Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Whitesnake: "Flesh & Blood"


Η διαχρονική αδυναμία χιλιάδων ανά την Ελλάδα φανς που ανήκουν στο ηλικιακό φάσμα 17 με 67, καθώς και εκατομμυρίων ανά τον κόσμο, επέστρεψε. Oι Whitesnake κυκλοφόρησαν το 13ο στούντιο άλμπουμ τους, το 3ο μόλις με καινούριο υλικό από το 1997 (δε μετρούν τα “Purple Album” και τα διάφορα liveκαι unplugged), δίνοντας τροφή στα πεινασμένα για κλασσικό ροκ του πάλαι ποτέ αυτιά μας.

Στο σημείο αυτό σχεδόν εξαντλούνται τα καλά νέα.
Γιατί η αλήθεια, ως συνήθως, βρίσκεται στις λεπτομέρειες, τουλάχιστον για όσους είναι πρόθυμοι και συγκεντρωμένοι να τις διακρίνουν.
Ο Coverdale ο ίδιος, στις συνεντεύξεις προώθησης για το “Flesh & Blood”, το είχε πει:
Δεν είχε στο μυαλό του να γράψει καινούριο υλικό, αλλά «ενθουσιάστηκε από τη διάθεση και τη χημεία των καινούριων μελών» και προχώρησε. Εν προκειμένω, αυτό σημαίνει ότι προφανώς προσεφέρθη παχυλό πακέτο από την Rhino, την καινούρια εταιρία διανομής σε Αμερική και Ιαπωνία και ως teaserπροώθησης ολόκληρης της δισκογραφίας των΄Snake και ζήτησαν κάτι καινούριο. Κάπου εκεί μπορεί να εξηγηθεί και αυτή η αλλαγή διάθεσης του Coverdale να ανέβει στη σκηνή με κάτι μουσικά «καινούργιο». «Όλοι δώσαμε ό,τι είχαμε και παραπάνω στη δημιουργία αυτού του άλμπουμ». Αυτό, δυστυχώς, δεν αποδεικνύεται αρκετό.
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων : το σχήμα που με κάποιες παραλλαγές έχει επισκεφθεί τη χώρα μας 3-4 φορές τα τελευταία 16 χρόνια είναι μια πολύ αξιόπιστη tribute band του ένδοξου παρελθόντος του Coverdale και αξίζει να την δει κανείς live, καθώς εκεί μετράνε (και) άλλα πράγματα: οι μνήμες, τα συναισθήματα, η οπτική εμπλοκή, η ένταση και ο ηλεκτρισμός της συναυλίας. Όμως, αν δούμε το “Flesh & Blood” ως δισκογράφημα, τα νέα δεν είναι σπουδαία.



Παρά τη αλαζονο-φιλοδοξία του αγαπημένου μας, εμβληματικά καλοδιατηρημένου 68χρονου – και πλέον, περιστασιακά μόνον καταναλωτή Bushmills – το άλμπουμ του κινείται μεταξύ του υπερπροβλέψιμου, ανολοκλήρωτου και απογοητευτικού, για τους εξής λόγους :
Πρώτον, του λείπουν τα αξιόλογα κομμάτια. Δε ζητά κανείς “Don’t Break My Heart Again”, ούτε “Lovehunter”, αλλά το στιχουργικό αναμάσημα των 15 λέξεων που αποτελούν τους τίτλους των τραγουδιών που συνυπογράφει ο Coverdale, συνοδευόμενο από τις μέτριες ιδέες των δύο κιθαριστών, κάνει το άλμπουμ να μην αντέχει σε σοβαρή αποτίμηση (πόσο τετριμμένος ο τίτλος: “Flesh & Blood” έχουν βγάλει, θυμάμαι πρόχειρα, οι  Poison το 1990 και ο Ted Nugent ένα κομμάτι το 1980, ενώ υπάρχει και η ταινία με τον Rudger Hauer του '85).
Δεύτερον, η αδυναμία των δύο κιθαριστών Reb Beach και Joel Hoekstra να συνθέσουν κάτι που να μπορεί να σηκώσει την ερμηνεία της ιστορικής φωνής του Coverdale πάνω από το σωρό (όπως, λ.χ. συνέβη με το “Love Will Set You Free” τo 2011), είναι προφανής. Φτάνουν κοντά σ’ αυτό που θα λέγαμε ικανοποιητικό filler με τα “Shut Up & Kiss Me”, “Trouble Is Your Middle Name” και “Hey You (You Make Me Rock)”, τα οποία κυκλοφορώντας ανά μήνα στο social media γέμισαν προσδοκίες το κοινό για κάτι ακόμη πιο δυνατό. Αυτά όμως είναι και τα καλύτερα κομμάτια του “Flesh & Blood”.

