Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

JAVELIN: “Fragments of The Inner Shadow”


Οι Γερμανοί Javelin αν και σχηματίστηκαν πίσω στο μακρινό 1982 ως μια μπάντα που έπαιζε κλασικό hard rock, κατάφεραν να κυκλοφορήσουν την πρώτη τους δουλειά μόλις το 1997.
Αυτή ήταν ένα ανεξάρτητο EP που περιείχε 5 κομμάτια κι έφερε τον τίτλο “Seasons Of Grey”. Ακολούθησε το 2009 ακόμη ένα EP, το “Dark Broken Land” (επίσης ανεξάρτητο). Έπρεπε να περάσουν 30 ολόκληρα χρόνια από τη δημιουργία τους για να καταφέρουν να υπογράψουν και να κυκλοφορήσουν τελικά μέσω της Pure Underground το πρώτο τους ολοκληρωμένο album.
Ο ήχος των Javelin αποτελεί ένα κράμα αμερικανικού και ευρωπαϊκού παραδοσιακού metal, ενώ τα φωνητικά ακολουθούν πιστά στην πεπατημένη του είδους με ιδιαίτερη έμφαση – σχεδόν εμμονή στις υψηλές, χωρίς να τους λείπει η δύναμη και ο λυρισμός. Το cd περιλαμβάνει 11 καινούργια τραγούδια και επιπλέον ως bonus 2 επαναηχογραφήσεις από τα EP που προαναφέρθηκαν.
Το album μπορεί να μην φέρει την ανάλογη φρεσκάδα για κυκλοφορία του 2013, αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως αυτοί εδώ οι Γερμανοί αγαπούν την μουσική τους και μένουν πιστοί σε αυτή όλα αυτά τα χρόνια και στο ύφος αυτό. Δεν ξέρω πόσο περιθώριο βελτίωσης έχουν ακόμη, μιας και δεν μιλάμε για νεοσύστατη μπάντα, αλλά το ντεμπούτο τους με κέρδισε στα σημεία. Τα κομμάτια που εγώ ξεχώρισα ήταν τα “Lie To Me”, “Captured Under Sand”και “The Arrival”. Για φίλους των Jacobs Dream, των παλιών Iron Maiden και των ακόμη παλιότερων Queensryche.

Γιάννης Φράγκος

NIGHTWISH: “Showtime, Storytime”

Η Anette Olzon πλέον ανήκει στο πλούσιο παρελθόν των Nightwish, με τηνFloor Jansen των Revamp (ή των καλύτερων αλλά πλέον ανενεργών After Forever) να αναλαμβάνει τη θέση που κάποτε κατείχε η αξεπέραστη Tarja.
Νέο υλικό δεν προσέφεραν ποτέ με βιασύνη οι Φιλανδοί, με νέα όμως τραγουδίστρια στη μπάντα δεν μπόρεσαν να αφήσουν την ευκαιρία μιας στοιχειώδους κυκλοφορίας κι έτσι… το “Showtime, Storytime”, το νέο τους live album/DVD είναι γεγονός.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να σημειωθεί ότι η Jansen είναι στην καλύτερη περίοδο της καριέρας της κι αυτό γίνεται αντιληπτό πολύ γρήγορα, σύντομα κατά την ακρόαση του album. Είναι καλύτερη από την προκάτοχο της; 100%. Και μάλιστα με τρομακτική διαφορά. Καλύτερη από την Tarja; Εδώ δεν θα θέσουμε καν δείγμα απάντησης μιας και από την μια υπάρχουν οι ταγμένοι οπαδοί της τελευταίας αναφερόμενης κι από την άλλη αυτοί που ούτως ή άλλως θα επιδοθούν σε πολύωρο debate.
Το setlist που διατίθεται με το “Showtime, Storytime” ποικίλει και δεν αναλώνει την πλειοψηφία του στο τελευταίο album των Nightwish, το “Imaginaerum”.  Το μεγαλύτερο θετικό είναι ότι οποιοδήποτε τραγούδι και αν αναπαράγει το group στο album, αυτό ακούγεται ανανεωμένο, πιο φρέσκο από ποτέ. Από τα 16 κομμάτια δεν υπάρχει εξαίρεση σ’ αυτό, είτε πρόκειται για τα“Bless the Child” ή “Nemo”, είτε για τα “Dark Chest of Wonders” ή“Ghost Love Score”.
Η ποιότητα του “Showtime, Storytime” είναι άμεσα συγκρίσιμη μ’ αυτή του “End of An Era”. Μόνο και μόνο για λόγους τεχνολογικής προόδου (μεσολάβησαν επτά χρόνια άλλωστε) αλλά και εμπειρίας της μπάντας, το πρώτο υπερτερεί σημαντικά. Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται από τις αντιδράσεις του κοινού ενισχύουν ακόμα περισσότερο το αποτέλεσμα μιας και η αποδοχή της Jansen από τον κόσμο είναι τεράστια και με οφθαλμοφανή τρόπο καλύτερη από την αντίστοιχη της Olzon το 2007.
Έχει ανοιχτεί μια μεγάλη ευκαιρία ανανέωσης των Nightwish με την προσθήκη της Floor Jansen στα φωνητικά εν’ όψει του όγδοου δίσκου τους (που υπολογίζεται για κυκλοφορία εντός 2015). Μέχρι τότε υπάρχει σαν διαπιστευτήριο το “Showtime, Storytime”. Μια απόλυτα σωστή κίνηση από το Φιλανδικό συγκρότημα.
Παναγιώτης Πετρόπουλος

ROYAL HUNT: “A Life to Die For”


Το “A Life to Die For” σηματοδοτεί την επιστροφή των μεγάλων Royal Huntστα μουσικά δρώμενα.
Είναι ο δωδέκατος δίσκος των Δανών progressive ρόκερς με τον Αμερικανό τραγουδιστή DC Cooper στα φωνητικά. Ομολογώ πως η προηγούμενη τους κυκλοφορία “Show Me How To Live” μου είχε αφήσει άριστες εντυπώσεις και αποτέλεσε ακόμη ένα διαμαντάκι στην δισκογραφία της μπάντας. Σίγουρα δεν ήταν ένα ακόμη “Moving Target” ή ένα δεύτερο “Paradox”, και τα δυο κλασσικά, αλλά σίγουρα ικανοποίησε στο έπακρο τους φανατικούς οπαδούς της μπάντας!
Έτσι λοιπόν φτάνουμε στο τώρα και στο concept-“A Life to Die For” το οποίο έρχεται να ανοίξει νέους ορίζοντες για την μπάντα, τόσο στιχουργικά όσο και μουσικά, αφού η χρήση συμφωνικών/ορχηστρικών στοιχείων δίνει έναν μεγαλοπρεπή ήχο και μια νέα διάσταση στο τελικό αποτέλεσμα του “A Life to Die For”. Τα Queen στοιχεία είναι και αυτά σε αφθονία και τα εκπληκτικά πλήκτρα του Andre Andersen γεμίζουν ακόμη περισσότερο κάθε στιγμή του άλμπουμ. Ακούστε το φανταστικό και πομπώδες “A Bullet’s Tale” και το πιασάρικο με το ρυθμικότατο ρεφραίν “Running Out Of Tears” και θα καταλάβετε για τι μιλάω!
Γενικά η παρέα του Andre Andersen και του DC Cooper κατάφερε να κυκλοφορήσει ένα ακόμη δυνατό δίσκο ο οποίος περιέχει καλογραμμένα τραγούδια, πολύ καλές ενορχηστρώσεις, έξυπνα hooks & choruses, νέες ιδέες και φανταστικές ερμηνείες από έναν από τους κορυφαίους ερμηνευτές ever!

