτερο να δώσει αυτή εδώ η συλλογή και σίγουρα δεν μπορεί να συγκριθεί με οποιοδήποτε ολοκληρωμένο έργο είτε των Sabbath, είτε των Purple. Δεν είναι αυτός όμως  ο λόγος της κυκλοφορίας της, αλλά το να συμπληρώσει την δισκογραφία των δύο καλλιτεχνών, κάτι που καταφέρνει με μεγάλη επιτυχία.


STRATOVARIUS: “Under Flaming Winter Skies- Live In Tampere”



Ομολογουμένως οι συμπαθείς Φιλανδοί power metallers, Stratovarius, έχουν περάσει πάρα πολλά τα τελευταία χρόνια. Μια ο πλήρης αποσυντονισμός ελέω Tolkki, η (δικαιολογημένη) φυγή του από το σχήμα και η αντικατάσταση από τον (ταλαντούχο) Matias Kupiainen, ο νέος μπασίστας στην πορεία (Lauri Porra) και πιο πρόσφατα, η ασθένεια και εν τέλει η αποχώρηση του Jorg Michael που φέρνει στη θέση του τον Rolf Pilve, πίσω από τα drums, συντελούν σε μια αλληλουχία γεγονότων που δεν έχουν αφήσει σε ουσιαστική ησυχία τη μπάντα.
Πέρα λοιπόν, του ότι με όλες αυτές τις αλλαγές, ο μέσος όρος ηλικίας του group μειώθηκε αισθητά, οι Stratovarius καλούνται συνεχώς να αποδείξουν πως δεν πρόκειται για μια χαμένη υπόθεση και μέχρι στιγμής κινούνται στο σωστό δρόμο (ειδικά με το περσινό “Elysium”), άσχετα εάν δε γίνεται ο ανάλογος ντόρος που γινόταν γύρω από το όνομά τους τις προηγούμενες δύο δεκαετίες.
Το “Under Flaming Winter Skies- Live In Tampere” έρχεται σε μια σωστή χρονικά περίοδο, μιας και σηματοδοτεί το τέλος μια πενταετίας γεμάτο προβλήματα ενώ παράλληλα αποτελεί και την τελευταία ηχογραφημένη συμμετοχή του Jorg Michael. Και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να θέτεις νέες αφετηρίες, από ένα ζωντανά ηχογραφημένο album.
Το θέμα όμως με το “Under Flaming Winter Skies” είναι πως είναι λειψό! Διπλό cd, είκοσι τραγούδια και παρόλα αυτά δε συναντάται κανένα από τις τρεις πρώτες δουλειές τους (οκ, αυτό είναι κάπως λογικό, μιας και τότε δεν τραγουδούσε καν ο Kotipelto και εδώ που τα λέμε δεν υπήρχε κανείς από το σημερινό σχήμα), όπως και από τα “4th Dimension”, “Destiny” και “Stratovarius”.
Για την ακρίβεια έχουμε δύο συνθέσεις από το “Elysium” (“Under Flaming Skies”, “Darkest Hours”), δύο από το “Polaris” (“Deep Unknown”, “Winter Skies”), μια από κάθε “Elements” album (“Eagleheart”, “I Walk to My Own Song”), μια από το “Infinite” (“Hunting High and Low”), έξι (!) από το “Visions” (“The Kiss of Judas”, “Black Diamond”, “Legions”, “Paradise”, “Coming Home”, “Visions”) δύο από το “Episode” (“Father Time”, “Speed of Light”), ενώ συναντώνται και διασκευές στα “Burn” (Deep Purple) και “Behind Blue Eyes” (The Who). Τέλος, την κυκλοφορία συμπληρώνουν ένα guitar, ένα bass και ένα keyboard solo.
Είναι μυστήριο λοιπόν το πώς κατάφερε μια μπάντα με τόσο πλούσια δισκογραφία  να κυκλοφορήσει ένα τόσο ελλιπές live. Τόσα τραγούδια από το “Visions” ούτε στην περιοδεία του δεν έπαιζαν (που λέει ο λόγος)! Και όχι, δε με χαλάνε καθόλου οι προσθήκες των “Legions”και “Coming Home”, αλλά αντί για τα solo και τις (μέτριες) διασκευές, θα προτιμούσα περισσότερο και καλύτερο υλικό. Τι να το κάνω το “Winter Skies” σα μπαλάντα, όταν έχεις τόσες καλύτερες (και δεν εννοώ μονάχα το “Forever”); Και μην ακούσω τη δικαιολογία του στυλ “δεν ήθελαν να παίζουν τα ίδια και τα ίδια”, διότι καμία πρωτοτυπία δε φέρει το setlist και η μόνη “έκπληξη” είναι το ότι παραγκωνίζονται σημαντικά για την ιστορία τους τραγούδια. Και δεν έχω καμία ένσταση με τις πιο πρόσφατες συνθέσεις. Μάλιστα θα θεωρούσα πιο λογική την ύπαρξη μιας ή δύο ακόμα από το “Elysium”.
Εκτελεστικά είναι (όπως αναμενόταν) αρτιότατο. Βέβαια, το ότι ανάμεσα στα κομμάτια ο Kotipelto μιλάει (όπως είναι λογικό) μονάχα στα φιλανδικά, είναι κάπως περίεργο, αλλά στην τελική δεν αποτελεί και ιδιαίτερο πρόβλημα. Το θετικό του “Under Flaming Winter Skies” είναι πως πρόκειται για το δεύτερο, επίσημο, live album του group, ύστερα από αρκετά χρόνια. Το αρνητικό είναι πως δεν απευθύνεται στο ευρύ κοινό και στην προσπάθειά του να προσεγγίσει κόσμο δίνοντας βάρος στον πιο επιτυχημένο δίσκο των Stratovarius, χάνει την ουσία. Fans only, λοιπόν!