Τρίτον, είναι πλέον επίσης φανερό ακόμη και στον πιο τουρίστα με την ιστορία της μπάντας ότι οι παραγωγοί Mike Stone και Keith Olsen, καθώς και ο John Kalodner έπαιξαν τον καταλυτικό ρόλο για τη διαμόρφωση της παγκόσμιας εμβέλειας του ονόματος Whitesnake μεταξύ ’84 και ‘90. Αυτοί διάλεγαν τα τραγούδια, φινίριζαν τις ιδέες, υποδείκνυαν το setlist (εδώ, λ.χ., το άλμπουμ ξεκινά με τα δύο μετριώτερα κομμάτια “Good To See You Again” και “Gonna Be Alright”, πράγμα που δε θα επέτρεπε ούτε για αστείο ένας κανονικός παραγωγός), καλλώπιζαν τις διασκευές και φυσικά, έπαιρναν και γενναίο ποσοστό γι’ αυτό. Από τη στιγμή που κοντά στα τέλη των ‘90s ο Coverdale βρέθηκε να διαχειρίζεται μόνος του το brand name των Whitesnake, όλες αυτές οι ειδικές ποιότητες εκλείπουν.
Διαλέγει κιθαρίστες που να τον ακούνε, που όμως σχεδόν ποτέ δεν έχουν να επιδείξουν κάτι πραγματικά εξέχον σε επίπεδο σύνθεσης (ο Reb Beach είναι ως γνωστόν πολύ άξιος παίκτης, αλλά οι καλύτερες συνθέσεις στις οποίες έχει συμμετάσχει ανήκουν στον Kip Winger); Κάπως έτσι, από το “Good To Be Bad” του 2008 και μετά έχει επιστρέψει αυτό το «ηλεκτρικό blues» στοιχείο στα κομμάτια, που στην ουσία σημαίνει : όχι στον υπερηχητικό ήχο (που και η φωνή δεν μπορεί να εξυπηρετήσει), όχι στην αβανταδόρικη μεταλλική κιθάρα που να θυμίζει Sykes, όχι παραγωγός, όλα τα λεφτά (σύνθεση – παραγωγή – διαχείριση) στον θείο.
Όμως, με μισοψημένες ιδέες, τραχιές κιθάρες ανίκανες να χρωματίσουν το ο,τιδήποτε και ένα μάτσο “ooh baby”, “Well I Never, I never, ever, never met another girl like you”, “Always And Forever”, “Heart Of Stone (baby, why did you leave me all alone?)” αυτό που αποκαλύπτεται είναι μια συνειδητή έκπτωση στο πώς ο ίδιος ο Coverdale επεξεργάζεται τη δική του φόρμουλα.
Όπως έχει πρόσφατα πει ο David Lee Roth σε συνέντευξή του στον Joe Rogan«Αν δεν έχεις οργανώσει το πράγμα έτσι ώστε καθημερινά, όποτε βρίσκεται η ευκαιρία, να αποθησαυρίζεις μουσικές ιδέες και στίχους, τότε, όταν θα φτάσει η ώρα να μπεις στο στούντιο, θα σπάς το κεφάλι σου και θα σου έρχονται μόνο φρικτές κοινοτοπίες:
throw my hands in the air– ‘cause just dont care». Αυτό ακριβώς έχει συμβεί και στον Coverdale. 
Συνολικά, η φωνή του Coverdale είναι ευλόγως αποδυναμωμένη και οι κιθάρες φλύαρες, ειδικά όταν προσπαθούν να βγάλουν blues συναίσθημα, με slide και λοιπά. Ο ήχος είναι στο αναγνωρίσιμο, ικανοποιητικό επίπεδο, όμως αυτό σε καμία περίπτωση δεν είναι αρκετό. To“When I Think Of You (Color Me Blue)” είναι μια προβλεπόμενη απόπειρα σε “The Deeper Τhe Love”, που δεν απογειώνεται ούτε αν κάρφωνες τουρμπίνες στη Gibson του Reb, το δήθεν βαρέως ερωτοχτυπημένο “Heart Of Stone” είναι στην ουσία το “Best Days”, σε πιο αργό τέμπο, τα“Well I Never” και “Always And Forever” θα μπορούσαν να είναι κάτι με μουσική ουσία, αν δεν έπασχαν από στίχο για γέλια, ενώ στο εξάλεπτο “Sands Of Time” επαναλαμβάνεται η γνωστή επιδρομή του Coverdale στο ρυθμό του “Kashmir”, με ομολογουμένως όχι σπουδαία αποτελέσματα. Από τα υπόλοιπα δεν μένει πραγματικά τίποτε.
Λίγο μετά την κυκλοφορία του, το άλμπουμ έξυσε τον πάτο του Billboard Hot – 200 (US#131), ενώ έκανε ένα αξιοπρεπές πέρασμα από το αντίστοιχο βρετανικό (UK#7) για μία εβδομάδα. Η περιοδεία τους στην Αμερική, μπορεί και να έχει κάποια σχετική επιτυχία. Πιθανόν, οι εγχώριοι κατά συνήθειαν αποθεωτές των μεγάλων ονομάτων του ροκ να δυσανασχετήσουν. Οι εθισμένοι θα αποκτήσουν σε κάποια μορφή το “Flesh & Blood”, γιατί πρώτα κάνει κουμάντο η συνήθεια και η αφοσίωση και μετά όλα τα άλλα. Όμως δίσκοι όπως το “Flesh& Blood” αφαιρούν, δεν προσθέτουν στο πώς όσοι έχουμε χορτασμένα αυτιά θέλουμε να θυμόμαστε τους ήρωές μας.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...