Βασίλης Χασιρτζόγλου

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

IRON MAIDEN: “Iron Maiden”



Τι είναι αυτό που τελικά χαρακτηρίζει ένα album σαν μνημείο;
Η Unesco στο προσδιορισμό της περί μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς αναφέρει 10 κριτήρια από τα οποία για να κερδίσει κάποιο τον τίτλο αυτόν πρέπει να πληρεί τουλάχιστον ένα.
Το συγκεκριμένο album πληρεί σίγουρα περισσότερα από ένα, ειδικά στο κομμάτι που έχει να κάνει με το αποτέλεσμα της ανθρώπινης δημιουργικότητας, πολιτισμικής παράδοσης και αυθεντικότητας. Βέβαια στη συγκεκριμένη περίπτωση θα έφτανε το εξώφυλλο και μόνο, το λογότυπο και ο Eddie, και η σημασία τους, στο να γαλουχηθούν γενιές  από metalheads.
Ήταν 14 Απριλίου του 1980 όταν στα Βρετανικά δισκοπωλεία εμφανίζεται μια σκελετωμένη φιγούρα με μακριά μαλλιά και απο πάνω με κόκκινα γράμματα IRON MAIDEN. Το νερό για τη δημιουργία της μεγαλύτερης και πιο αναγνωρίσιμης μπάντας του Heavy Metal είχε μπεί στο αυλάκι και τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο.
Η σύνθεση της μπάντας ήταν τότε Steve Harris, Dave Murray, Clive Burr, Dennis Stratton και Paul Di’ Anno. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε μέσα σε μόνο 13 μέρες με παραγωγό τον Will Malone, ο οποίος, όπως λέει και η ίδια η μπάντα, έχασε το ενδιαφέρον του για το όλο project και απλά δεν ξανασχολήθηκε. Η παραγωγή επικρίθηκε από το ίδιο το group αν και κατά τη ταπεινή μου άποψη ο δίσκος είχε τη παραγωγή που έπρεπε να έχει. Ακατέργαστη, χύμα και αλήτικη.
Σίγουρα πιο New Wave και με τις Punk πινελιές να βρίσκονται διάσπαρτες σε όλο το album η πρώτη δουλειά των Iron Maiden ήταν γεγονός. Αν και η μπάντα είχε ήδη φτιάξει ένα όνομα στη πιάτσα κανείς δεν περίμενε ότι ο δίσκος θα έφτανε στο Νο 4 των Αγγλικών charts. Λίγους μήνες αργότερα το album κυκλοφορεί και στις ΗΠΑ με το κομμάτι “Sanctuary” να περιλαμβάνεται κανονικά σε αντίθεση με την Αγγλία που είχε κυκλοφορήσει σαν single.
Περιοδεία με τους Kiss και υποδοχή ηρώων στην Ευρώπη. Μετά τη περιοδεία με τους Kiss ο Dennis Stratton απομακρύνεται από το group εξαιτίας μουσικών διαφορών. Ο Harris έχει δηλώσει για το θέμα πως ο Dennis ήθελε η μπάντα να γράφει πιο μελωδικά κομμάτια στα χνάρια του “Strange World” και πως δεν είχε το ίδιο πάθος στα solos των πιο Heavy κομματιών όπως του “Prowler” και “Iron Maiden”.
Ο δίσκος ξεκινάει με το “Prowler” που τυχαίνει να είναι και ένα από τα αγαπημένα κομμάτια του γράφοντα. Εκπληκτικά solos και μελωδίες που δεν αφήνουν περιθώρια για διαπραγμάτευση. Ακολουθεί το “Sanctuary” που συμπεριλαμβάνεται σε ουκ ολίγα live set list του συγκροτήματος ακόμα και σήμερα. “Remember Tomorrow” και οι ταχύτητες πέφτουν για λίγο μέχρι που στα μισά του κομματιού ο Murray αρχίζει να ξεσαλώνει. Επόμενος ύμνος το “Running Free” το οποίο είχε κυκλοφορήσει στην Αγγλία σαν single (No. 34 UK charts) δύο μήνες πρίν τη κυκλοφορία του δίσκου. Το συγκεκριμένο κομμάτι η μπάντα το έπαιξε live, και όχι playback όπως συνηθιζόταν, στην εκπομπή Top of the Pops και ήταν το πρώτο συγκρότημα μετά τους The Who το 1972 που έπραξε κάτι τέτοιο στην συγκεκριμένη πολύ επιτυχημένη εκπομπή. Το κομμάτι είναι όπως έχει δηλώσει ο Di’ Anno αυτοβιογραφικό και περιγράφει τα νιάτα του σαν skinhead. Συναυλιακό και αγαπημένο, τέλος.
“Phantom of the Opera” και όπως έχει πεί και ο ίδιος ο Bruce, το συγκεκριμένο κομμάτι είναι οι Iron Maiden. Το είχε ακούσει όταν οι Maiden άνοιξαν συναυλία των Samson και πραγματικά ο ήχος του ήταν κάτι που παρόμοιο δεν είχε ξανασυντήσει στη ζωή του. Σίγουρα το πρώτο κομμάτι των Maiden που έδειξε τι θα ακολουθήσει μιάς και περιλαμβάνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μπάντας. “Transylvania” για τη συνέχεια και το πρώτο instrumental κομμάτι της μπάντας. Φρενήρης ρυθμός με τη συνθετική σφραγίδα του Harris. Ακολουθεί το “Strange World” με τις ταχύτητες να πέφτουν και τον Di’ Anno να ζωγραφίζει. Σύνθεση του Harris παρότι κακιές γλώσσες λένε ότι στο κομμάτι είχε συμμετοχή και ο πρώτος τραγουδιστής της μπάντας, ο Paul Day (1975-1976).
“Charlotte the Harlot” και μία απο τις 4 συνθέσεις των Maiden αφιερωμένο στη μυθιστοριματική ιερόδουλη Charlotte. Ο Murray πάντως υποστηρίζει ότι όλα είναι βασισμένα σε αληθινή ιστορία. Να τονίσουμε ότι το συγκεκριμένο κομμάτι είναι και η πρώτη εξολοκλήρου σύνθεση του Dave. Ο δίσκος κλείνει με το all time classic “Iron Maiden” που δεν λείπει απο κανένα live της μπάντας αφου αποτελεί το έναυσμα για την είσοδο του Eddie επί σκηνής. Iron Maiden’s gonna get you no matter how far, για να μην ξεχνιόμαστε.
Σίγουρα το συγκεκριμένο album υπάρχει στο σπίτι του καθένα μας και θα υπάρχει και στα σπίτια πολλών ακόμα που ακόμα δεν έχουν καν γεννηθεί. Είναι τέτοια η κληρονομιά του που θα αποτελεί σημείο αναφοράς για πολλά χρόνια ακόμα. Σίγουρα δεν είναι ο καλύτερος δίσκος των Maiden αλλά είναι ο ΠΡΩΤΟΣ δίσκος της μεγαλύτερης μπάντας του HEAVY METAL.
Πολλά άλλαξαν στη πορεία με την έλευση του Bruce Dickinson και καλώς έγινε έτσι, όσο και να έχω στη καρδιά μου τον Paul Di’ Anno. Παρά ταύτα το συγκεκριμένο album αλλά και το “Killers” που ακολούθησε είχαν τον σωστό άνθρωπο πίσω από το μικρόφωνο.

UP THE IRONS  
Tracklist:
1. Prowler
2. Sanctuary
3. Remember Tomorrow
4. Running Free
5. Phantom Of The Opera
6. Transylvania
7. Strange World
8. Charlotte The Harlot
9. Iron Maiden

Line Up:
Paul Di'Anno – lead vocals
Steve Harris – bass guitar, backing vocals
Dennis Stratton – guitar, backing vocals
Dave Murray – guitar
Clive Burr – drums



Λάμπης Κιπενής

BLOODGOOD: “Dangerously Close”


Το καλό με τις χριστιανικές μπάντες είναι τούτο: είτε σου αρέσει η μουσική και δεν σου αρέσουν οι στίχοι, είτε σου αρέσουν ή δεν σου αρέσουν και τα δύο! Έτσι κι αλλιώς ένας που παρουσιάζει, κρίνει κυρίως τη μουσική! Τόσο απλά…
Με τους χριστιανούς ροκάδες Bloodgood τα πράγματα είναι ακόμη απλούστερα: είκοσι δύο χρόνια χωρίς δίσκο, είναι κάτι παράξενο, όσο και απρόσμενο. Μεταξύ 1985 και 1991 η μπάντα, με μπροστάρη τον μπασίστα Michael Bloodgood και τον τραγουδιστή Les Carlsen κυκλοφόρησε έξι δυναμικά, μελωδικά άλμπουμ. Να εξηγήσουμε ότι τα χριστιανικά groups δεν ανήκουν όλα στο είδος του AOR και οι  Bloodgood πρώτα από όλα είχαν δυναμικές συνθέσεις.
Στο πέρασμα των χρόνων το συγκρότημα εμφανιζόταν και κυκλοφορούσε ζωντανά τις συνθέσεις του, πριν αποφασίσει να εμφανίσει το “Dangerously Close” άρτιο και ολοκληρωμένο. Συνεργάστηκαν όλα αυτά τα χρόνια οι  Bloodgood με αμέτρητους κιθαρίστες και ντράμερ, έτσι σε αυτήν την επανεμφάνιση συνεργάζονται με τον κιθαρίστα Paul Jackson και τον θορυβώδη βιρτουόζο ντράμερ Kevin Whisler ενώ συνεισφέρει και ο κιθαρίστας των Stryper Oz Fox!
Εναρκτήρια σύνθεση το "Lamb Of God" που είναι και το πρώτο βίντεο κλιπ, με στίχους ανοικτόμυαλους που προάγουν τον χριστιανισμό σίγουρα. Το επηρεασμένο από πρώιμους W.A.S.P. "Crush Me", σηματοδοτεί την επιστροφή της μπάντας δυναμικά και το ξεχωρίζω! Οι Jackson και Fox λάμπουν με την έξυπνη κιθαριστική δουλειά τους, ενώ στο μικρόφωνο ο  Carlsen με εμφανή τα σημάδια της ηλικίας μεν αλλά από την άλλη χειρίζεται ειδικά τις ψηλές νότες καλύτερα από πολλούς επώνυμους και προβεβλημένους συναδέλφους του.
Το “Dangerously Close” είναι μία τίμια προσπάθεια από μία υποτιμημένη μπάντα του είδους και οι οπαδοί των  Bloodgood σίγουρα θα ενθουσιαστούν. Η προσπάθεια σίγουρα αξίζει και ο δίσκος καταρχάς θα εκτιμηθεί από τους οπαδούς. Για τους υπόλοιπους, υπάρχουν τόσα  χριστιανικά γκρουπ να ερευνήσετε και να ασχοληθείτε οπότε ο συγκεκριμένος χώρος θέλει τουλάχιστον μία αιωνιότητα για να τον εξερευνήσεις!