Στέφανος Στεφανόπουλος

Κυριακή 1 Ιουλίου 2012

MANOWAR: “The Lord of Steel”


Αυτή είναι μία από τις ελάχιστες φόρες, ίσως η μοναδική φορά θα έλεγα, που η παρουσίαση μιας δουλειάς μου είναι τόσο δύσκολη στο να την περιγράψω ή χοντρικά να την κριτικάρω αν το θέλετε. Μιας και νιώθω τεράστια ευθύνη και δέος σε μια μπάντα που μου έχει στιγματίσει το παρελθόν, όχι μόνο σε μουσικοmetalικό επίπεδο, αλλά και σε προσωπικό!
Manowar… μια epic metal μπάντα που έχει θανάσιμους εχθρούς, αλλά και ορκισμένους με αίμα και πράξεις οπαδούς, που θα έκαναν τα πάντα για την εξ Αμερικής τετράδα! Ιδιαίτερα εδώ στην Ελλάδα, τα πράγματα μια εποχή ήταν πολύ σοβαρά, όσον αφορά τη μουσική της μπάντας, τους Manowarάδες και το ποιοι ήταν ικανοί να ονομάζονται έτσι και γενικά υπήρχε και είχε δημιουργηθεί μια αίσθηση… ή καλύτερα θα έλεγα ένας κύκλος ελιτιστικός και ιδιαίτερος ο οποίος διαχώριζε τους Manowar, ακόμη κι απ’ ολόκληρο το φάσμα του metal.

Και για να σας το κάνω πιο λιανά και ν’ ακουστώ αξιοκρατικός ώστε να μη με παρεξηγήσετε ούτε οι μεν αλλά ούτε και οι δε, πριν προχωρήσω στη παρουσίαση του “The Lord of Steel” θα πρέπει να παραδεχτώ πως κι εγώ ήμουν/είμαι ακόμη, ένας φανατικός οπαδός των Manowar αλλά και όλου του είδους, που μαζί με άλλες μπάντες λίγο ή πολύ δημιούργησαν, όμως ταυτόχρονα παραδέχομαι ότι τα τελευταία τους 3 άλμπουμ τουλάχιστον ήταν μια κοροϊδία, με πρόσβαλαν και τέλος πάντων ήταν μια μετριότητα η οποία δεν αρμόζει σε μια μπάντα του διαμετρήματος των Manowar!