Νότης Γκιλλανίδης

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

SEVENTRAIN: “Seventrain”


Η γνωστή γραμμή “I started a joke… if I'd only seen that the joke was on me” βρίσκει πάμπολλες εφαρμογές στη σύγχρονη rock μουσική. Άλλοτε ισχύει η γνωστή ελληνική έκφραση: “Το αυγό έκανε την κότα ή η κότα το αυγό;”. Στην προκείμενη θέτω στην εξίσωση ότι η κότα έκανε το αυγό.
Οι Seventrain από το San Diego είναι μια πολύ πρόσφατη μπάντα καθώς δημιουργήθηκε το 2012 από τον κιθαρίστα Eric Horton, o οποίος εγκατέλειψε το παγκοσμίου φήμης metal συγκρότημα Cage για να ασχοληθεί με τα προσωπικά του project. Το ντεμπούτο του νέου του συγκροτήματος βγαίνει το Φεβρουάριο του 2014 και θυμίζει πολλά πράγματα. Κάποτε οι Alice in Chains είχαν φερ’ ειπείν ως επιρροή τους ανάμεσα σε άλλα τους Sabbath, οι Godsmack κυρίως (ίσως και μόνο) τους AIC και τα συγκροτήματα μετά τους Godsmack αναμασούν με βουλιμία τους Godsmack που ούτως ή άλλως είναι ήδη κάτι αναμασημένο. Από την άλλη ίσως να γερνάω και να γίνομαι στριφνός.
Αυτό συμβαίνει και με τους Seventrain στο ντεμπούτο  τους. Οι συγκεκριμένοι μάλιστα έχουν επιλέξει την οδό των Alter Bridge που και υπερέχουν τεχνικά και είναι αρκετά ανέμπνευστοι από μόνοι τους. Το ακόμη πιο ενοχλητικό είναι ότι τα αμερικάνικα alt/hard rock συγκροτήματα με τους τραγουδιστές που παίρνουν τείνουν να ακούγονται σαν τους Whitesnake ή σαν κακέκτυπα των Cult, καθώς η υψηλών συχνοτήτων φωνή του Jon Campos είναι ό,τι πιο βαρετό έχω ακούσει τελευταία. Οι δε συνθέσεις είναι στηριγμένες σε πολύ τυπικές hard rock φόρμες και τα riff του, κατά το newsletter, υπερτεχνικού Horton είναι τελείως επίπεδα.
Εν κατακλείδι όσοι εκτιμάτε το χρόνο σας αποφύγετε το όπως ο Διάολος το λιβάνι. Οι υπόλοιποι καλή σας διασκέδαση. 


Καλλίνικος Ρήδας

HAREM SCAREM: “Mood Swings II”


Οι Καναδοί melodic rockers Harem Scarem, κυκλοφόρησαν το δεύτερο, και ίσως από τα κορυφαία στη συγκεκριμένη σκηνή, album τους - το αρχικό "Mood Swings" - το 1993.
Τώρα, 20 χρόνια αργότερα η μπάντα γιορτάζει την επέτειο της εν λόγω κυκλοφορίας με μια επανεκτέλεση από την αρχή και των έντεκα τραγουδιών του συγκεκριμένου κλασσικού album, αλλά και την προσθήκη τριών νέων bonus κομματιών στο πνεύμα του αρχικού "Mood Swings".
Οι Harem Scarem μετά την κυκλοφορία του, μέτριου, "Hope" το 2008 αποφάσισαν να κάνουν ένα μεγάλο διάλειμμα. Πέντε χρόνια αργότερα, οι φήμες για μια πιθανή επανένωση για μερικές ζωντανές εμφανίσεις άρχισαν να κυκλοφορούν και επιβεβαιώθηκαν αφού το διάσημο Firefest ανακοίνωσε την μπάντα ως headliner της πρώτης βραδιάς!
Έτσι λοιπόν έχω την τιμή και την ευχαρίστηση να ακούω ένα από τα αγαπημένα μου album όλων των εποχών με μια νέα αλλά πάντα πιστή στο πρωτότυπο εκτέλεση! Πιστεύω πως είναι περιττό να αναφερθώ στα original έντεκα τραγούδια του δίσκου που οι Harem Scarem επανακυκλοφορούν αφού δεν πιστεύω πως υπάρχει έστω και ένας οπαδός της συγκεκριμένης σκηνής που να μην έχει ακούσει αυτό το φανταστικό δίσκο! Ακούγοντας το για πέμπτη φορά αυτό που έχω να προσθέσω είναι πως ο ήχος μου φαίνεται πιο ογκώδης, πιο φρέσκος και η φωνή του Harry Hess είναι σε εκπληκτική φόρμα! Πηγαίνοντας στα τρία νέα κομμάτια του δίσκου και ξεκινώντας από το “World Gone To Pieces” έχω να πω πως πρόκειται για ένα κλασσικό τραγούδι των Harem Scarem σε ότι αφορά τις μελωδίες, τα φωνητικά και το υπέροχο ρεφραίν! Στην συνέχεια έχουμε το “Anarchy” που μας παραπέμπει σε πιο μοντέρνες φόρμες χωρίς όμως να παρεκκλίνει από την βασική αρχή της μπάντας που είναι το πιασάρικο ρεφραίν! Το “Brighter Day” είναι πιο μελωδικό και θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται σε οποιοδήποτε κυκλοφορία της μπάντας (εκτός του Hope).  
Αγοράστε το, κλέψτε το, δανειστείτε το με οποιοδήποτε κόστος! Ένα από τα κλασσικότερα albums της μελωδικής hard rock σκηνής ever!


Βασίλης Χασιρτζόγλου

PRO- PAIN: “The Final Revolution”

Το έχω ξαναγράψει, αλλά δε θα πάψω να το λέω: οι Pro- Pain είναι μια από τις τιμιότερες μπάντες που έχουν περάσει από τον ακραίο ήχο!
Η hardcore σκηνή θα ήταν λειψή εάν δεν υπήρχαν δίσκοι όπως “Foul Taste of Freedom”, “The Truth Huts” και “Contents Under Pressure”, ενώ με album όπως “Shreds of Dignity”, “Fistful of Hate” και “No End in Sight”το σχήμα έδειξε πως μπορεί εύκολα να εξελιχθεί σε κάτι πιο πολύπλευρο, δίχως να χάσει τον προσωπικό της ήχο.
Το “The Final Revolution” αποτελεί το 14ο πόνημα της μπάντας και εύλογα οι fan των Pro Pain γνωρίζουν a priori το τι τους περιμένει. Άλλωστε, ύστερα από 22 χρόνια καριέρας, το συγκρότημα ξέρει πολύ καλά το τι θέλουν οι οπαδοί του.
Το εναρκτήριο “Deathwish” (για το οποίο γυρίστηκε και video clip), λίγο πολύ προϊδεάζει για το τι θα ακολουθήσει. Το υλικό θυμίζει περισσότερο εποχές “Act of God” και “Round 6”, φλερτάροντας παράλληλα και δίσκους όπως “Age of Tyranny” και “Absolute Power”.
Δώδεκα κομμάτια- δυναμίτες με τα “One Shot, One Kill”, “Southbound”, “Problem- Reaction- Solution”, “Can’t Stop the Pain”, “Want Some?”, “Mass Extinction” και “Under the Gun”, να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή αυτής της ηχητικής “επανάστασης” των Pro- Pain, που όλα αυτά τα χρόνια δηλώνουν το μουσικό τους παρόν, δίχως να παρεκκλίνουν ιδιαίτερα από το ποιοτικό αμερικάνικο hardcore που εκπροσωπείται στις κυκλοφορίες τους.
Σε σύνολο το “The Final Revolution” είναι αρκετά άμεσο, με το κλασικό in-your-face attitude της μπάντας να παρουσιάζεται εξίσου δυνατά στις mid-tempo συνθέσεις με τις πιο “γκαζωμένες”. Φυσικά δε λείπει το απαραίτητο groove και τα heavy riffάκια, χαρακτηριστικά όλων των album του group.
Όντας οπαδός του σχήματος, δηλώνω ευχαριστημένος από το “The Final Revolution”, αλλά όχι απαραίτητα ενθουσιασμένος, μιας και σε σχέση με άλλες δουλειές του πρόσφατου παρελθόντος, μάλλον υστερεί σε σημεία. Βέβαια, άπαξ και γνωρίζεις τον ήχο και την πορεία των Pro-Pain, είναι αστείο το να μπαίνεις σε λεπτομέρειες. Κούνα απλά πάνω- κάτω την κεφάλα σου, και όλα θα πάνε καλά. 