Στο ψητό τώρα, το οποίο ονομάζεται “The Lord of Steel”. Η αλήθεια είναι πως ήμουν αρκετά προκατειλημμένος, μιας και όπως είπα οι τρεις τελευταίες δουλειές τους δεν ήταν κατά τη γνώμη μου άξιες λόγου, αλλά ξεκινώντας ο δωδέκατος δίσκος τους, μου δημιούργησε ένα μικρό χαμόγελο που είχε τις ρίζες του σε δύο αιτίες.

Πρώτον με πήγε αρκετά πίσω, στη τελευταία φορά που είχα αγοράσει το “Louder than Hell” την τότε καινούρια δουλειά της μπάντας, θυμίζοντας μου επίσης και κάθε φορά που αγόραζα με θυσίες κάποιο σπάνιο βυνίλιο και έβαζα τη βελόνα πάνω του περιμένοντας με αγωνία τις πρώτες νότες. Και δεύτερον γιατί αν και το “The Lord of Steel” δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, δεν είναι και μάπα!

Θα με ρωτήσετε αν αυτό περίμενα από την αγαπημένη μου μπάντα. Όχι, για να είμαι ειλικρινής, αλλά ανάμεσα στα δέκα κομμάτια βρήκα αρκετές ενδιαφέρουσες στιγμές, όπως γρήγορες κιθάρες στα μούτρα (“The Lord of Steel”) συνοδευόμενες από “drums of doom” και επικότατους ρυθμούς! Γιατί, η αλήθεια είναι πως περίμενα όλες εκείνες τις μονοδιάστατες κιθάρες που παίζω κι εγώ που είμαι άσχετος! Α, τώρα που είπα “drums of doom”, o Donnie Hamzik πήρε τη θέση του πρόωρα χαμένου Scott Columbus και θα έλεγα ότι τα καταφέρνει μια χαρά!

Anyway, συνεχίζοντας, τα πράγματα έδειξαν να σκουραίνουν και τα κλισέ και βαρετά “Manowarriors”, “Born in a Grave”, “Righteous Glory”, άρχιζαν να με αποθαρρύνουν. Ιδιαίτερα το δεύτερο, ήταν ανέμπνευστο και ξεπατίκωμα από παλαιότερα κομμάτια!

Όμως όταν άκουσα το “Touch the Sky” έπαθα πλάκα! Φρέσκο, επικό, πιασάρικο, απλό βέβαια, αλλά και πολύ Manowar αν αντιλαμβάνεστε τι θέλω να πω! Κομμάτι που θα έπρεπε να έχουν βγάλει εδώ και χρόνια! Τι να πω… κόλλησα!

Οκ δεν θα κρίνω θετικά ένα δίσκο από ένα μόνο κομμάτι, αλλά σε γενικές γραμμές το “The Lord of Steel” περιέχει πραγματάκια που θα σε κρατήσουν σε αντίθεση με τις προηγούμενες κυκλοφορίες τους και αυτό παίζει κάμποση σημασία σωστά;

Παραδείγματα, το αργόσυρτο “Black List”, το γρήγορο powerάδικο “El Gringo”, το “Annihilation” με τις γρήγορες και κοφτές κιθάρες, ή έστω το “Hail, Kill and Die”! Καλά, καλά μου βγήκε ο υποκειμενικός Manowarισμός μου τώρα, αλλά μάγκες, αν και δεν έχουμε να κάνουμε με άλλο ένα “Sign of the Hammer” ή “Kings of Metal”, το “Lord of Steel” μπορεί να σταθεί μουσικά στα πόδια του και αυτό είναι πολύ βασικό.

Με λίγα λόγια αρκετά κομμάτια θα ήθελα ν’ ακούσω live και μ’ άρεσαν ειλικρινά. Και πριν στραβομουτσουνιάσετε ορισμένοι θυμηθείτε πως οι Manowar, δεν είναι το μόνο από το χρόνο “γερασμένο” συγκρότημα που ζητάμε πολλά έτσι; Άσχετα αν έπρεπε να μας δώσουν κάτι παραπάνω (οκ πολύ παραπάνω!), δεν θα αποτρέψω κανένα από την απόκτηση αυτού του δίσκου, μα και από την άλλη μεριά, πάντα θα τους εύχομαι… και εις ανώτερα!!

Συμπερασματικά και με ακόμη λιγότερα λόγια, η απόκτηση του “The Lord of Steel” είναι καθαρά δική σας ευθύνη!

Μιχάλης Κανακουσάκης

FATES WARNING: “Inside Out”



Το να αποπειραθεί κανείς να ερμηνεύσει την επιδραστικότητα των Fates Warning στο Progressive metal μοιάζει με προσπάθεια μαθητή του δημοτικού να διδαχθεί πόσο ζωτικής σημασίας είναι ο ήλιος για την ζωή στην γη. Βασικές και αδιαμφισβήτητες γνώσεις που αποκτούμε όλοι στα πρώτα βήματά μας στο σχολείο του Heavy Metal.
Οι Fates κυκλοφόρησαν το “Inside Out” πίσω στο 1994, τρία χρόνια μετά το αξεπέραστο (από κάθε άποψη) “Parallels” και ακούγεται σαν την φυσική του συνέχεια σε ευρύτερες (περισσότερο “εμπορικές”)  progressive φόρμες, αλλά και με κάποιες απώλειες στην δύναμη. Όποιο “δάχτυλο” και να κόψεις όμως από την δισκογραφία τους το ίδιο θα πονέσει.  Όπως και με τις προηγούμενες δουλειές τους, επανακυκλοφορούν το υλικό αφού πέρασε από την διαδικασία του remastering (σε μια μέτρια προς καλή παραγωγή του πρωτότυπου) και αφού πρόσθεσαν χορταστικό extra υλικό (σύνολο 2 cd και 1 dvd).

Κομματάρες όπως τα “Outside Looking In”, “Pale Fire” και “Shelter Me”, δεν ηχογραφούνται κάθε μέρα και πραγματικά μου έχει λείψει αυτή η περίοδος της μπάντας. Για ακόμη μια φορά ο Mark Zonder τα δίνει όλα στα drums και ο Ray Alder εξαγνίζει κάθε ταλαιπωρημένη πτυχή της ψυχής μας υπό το μαγικό μουσικό χαλί που στρώνει το μεγάλο αφεντικό, ο “δικός” μας Jim Matheos, δίνοντας στον τίτλο του άλμπουμ την πραγματική του υπόσταση. Παρόλα αυτά ακόμη και σήμερα το “Inside Out” διχάζει ακόμη και τους ίδιους τους Fates. Ο Alder το είχε επισημάνει ως τον πιο grunge δίσκο της μπάντας (κυκλοφόρησε την εποχή που αυτό μεσουρανούσε) και όλοι τους ήταν μπερδεμένοι με το ύφος που θα ακολουθούσαν. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως μετά την κυκλοφορία του ακολούθησε η αποχώρηση των Joe Dibiase και Frank Aresti.

Πέρα από τον πρώτο ψηφιακό δίσκο που περιέχει το αυθεντικό άλμπουμ, υπάρχει και ένα δεύτερο με 5 live τραγούδια, 5 demo εκτελέσεις, μια μίξη και ένα ακυκλοφόρητο, το “Circles”. To πακέτο συμπληρώνει ένα live dvd από την περίοδο 93-95 με αρκετά επιμέρους extra. Η κυκλοφορία στην Ευρώπη είναι προγραμματισμένη για την 1η Ιουνίου από την Metal Blade.