Στέφανος Στεφανόπουλος

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

AOR: “The Secrets of LA”


Έχοντας εντρυφήσει χρόνια στις δουλειές του ευρηματικού και με άριστες δημόσιες σχέσεις Γάλλου μουσικού κιθαρίστα και πληκτρά Frederic Slama, διαπίστωσα ιδίοις ωσί, ότι η προηγούμενη παρουσία του δισκογραφικά (LA Temptation) καθώς και οι δύο κυκλοφορίες του με τις Γαλλίδες προστατευόμενές του, Chasing Violets, έδιναν άλλα δείγματα και με είχαν γεμίσει προσδοκίες,  για τη μέχρι τώρα ωριμότερη και περισσότερο ενδελεχή παρουσία του.
Οι προσδοκίες αυτές αυξάνονται κάθε φορά λόγω των συνεργασιών του με την αφρόκρεμα του χώρου: ειδικά όταν έχεις τον πρωτομάστορα των μελωδικών συνθέσεων τον Tommy Denander μιας και λογικά δεν υπάρχει λόγος να σχολιάσεις κάτι παραπάνω ενώ η παρουσία της κορυφαίας ερμηνεύτριας του είδους Robin Beck ανεβάζει τον πήχη της δημιουργίας μελωδιών σε δυσθεώρητα ύψη! Τα γράφω αυτά διότι παραλληλίζοντας τα  με τις δουλειές του καλλιτέχνη με τις  Chasing Violets (μια θαυμάσια οπτική πανδαισία, αλλά λίγο ισχνή φωνητικά) όλες οι συνθέσεις του βιρτουόζου κιθαρίστα είναι παρούσες και εδώ όμοιες και απαράλλακτες. Η απορία είναι γιατί ο Slama επιμένει σε τραγούδια που ήδη ο μουσικός σκελετός βρίσκεται στα άλμπουμ των κοριτσιών; Η κακία που κυκλοφορεί στην πιάτσα είναι: "διότι κάποιοι άλλοι τα τραγουδούν καλύτερα" και  συγκρίνετε τα "The Main Attraction", "Web Of Lies", "Secrets In The Shadows" και "Voices In The Wind".
Ο δίσκος “The Secrets Of LA” είναι απλά καλός , διότι διατηρεί τα εξαιρετικά στοιχεία της χρυσής εποχής των 80ς και των πρώιμων 90s. Πάντως πρόκειται για ένα καλό  μελωδικό  rock project που περιλαμβάνει φωνάρες όπως των Fergie Frederiksen (Toto), Jeff Scott Soto (Talisman), Bill Champlin (Chicago), Jim Jidhed (Alien), Mikael Erlandsson (Last Autumn's Dream), Bob Harris (Axe), Göran Edman (Yngwie Malmsteen), Robin Beck, Tamara Champlin, με ποικιλία στις συνθέσεις και ηχοχρώματα στις μελωδίες που εναλλάσσονται.
Σε κάθε περίπτωση τα  projects του φίλτατου Γάλλου Slama ηχούν πάντοτε ευχάριστα στα αυτιά των φίλων και ρεκτών του μελωδικού γένους και σε αυτούς προτείνεται αυστηρά ο συγκεκριμένος δίσκος! Οι υπόλοιποι προτιμήστε προηγούμενες κυκλοφορίες που είναι όλες μία και μία!


Νότης Γκιλλανίδης

IAN JAMES STEWART: “Junk DNA”

Ο Ian James Stewart είναι κιθαρίστας, συνθέτης, τραγουδιστής, multi-instrumentalist και παραγωγός, αλλά βασικά στο ευρύ μελωδικό κοινό είναι  γνωστός ως ο κιθαρίστας και βασικός συνθέτης με τους Strangeways στα μέσα της δεκαετίας του 1980.
Στο νέο του πόνημα που τιτλοφορείται “Junk DNA” o Ian βάζει όλες του τις επιρροές, που μεγάλωσε με αυτές, και τις αναμιγνύει με τέτοιο τρόπο που στο τέλος καταφέρνει να κυκλοφορήσει ένα αρκετά αξιόλογο άλμπουμ που μπορεί να μην συναρπάζει αλλά σίγουρα δεν περνάει και απαρατήρητο.
Η μουσική που θα ακούσουμε εδώ είναι ένα μίγμα μελωδικού hard/ soft rock με αρκετές blues πινελιές και μια πιο σύγχρονη ροκ προσέγγιση! Για παράδειγμα το εναρκτήριο και ομότιτλο “Junk DNA” περιέχει όλα τα παραπάνω! Καλή κιθαριστική δουλειά, σφιχτοδεμένες ενορχηστρώσεις και καλό ρεφραίν! Το “Big White Monkey” μυρίζει από χιλιόμετρα νότο, ομιχλώδες τοπίο και bourbon whiskey! Συνέχεια με το “One More Time” και οι μελωδικές γραμμές των Strangeways αρχίζουν να κάνουν δειλά-δειλά την εμφάνιση τους ενώ στο ίδιο μοτίβο κινούνται και τα “No Water” και “Heaven Knows” που ειδικά το τελευταίο χαρακτηρίζεται από την υπέροχη κιθαριστική δουλειά του!
Καλή κυκλοφορία που όπως προείπα δεν συναρπάζει αλλά καταφέρνει να κερδίσει τον ακροατή με τις όμορφες μελωδίες της και τα αρκετά καλογραμμένα τραγούδια της. 


Βασίλης Χασιρτζόγλου

GENERATION KILL: “We're All Gonna Die”


Επιτομή τιμιότητας. Σύγχρονο thrash metal με έντονο το crossover στο αίμα του και μια αρχή δυνατή, έντονη και με παραγωγή που θυμίζει Testament ή το παλιό σχήμα του παρανοϊκού Devin Townsend, Strapping Young Lad.
Ναι, ναι, θα σου θυμίσει Exodus γιατί στα φωνητικά υπάρχει ο Rob Dukes, τραγουδιστής και στους προαναφερθέντες thrash metal θρύλους. Το εναρκτήριο “Born To Serve”, με έντονη κοινωνική αποστροφή στους στίχους του, δίνει τη θέση του στο “Prophets of War”, που θα μπορούσε να είναι σχεδιασμένο από τους super stars, Metallica.
Το θέμα crossover είναι έντονο, λόγω της ύπαρξης του μπασίστα Rob Moschetti, με θητεία σε M.O.D. και Pro-Pain, που σε συνδυασμό με τα τύμπανα του Jim DeMaria (Merauder) δημιουργούν ένα όμορφο γκρουβάτο βάθρο στο οποίο ανεβαίνουν οι δυο κιθάρες των Trenzcer και Velez.
Το όνομα δε, της μπάντας στηλιτεύει την αποστολή Αμερικάνικων στρατευμάτων σε διάφορα μέρη του κόσμου για να καταστρέψουν στο όνομα της Δημοκρατίας και γύρω από αυτό γυρνούν και οι στίχοι του “We're All Gonna Die”, αλλά και του ντεμπούτου τους, “Red, White And Blood”.
Τo υπέροχο, σχεδόν 6-λεπτών, “Death Comes Calling” ξεχωρίζει ως ένα εκ των καλύτερων κομματιών του 39-λεπτου δίσκου, με την πεντακάθαρη παραγωγή του Zeuss (Hatebreed, Soulfly).
Gang Choruses και ξυραφάτα κιθαριστικά solo (“Friendly Fire”), με αρκετές πιο ήρεμες και μελωδικές στιγμές (πχ. “Carny Love”), όμως το καλύτερο κομμάτι είναι αναμφισβήτητα το “There is no hope”, που ξεπερνά για λίγο τα 7 λεπτά και  εκπνέει πεσιμισμό σε υπερθετικό βαθμό.
Οκ, δε θα φάω τα συκώτια του γείτονα για να μου δώσει τα λεφτά για να το αγοράσω, αλλά είναι άκρως διασκεδαστικό, αξιοπρεπές και δυναμικό crossover thrash album, το οποίο τιμά το ιδίωμα σε υπερθετικό βαθμό!
“It's all gone, There is no Hope!!!!”


Δημήτρης Μαρσέλος

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Εξομολογήσεις από τους COLDSPELL στο Rockway.gr



Οι Σουηδοί COLDSPELL πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησαν τον τρίτο τους δίσκο, “Frozen Paradise” αποδεικνύοντας ότι η Σκανδιναβία επιμένει τα τελευταία χρόνια να βγάζει σημαντικά και αξιόλογα hard rock συγκροτήματα. Ο ηγέτης και συνθέτης του γκρουπ Μichael Larsson χάρη στο άψογο και βιρτουόζικο κιθαριστικό παίξιμο του, αποδίδει στο νέο άλμπουμ ένα θαυμάσιο μίγμα hard ‘n heavy συνθέσεων γεμάτο από melodic ρυθμούς με όπλο αιχμής την εξαιρετική και δυναμική φωνή του Niklas Swedentorp. Ο Michael Larsson, ανοίγει λοιπόν την καρδιά του στο Rockway.gr και μας αποκαλύπτει πως δημιουργήθηκε το νέο τους άλμπουμ  αλλά  σκέψεις, απόψεις και σχέδια για το εγγύς μέλλον των COLDSPELL.

Γεια σου Michael! Ποιες είναι οι διαφορές  του “Frozen Paradise” με τα προηγούμενα άλμπουμ;
Hallå Fotis…. Το “Frozen Paradise” είναι λίγο πιο σκληρό και έχει πιο δυνατό και πιο ευκρινή ήχο και είναι προς την κατεύθυνση που αποσκοπούσαμε και επιθυμούσαμε. Παρόλ’ αυτά είναι και παραμένει μελωδικό hard rock!

Ποιοι είναι οι υπόλοιποι βασικοί συντελεστές του άλμπουμ και ποια η συμβολή του Tommy Hansen στην ολοκλήρωση  του;
Ηχογραφήσαμε τα κρουστά και την κιθάρα με τον Pelle Saether από τους Grand Design και το υπόλοιπο έγινε με τον Ronny Hemlin από τους Tad Morose  ενώ ένα να κομμάτι ηχογραφήθηκε στο σπίτι. Ο Eric Philippe έκανε πάλι το artwork και όσον αφορά τον Tommy Hansen, είναι ο τρίτος δίσκος μαζί του ο οποίος συμβάλλει σημαντικά στον δικό μας ήχο. Είχαμε πολλές και διάφορες σκέψεις και σχέδια, αλλά είπαμε γιατί να εγκαταλείψουμε ένα πετυχημένο concept.


Οι ηχογραφήσεις και οι συνθέσεις ήταν μία κοπιαστική διαδικασία. Τελικά όλα εξελίχθηκαν με ομαλό και άνετο τρόπο;
Εφόσον είμαι ο βασικός συνθέτης και συμπαραγωγός, είναι μία μεγάλη και δύσκολη πορεία ώστε να μπορέσω να απευθυνθώ σε ευρύ κοινό. Φυσικά και δεν είναι μία εύκολη  διαδικασία και κάπου- κάπου κουραζόμαστε, αλλά ξέρουμε ότι θα έρθει η μέρα που όλα ξεκαθαρίζονται και τελειώνουν καθώς όλα αυτά σίγουρα πραγματοποιούνται με αίμα, δάκρυα και ιδρώτα!

Παρατηρώ ότι  τα πλήκτρα έχουν πιο έντονη παρουσία στο άλμπουμ σε σύγκριση με τις προηγούμενες κυκλοφορίες σας. Υπήρχε κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφία στο τομέα των ενορχηστρώσεων για αυτή την εξέλιξη;
Πιστεύω ότι ο ήχος είναι δυνατότερος και δίνει περισσότερο χώρο στα πλήκτρα, αλλά δεν πιστεύω ότι υπάρχουν περισσότερα keyboards σε σχέση με το προηγούμενο άλμπουμ. Κυριαρχεί ακόμα ο προσανατολισμός του κιθαριστικού hard rock.


Στιχουργικά ποιο τραγούδι του “Frozen Paradise” σε αντιπροσωπεύει περισσότερο;
Μάλλον είναι το “Paradise” που έγραψα τους στίχους μαζί με τον καλό μου φίλο Stefan Tohansson. Αναφέρεται στο ότι όλα έχουν τον δικό τους παράδεισο, όπως και εγώ ο ίδιος έχω τον δικό μου στο εξοχικό μου στη Βόρεια Σουηδία και είναι το μέρος που με γεμίζει ενέργεια, αντοχή και έμπνευση για τα καινούρια κομμάτια.

Τι σχέδια έχετε για το άμεσο μέλλον και αν θα κάνετε ευρωπαϊκή τουρνέ;
Πρόκειται να περιοδεύσουμε και έχουμε ξεκινήσει συνεργασία με bookers για την Κεντρική Ευρώπη και ελπίζω πραγματικά να έρθουμε στην Ελλάδα. Διαφορετικά, τα σχέδιά μας είναι να κάνουμε όσα περισσότερα προλαβαίνουμε μέσα στο 2014 και να ταξιδέψουμε πάλι στις Η.Π.Α στις αρχές του επόμενου έτους.


Τι σημαίνει για σένα ο τίτλος του καινούργιου δίσκου;
Η έννοια-σημασία του “Frozen Paradise” προέρχεται ολοκληρωτικά από το ότι μένουμε εκεί που μένουμε και ότι υπάρχει μακροχρόνια χειμώνας και παγετός, αλλά περνάμε καλά και έχουμε τον δικό μας παράδεισο εκεί.

Σε επηρεάζουν οι αρνητικές κριτικές;
Φυσικά και με επηρεάζουν και έχουμε εισπράξει και άσχημες κριτικές που παρόλα αυτά αποδείχτηκαν “χρήσιμες” επειδή γράφτηκαν πιστεύω, με καλή διάθεση και καλοπροαίρετα. Στη τελική δεν μπορεί να αρέσει σε όλους αυτό που κάνουμε. Εμείς παίρνουμε ευχαρίστηση με αυτούς που χαίρονται να μας ακούν.

Κάνοντας ένα μικρό απολογισμό για τα οκτώ χρόνια παρουσίας των  Coldspell, ποιες ήταν οι πιο σημαντικές στιγμές σας και επίσης, νιώθεις ότι έχεις κάνει λάθος επιλογές ή κινήσεις;
Δύσκολο να απαντήσω, υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που είναι σημαντικά και είναι η αιτία που είμαστε αυτή η μπάντα σήμερα. Κάθε καινούριο άλμπουμ είναι ένα σημαντικό κομμάτι που μας κάνει να προχωράμε παρακάτω και να εξελισσόμαστε ως συγκρότημα. Έχει παίξει ρόλο επίσης, ότι έχουμε αποκτήσει μία εταιρεία που πιστεύει σε μας και έχουμε το προνόμιο να δουλεύουμε με τον Tommy Hansen μεταξύ άλλων.


Ξεχωρίζεις κάποια από τα νέα συγκροτήματα;
Μπορώ να πω τους Sixx:A.M, Shinedown, Masterplan, Alterbridge και πολλά άλλα γκρουπ. Εξάλλου μου αρέσουν τα πάντα από το classic hard rock μέχρι τα σκληρά metal συγκροτήματα.

Έχεις μία σημαντική διαδρομή στη hard rock σκηνή. Ποιον θεωρείς τον πιο πολύτιμο συνεργάτη σου ως τώρα;
Οι πιο πολύτιμοι-σημαντικότεροι είναι όλοι οι Coldspell φίλοι-fans, χωρίς αυτούς είμαστε ένα τίποτα.

Και μία προσωπική ερώτηση, πως περνάς τον ελεύθερο χρόνο σου;
Δημιουργώ τόσο πολύ μουσική που μου παίρνει τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο, αλλά το να ταξιδεύω στο μικρό μου εξοχικό στο δάσος, μου φέρνει ζεστασιά στην καρδιά μου. Επιπλέον μου αρέσει να ψαρεύω, να ταξιδεύω και να συναναστρέφομαι με την οικογένειά-σόι μου και με φίλους.

ΥΓ: Ευχαριστούμε τη Ζωή Καπίρη για την πολύτιμη βοήθεια της, στη μετάφραση από τα Σουηδικά στα Ελληνικά.