Αναλυτικά τα περιεχόμενα:
CD1 - INSIDE OUT (re-mastered original album)
Outside Looking In
Pale Fire
The Strand
Shelter Me
Island in the Stream
Down to the Wire
Face the Fear
Inward Bound
Monument
Afterglow

CD2 - LIVE in DÜSSELDORF, GERMANY February 11th 1995
Outside Looking In
Down to the Wire
The Eleventh Hour
Point Of View
Face The Fear
DEMOs/Unreleased
Outside Looking In (demo)
Pale Fire (demo)
Shelter Me(demo)
Island In the Stream (demo)
Face The Fear (demo)
Monument (rough mix)
Circles    (unreleased)

DVD - INSIDE OUT LIVE
Outside Looking In
Pale Fire
The Strand
Shelter Me
Island In The Stream
Down To The Wire
Face The Fear       
Monument        
Afterglow Slide Show
Extras
Live In Still Water    
Through Different Eyes    
Guardian (Mike Portnoy drums) 1
Shades of Heavenly Death
MTV Europe Interview    
Eye to Eye        
Face The Face Of Fear    
Don't Follow Me   
Shortest Fates Warning Show Ever
Guardian (Arch/ Alder duet)

Γιάννης Φράγκος

LIGHTING RUST: “Demo 2012”

Αν κάνω παιδιά κάποια στιγμή στη ζωή μου, σίγουρα θα ήθελα να μοιάσουν στους πιτσιρικάδες από τη Καβάλα!
Μάλιστα οι εν λόγω κύριοι αξίζουν τα προσωπικά μου συγχαρητήρια, αφού αντί να χαζεύουν, προσπάθησαν να μάθουν μουσική και να παίξουν αυτό που αγαπούν, δηλαδή heavy metal! Και δε φτάνει αυτό, αλλά μένουν και μεγαλώνουν στην επαρχία που τα πράγματα κινούνται πιο αργά όπως και να’χει!

Όμως, παίδες, έχετε πολλά ακόμη να μάθετε! Όχι μόνο ως προς το να γίνετε εσείς οι ίδιοι καλύτεροι μουσικοί, αλλά να μεγαλώσετε να λάβετε πολλά ακούσματα, να σπουδάσετε αυτή τη μαγική μουσική, να αποκτήσετε εμπειρίες, να προσπαθήσετε πολύ και μετά να απαιτήσετε ένα συμβόλαιο από μια εταιρεία για παράδειγμα!

Επίσης μεγαλώνοντας θα μάθετε να συνθέτετε καλύτερα και θα έχετε περισσότερες εμπειρίες ώστε να αντλήσετε από εκεί πράγματα που θα σας κάνουν αρεστούς στο κοινό, στο οποίο θέλετε να εντυπωσιάσετε κάνοντας tour και δίνοντας live!

Κοντολογίς το μη τιτλοφορημένο demo σας είναι απλά μια καλή προσπάθεια, σας χειροκροτώ, αλλά έχετε πολλά ακόμη να μάθετε, αν θέλετε να είστε ανταγωνιστικοί σε μια εποχή που όλοι και όταν εννοώ όλοι, εννοώ όλοι, μπορούν να έχουν μια μπάντα και να παίζουν ανεκτή μουσική!

Όπως είπα και παραπάνω, τα “Wasted Generation”, “Bridge of the End” και το “Dead or Dead”, είναι απλά ένα καλό τζαμάρισμα μεταξύ φίλων και μια απλά καλή προσπάθεια! Έχετε υπομονή κι επιμονή και τότε σας υπόσχομαι πως θα δείτε τα σωστά αποτελέσματα!

Μιχάλης Κανακουσάκης

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...