CHEMIA: “The One Inside”

Βλέποντας το εξώφυλλο των Πολωνών Chemia, ήμουν σίγουρος πως θα άκουγα μια ακόμη powerάδικη κυκλοφορία. Αμ, δε…
Μελωδικό rock με μεγάλη έφεση σε μπάντες όπως Pearl Jam και Live (ή έστω Nickelback), με πάμπολλα radio friendly κομμάτια, τα οποία όμως δεν έχουν ξενέρωτο εμπορικό αέρα και που σε τελική ανάλυση σε κάνουν να περνάς καλά.
Η έλλειψη ενέργειας είναι ένα θεματάκι, καθώς όσο ωραία και να είναι η mid-tempo μελωδική εξέλιξη των περισσότερων συνθέσεων, λείπει εκείνη η έκρηξη που θα σε κάνει να κολλήσεις περισσότερο με το “The One Inside”. Πάντως σίγουρα φαίνεται πως δε μιλάμε για “νέο” συγκρότημα στο κουρμπέτι, μιας και η διαχείριση των τραγουδιών και των μελωδικών γραμμών παρουσιάζουν ενδείξεις έντονης ωριμότητας. Άλλωστε το εν λόγω album είναι το τρίτο της μπάντας, κάτι που προφανώς προσπαθούν να εκμεταλλευτούν, επιστρατεύοντας τον Marc LaFrance (Alice Cooper, The Cult, David Lee Roth etc) για την παραγωγή και τον Eric Mosher (Chickenfoot, Joe Satriani) για τη μίξη.
Πολύ ωραία η προσθήκη του πιάνου γενικά, που δίνει έναν άλλον αέρα στο όλο αποτέλεσμα, το οποίο, επιμένω, χρειαζόταν περισσότερο τσαγανό σε σημεία.
Συμπαθέστατο, γλυκουμπινίστικο, ραδιοφωνικά αβανταδόρικο, αλλά με ελλείψεις. Διεθνής καριέρα δηλαδή, οπότε μια χαρά…


Στέφανος Στεφανόπουλος

SAMSARA BLUES EXPERIMENT: “Waiting for the Flood”

Οι συστάσεις είναι περιττές, μιας και οι Samsara Blues Experiment είναι ήδη αγαπητοί στο ελληνικό κοινό, έχοντας επισκεφτεί τη χώρα μας δύο φορές τα τελευταία τρία χρόνια.
Το τρίτο τους full length έρχεται λίγους μήνες ύστερα από το “Live at Rockpalast” και περιέχει τέσσερις ηλεκτρισμένες συνθέσεις, συνολικής διάρκειας 48 λεπτών, με riff να πετάγονται από παντού και να σε τραβάνε στο μουσικό βάλτο του group.
Θαρρώ πως το “Waiting for the Flood” είναι ότι ωριμότερο έχει παρουσιάσει το κουαρτέτο από τη Γερμανία, φέροντας όλα τα στοιχεία των πρώτων δύο album τους (βαριές μπασογραμμές, ανατολίτικα στοιχεία, jazz αισθητική, ωραία riff κτλ), στην πιο ατμοσφαιρική- desert εκδοχή τους. Και εκεί που λες πως τα μεγάλης διάρκειας τραγούδια θα είναι δύσπεπτα, περνούν τόσο ομαλά και σωστά, που οι πολλαπλές ακροάσεις είναι επιβεβλημένες.
Και οκ, οι fan των Samsara Blues Experiment, θεωρητικά θα περίμεναν μια (τουλάχιστον) άξια δισκογραφική συνέχεια… Οι μη fan όμως, πως θα προετοιμαστούν για αυτόν τον mini ογκόλιθο; Και στην τελική, ύστερα από μερικά χρόνια, οι φίλοι του ευρύτερου ιδιώματος (δηλαδή όχι αυτοί που ανακάλυψαν τους Kyuss τώρα που είναι μόδα τα μούσια και τα “μανίκια”) πως θα τολμήσουν να δηλώσουν άγνοια για μια τέτοια μπάντα;
Stoner καταβολές, Doomάτες συνθέσεις, Bluesάτη διάθεση, Ψυχεδελικές ονειρώξεις… Αυτοί είναι οι Samsara Blues Experiment… Και τους αγαπάμε… Αγαπήστε τους και εσείς, διάολε! 


Στέφανος Στεφανόπουλος

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

FATE: “If Not For The Devil”



Οι FATE επιστρέφουν με το “If Not For The Devil”, την ολοκαίνουργια δουλειά τους και πρόκειται ίσως για ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της καριέρας τους!
Πριν από δυο χρόνια πίσω οι Fate είχαν κυκλοφορήσει το αρκετά καλό "Ghosts From The Past" το οποίο έφερε τα χαμόγελα στα πρόσωπα των οπαδών τους αλλά σήμερα, και με το ίδιο line-up, αυτή η θρυλική μπάντα με τον συγκεκριμένο δίσκο θα ταρακουνήσει τα νερά της Ευρωπαϊκής μελωδικής hard rock σκηνής στα σίγουρα!
Αυτό το άλμπουμ τα έχει όλα, εμπνευσμένα μελωδικά hard rock κομμάτια με πιασάρικα και έξυπνα ρεφραίν, δυνατά τραγούδια που σε κάποια σημεία μεταλλίζουν αρκετά, κάποια πιο μοντέρνα στοιχεία που πιστέψτε με θα σας συναρπάσουν και γενικά τα πάντα εδώ βρίσκονται σε τέλεια αρμονία κάνοντας το “If Not For The Devil” ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της φετινής χρονιάς!
Το εναρκτήριο "Reaping" έρχεται σαν κεραυνός να ταρακουνήσει τα πράγματα λίγο  με το heavy intro-riff του, ένα στακάτο drumming και τις δυνατές ερμηνείες σε πρώτο φόντο! Ένα ορεκτικό για το τι πρόκειται να επακολουθήσει! Στο ομότιτλο, “If Not For The Devil”, θα συναντήσουμε ένα φανταστικό groove ρυθμό, δυνατές ενορχηστρώσεις και ένα καθαρόαιμο Scandi-AOR ρεφραίν! Αισίως φτάνουμε στο εκπληκτικό "Bridges Are Burning" το οποίο είναι το απόλυτο highlight εδώ! Uptempo διάθεση σε αυτόν το 80’s δυναμίτη. Το ίδιο ισχύει και με το μελωδικότατο "Feel Like Making Love", ενώ στο "Gambler" έχουμε ακόμη ένα κομμάτι που θα ξεσηκώσει! Στη συνέχεια ήρθε η ώρα για την πρώτη μπαλάντα με το "Hard To Say Goodbye" το οποίο θα μπορούσε να είναι εύκολα τεράστια επιτυχία πριν από 20 και βάλε χρόνια στο MTV. Το "Made Of Stone" είναι καλό και περιέχει αρκετά πιο μοντέρνα στοιχεία  και το “Man Against The Wall” είναι εξαιρετικά ελκυστικό με έναν πιασάρικο και ανεβαστικό ήχο. Αυτό το κομμάτι είναι ένα από τα καλύτερα που έχω ακούσει εδώ και χρόνια!
Συνολικά, αυτό είναι ένα από τα καλύτερα μελωδικά hard rock άλμπουμ των τελευταίων ετών! Τα έχει όλα… πιασάρικα ρεφραίν να σιγοτραγουδάμε για μέρες, απίστευτη κιθαριστική δουλειά με εμπνευσμένα σόλο και riff, δυνατές ενορχηστρώσεις μια σφιχτοδεμένη μπάντα και πάνω απ’ όλα καλοπαιγμένα και καλογραμμένα τραγούδια που θα συγκινήσουν κάθε σοβαρό οπαδό της συγκεκριμένης σκηνής! Αγοράστε άφοβα! Great stuff!


Βασίλης Χασιρτζόγλου

PEARL JAM: “Lightning Bolt”



Είναι μεγάλη κατάρα το να έχει κυκλοφορήσει τον καλύτερο δίσκο σου, ως ντεμπούτο…
Και κακά τα ψέματα, όσο και εάν προσπάθησαν (;) ο Eddie Vedder και η παρέα του, παρά τη δημοτικότητά τους, δεν κατάφεραν μέσα στα 17 από τα 22 χρόνια καριέρας τους να πλησιάσουν την ποιότητα των τριών πρώτων δίσκων τους (aka “Ten”, “VS”, “Vitalogy”), κυκλοφορώντας άλλοτε “απλά καλές” δουλειές (“Yield”), άλλοτε άνευρες (“No Code”), άλλοτε ολίγον τι βαρετές (“Riot Act”, “Binaural”), και άλλοτε “ναι μεν, αλλά…” (“Pearl Jam”).
Το “Backspacer” του 2009, παρότι δεν άρεσε σε αρκετούς, σήμανε μια μερική επιστροφή στον πρώιμο ήχο των Pearl Jam, δίχως βέβαια να πλησιάζει τη συνθετική δεινότητα της εποχής 1991-1994. Και παρά τη μικρή σχετικά διάρκειά του, προσπάθησε (σε σημεία) να απαγκιστρωθεί από τη μανιέρα “βγάλε το distortion από την κιθάρα για να γράψουμε μπαλάντα” που εισήγαγε, λανθασμένα κατ’ εμέ, ο Vedder. Διότι ένα από τα συστατικά που έλειπαν από την post- “Vitalogy” εποχής, ήταν η ενέργεια στα τραγούδια και το τσαγανό!
Το “Lightning Bolt” εκ πρώτης όψεως συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε το “Backspacer”, προσπαθώντας να περπατήσει σε rock μονοπάτια, φέρνοντας πίσω (εν μέρει ξανά) τα στοιχεία που έκαναν τους  Pearl Jam μεγάλους. Τρανή απόδειξη το single “Mind Your Manners”, το οποίο βέβαια δεν αποτελεί και αντιπροσωπευτικό δείγμα του ήχου του νέου δίσκου.
Παρόλα αυτά συνθέσεις όπως “Getaway”, “My Father’s Son”, “Infallible”, “Let the Records Play” και φυσικά το “Mind Your Manners”, φέρουν μια αύρα που κάνει το “Lightning Bolt” αρκετά συμπαθές, δίνοντας στον ακροατή την αμυδρή εντύπωση μιας σχετικής επανένταξης στο σωστό δρόμο που ίσως (λέω ίσως) συνεφέρει τον Vedder και αφήσει τις λογής country- folk επιρροές και συνειδητοποιήσει πως το συγκρότημα μπορούσε και καλύτερα τόσα χρόνια!
Η άλλη μουσική πλευρά του νέου album, με κομμάτια όπως “Sirens”, “Lightning Bolt”, “Pendulum”, “Swallowed Whole”, “Sleeping By Myself”, “Yellow Moon” και “Future Days”, δείχνει πως κάποια πράγματα δεν αλλάζουν εύκολα, παρουσιάζοντας αυτό ακριβώς που έχουμε ακούσει από το σχήμα τα τελευταία πολλά χρόνια. Και παρότι διόλου άσχημα τραγούδια εν γένει, η προαναφερθείσα μανιέρα καλά κρατεί. Λείπει η ενέργεια, λείπει ο ρυθμός, και οι μικρές δώσεις τους δε φτάνουν πλέον!
Εν κατακλείδι, το “Lightning Bolt” δεν είναι κακό μεν, αλλά ως fan περιμένω επιτέλους τη διάθεση εξέλιξης που οι Pearl Jam έδειχναν στα πρώτα στάδια της καριέρας τους. Δε λέω, όμορφες και οι “χαλαρές” στιγμές γενικά, αλλά μπούχτισαν τα αυτιά μου από δαύτες.
Eddie, βγάλε το καουμπόικο καπέλο επιτέλους και πιάσε την ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ κιθάρα, να γουστάρουμε! 


Στέφανος Στεφανόπουλος

REO SPEEDWAGON: “Live at Moondance Jam”


Ένα από τα κορυφαία σχήματα που έβαλε τα θεμέλια του λεγόμενου aor/melodic rock ήχου και τον επέβαλλαν και στις δύο πλευρές του ατλαντικού είναι σίγουρα οι REO SPEEDWAGON.
Πάνω από σαράντα χρόνια δισκογραφικής παρουσίας, με εκπληκτικούς δίσκους γεμάτους χρυσές μελωδίες, με αξεπέραστα ρεφρέν, απίστευτα live και με πωλήσεις που αγγίζουν τα 40 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, οι αμερικανοί rockers είναι ακόμη στη σκηνή, όχι μόνο για τα χρήματα και τη δόξα, αλλά και για την αγάπη που έχουν να παίζουν όμορφη μουσική για το κοινό που τους στήριξε πάρα πολύ ακόμα και τα δύσκολα χρόνια.
Το “Live at Moondance Jam” ηχογραφήθηκε (και βιντεοσκοπήθηκε) στις αρχές της χρονιάς και τα μόλις δεκατρία τραγούδια που περιέχονται δεν μπορούν να καταγράψουν με τίποτα την τεράστια ιστορία που έχει το συγκρότημα. Παράλληλα άκρως θετικό είναι ότι ενώ όλοι τους διανύουν την έκτη δεκαετία της ζωής τους, παίζουν, ερμηνεύουν  και εκτελούν με τρομερή ενέργεια και μπόλικο πάθος τις πλατινένιες συνθέσεις τους. Εδώ θα βρείτε τα all time classic “Don't Let Him Go”, “Take It on the Run”, “Roll with the Changes”, “Time for Me to Fly” αλλά και τις μοναδικές και υπέροχες μπαλάντες “Keep on Loving You” και “Can't Fight This Feeling” που σκαρφάλωσαν στο νούμερο 1 των αμερικάνικων chart, ενώ για πρώτη φορά ηχογραφούν σε live εκδοχή το “In Your Letter” από το άλμπουμ “Hi Infidelity” που εκτόξευσε τους REO SPEEDWAGON στην κορυφή των σημαντικότερων γκρουπ της αμερικάνικης ροκ σκηνής.
Στο “Live at Moondance Jam” εκτός από τις aor/melodic στιγμές υπάρχουν και πιο rock ‘n roll άσματα όπως τα θαυμάσια και δυναμικά “Keep Pushin'”, “Back on the Road Again”, “Like You Do”, τα εκρηκτικά και αγαπημένα “Ridin' the Storm Out” και “157 Riverside Avenue” αλλά και το μνημειώδες και τρομερό τραγούδι “Golden Country” όπου η ερμηνεία του γερόλυκου Kevin Cronin δικαιολογεί απόλυτα για ποιο λόγο λατρεύουμε το συγκεκριμένο συγκρότημα.

Με λίγα λόγια το “Live at Moondance Jam” δεν καλύπτει με τίποτα τους φανατικούς οπαδούς των REO SPEEDWAGON και συνίσταται μόνο για το dvd που υπάρχει ως bonus και σε όσους νεώτερους δεν έχουν ανακαλύψει ακόμη ένα σπουδαίο μελωδικό ροκ θησαυρό.


Φώτης Μελέτης

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2013

THE MATRIX



Το The Matrix είναι μια ταινία την οποία δεν έχει δει ο Τσίπρας, ενώ ο Χατζηνικολάου, παρότι προσπάθησε, κατάφερε να τη δει μέχρι τη μέση…
Πέραν αυτών, των ομολογουμένως άχρηστων εισαγωγικών πληροφοριών, το The Matrix αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ταινίες φαντασίας όλων των εποχών και δεν ακούω κουβέντα. Συγκεκριμένα, και οι τρεις ταινίες, είναι αριστουργήματα στον τομέα τους, τελεία, παύλα και bullet time θαυμαστικό!
Το soundtrack που συνόδευσε το πρώτο The Matrix, αποτέλεσε μια χορταστική συλλογή από σχήματα της ευρύτερης rock σκηνής (ναι ρε, και οι Prodigy rock είναι), συνδυάζοντας τη hi tech αισθητική της ταινίας με την (ας πούμε) μόδα που επικρατούσε στα τέλη των ‘90s με τον industrial ήχο.
Έτσι λοιπόν, Marilyn Manson, Ministry, Prodigy, Rob Zombie, Rammstein και λοιποί, συνυπάρχουν με τους Monster Magnet, Rage Against the Machine, Deftones κτλ, προκειμένου να φέρουν εις πέρας ένα soundtrack το οποίο ναι μεν δεν έχει ακυκλοφόρητα κομμάτια (πέραν μερικών remix), αλλά αποτελεί μια εξαιρετική συλλογή τραγουδιών, που εύλογα συντροφεύει το The Matrix.
Άξιο αναφοράς μάλιστα είναι πως αρκετά από τα κομμάτια του album όντως ακούγονται στην ταινία, γεγονός που κάνει το εν λόγω soundtrack να “δένει” πιο πολύ με τη δημιουργία των αδερφών Wachowski (εκ των οποίων ο Larry έκανε εγχείρηση αλλαγής φύλου και πλέον ονομάζεται Lana, έτσι για να μαθαίνετε και κανένα κουτσομπολιό).
Tracklist:
01. "Rock Is Dead"- Marilyn Manson
02. "Spybreak! (Short One)"- Propellerheads
03. "Bad Blood"- Ministry
04. "Clubbed to Death (Kurayamino Mix)"- Rob D
05. "Prime Audio Soup"- Meat Beat Manifesto
06. "Leave You Far Behind"- Lunatic Calm
07. "Mindfields"- The Prodigy
08. "Dragula (Hot Rod Herman Remix)"- Rob Zombie
09. "My Own Summer (Shove It)"- Deftones
10. "Ultrasonic Sound"- Hive
11. "Look to Your Orb for the Warning"- Monster Magnet
12. "Du hast"- Rammstein
13. "Wake Up"- Rage Against the Machine 



Στέφανος Στεφανόπουλος

DREGEN: “Dregen”



Για όσους δεν αναγνωρίζουν αυτό το όνομα, μιλάμε για ένα εκ των κιθαριστών στα πρώτα χρόνια των Hellacopters, και μετέπειτα ηγέτη και frontman των επίσης εξαιρετικών Backyard Babies.
Και λόγω περγαμηνών και ιστορίας στην σουηδική μουσική βιομηχανία, δεν μπορεί παρά να βάζει ψηλά τον πήχη και να απαιτείς ο άνθρωπος αυτός να τον υπερπηδήσει με ευκολία.
Αφού συνεργάστηκε και με τον Michael Monroe, αποφάσισε πως ήρθε η ώρα για να κυκλοφορήσει το πρώτο άκρως προσωπικό του album, που θα φέρει ως τίτλο το καλλιτεχνικό όνομα Dregen, του κατά κόσμον μουσικού Andreas Tyrone Svensson.

Τι να περιμένεις; Garage στοιχεία, hard rock ύφος με blues εκφάνσεις, πιο mainstream pop rock στιγμές και απλές, αλλά πολύ αναγνωρίσιμες κιθαριστικές γραμμές.
Το εναρκτήριο “Divisions of me” έχει ύφος κοντά στις δουλείες του με τα προαναφερθέντα σχήματα, με το μίας νότας πιάνο να θυμίζει Hellacopters και “By the grace of God” και πιασάρικο ρεφρέν σε ένα σύνολο γνώριμου αλήτικου Glam rock 'n' roll. Στη συνέχεια, με το πιο radio friendly “Just Like That”, του οποίου το video clip βλέπετε στο τέλος του κειμένου, μπορούν να βρουν χώρο και οι πιο χαλαροί alternative rockers, αφού το τραγούδι είναι πιο κοντά στους Dandy Warhols (ίσως να το παρατραβάω λίγο), παρά στο αλήτικο r'n'r.
Τα πράγματα όμως, γίνονται όλο και πιο ενδιαφέροντα με το blues “Flat tyre on a muddy road” και το πανέμορφο riff, παρέα με τα γυναικεία χορωδιακά, που κάνουν το “Gig Pig”, ένα όμορφο κομμάτι με έντονη γεύση από Guns 'n' Roses.
Στην ίδια διάθεση, που συνδυάζει το garage με το glam σε έναν πολύ φιλικό για τους περισσότερους rockers ήχο, κινούνται και τα δύο επόμενα κομμάτια “Pink Hearse” και “Bad Situation” (από τις καλύτερες στιγμές του album) και ακολουθεί και το όμορφο “One man army”, αν και φέρνει πολύ το “School's Out” του μέγιστου Alice Cooper.
To ωραίο αυτό παρθενικό ντεμπούτο του Dregen τελειώνει με ένα κομμάτι με ελαφριά essence Marilyn Manson (“6_10”), αλλά σε πιο τσαχπινογαρλιάρικο, με ένα πιο αντρικό “Refuse” (και ένα ακόμα χαρακτηριστικό Dregen riff) και κλείνει με το πιο rock 'n' roll “Mojo's Gone”, που θα σε κάνει να χορέψεις.
Αυτό εδώ το solo album του συμπαθή και ταλαντούχου Dregen, δε θα αποκαταστήσει τη Hellacopters νοσταλγία σου, ούτε θα σε απαλύνει από την πολυετή προσμονή νέου υλικού των Babies (όπως δήλωσε ίσως του χρόνου να έχουμε και τέτοιο), αλλά είναι κάτι που σε κάνει ευτυχισμένο και ανοίγει σίγουρα έναν νέο λογαριασμό με τη ροκιά!


Δημήτρης Μαρσέλος

ANGELICA: “Thrive”


Η Angelica Rylin είναι η τραγουδίστρια των πολύ καλών Murder Of My Sweet. “Thrive” ονομάζεται η πρώτη της σόλο προσπάθεια έχοντας πάντα μαζί της τον φίλο της από τους  Murder Of My Sweet και πολυτάλαντο Daniel Flores, ο οποίος κυκλοφόρησε φέτος ένα AOR διαμαντάκι με τους Find Me.
Η ίδια δήλωσε σχετικά με το ντεμπούτο της : “…πάντα ήθελα να κυκλοφορήσω ένα σόλο άλμπουμ σαν αυτό, έναν φόρο τιμής στους ήρωες της παιδικής μου ηλικίας όπως οι Robin Beck, Ann Wilson (Heart) και η Leigh Μatty των Romeo’s Daughter…”
Όπως σε κάθε AOR project που σέβεται τον εαυτό του στις μέρες μας έτσι και η συμπαθέστατη Angelica επιστρατεύει όλη σχεδόν την elite της σύγχρονης μελωδικής ροκ σκηνής με ονόματα όπως Harry Hess, Daniel Flores, Robert Sall, Alessandro Del Vecchio και Anders Wigelius καθώς και Jesper Stromblad (In Flames), Magnus Karlsson (Primal Fear) και Per Berquist (Smash Into Pieces), και το αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό. Και λέω κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό γιατί από την μια έχουμε μια πολύ καλή φωνή, μια δυνατή συνθετική ομάδα, έναν top παραγωγό αλλά από την άλλη τα τραγούδια μετά από κάποιο σημείο αρχίζουν να επαναλαμβάνονται και να θυμίζουν εκατοντάδες άλλα τέτοια projects (βλέπε Issa κτλ).  
Στα highlights του album συγκαταλέγονται το catchy εναρκτήριο “Breaking My Heart”, το “Can’t Stop Love” που θυμίζει Robin Beck, η εκπληκτική power μπαλάντα “Losers In Paradise” και το ρυθμικό “This Kiss Is Just For You”
Για τους οπαδούς του μελωδικού ήχου και ιδίως για αυτούς που γουστάρουν Robin Beck το “Thrive” θα σας ικανοποιήσει πλήρως.

Βασίλης Χασιρτζόγλου

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

LEAVE'S EYES: “Symphonies of the Night”

ΕΜΠΡΟΣ ΛΟΙΠΟΝ ΚΑΛΑ ΜΟΥ ΑΥΤΑΚΙΑ...
Τι εννοείτε ποιοι είναι οι Leave's Eyes; Μα το σχήμα της πρώην τραγουδίστριας των ανενεργών πλέον Νορβηγών goth- metallers Theatre of Tragedy, Liv Kristine Espanaes, με πολλή βοήθεια από τον πανευτυχή σύζυγο της Alexander Krull και το συγκρότημα του Atrocity.
Αυτή είναι η πέμπτη κατά σειρά solo δουλειά της πληθωρικής (δείτε το εξώφυλλο του νέου δίσκου για να δείτε τι πάει να πει marketing, γατάκια...) υψίφωνου Βαλκυρίας, η οποία δε λέει να μας αφήσει ήσυχους...
Τέλος πάντων, πρόκειται για ένα ακόμη δίσκο συμφωνικού/ατμοσφαιρικού metal με αρκετά περάσματα από κέλτικης προελεύσεως folk, σε κομμάτια όπως το μυθικό “Galswitha”, που συμπληρώνονται βέβαια από την οπερετική φωνή της Espanaes και το death βόθρο του Krull. Σκεφτείτε κάτι σαν μετωπική σύγκρουση των Secret Garden (!!!) και των Lacuna Coil. Οι συνθέσεις ομολογουμένως είναι αρκετά επίπεδες και χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πέραν του ότι αυτή η εναλλαγή συμφωνικού και folk μέσα στο ίδιο είναι σαν σκωτσέζικο ντους. Η δε θεματολογία των τραγουδιών περιορίζεται σε μυθικά πρόσωπα(κυρίως γυναικεία) και εν γένει ευρωπαϊκούς μύθους και θρύλους, γεγονός που κάνει το σύνολο να ακούγεται αρκετά τετριμμένο.
Το ερώτημα είναι: ποιός εν έτη 2013 χρειάζεται έναν ακόμη δίσκο οπερατικού metal με γυναικεία φωνητικά μετά από τόσα ευρωπαϊκά, κυρίως, συγκροτήματα που αναμασούν εδώ και χρόνια την ίδια και ίδια συνταγή. ΡΕ, LIV-KRISTINE ΠΟΝΑΝΕ ΤΑ ΜΥΑΛΑ ΜΑΣ ΡΕ!!!


Καλλίνικος Ρήδας

MASTER KEY: “Sense Reversed”


Φίλοι του prog rock των ‘70s, να σας συστήσω στους Master Key
Τα αδέρφια Νίκος και Τάκης Ταβαλιόν από το Αίγιο, παρουσιάζουν το ντεμπούτο τους album, το οποίο είναι βγαλμένο από άλλες εποχές, τιμώντας σε όλη τη διάρκειά του συγκροτήματα και επιρροές από το παρελθόν, ταξιδεύοντας τον ακροατή σε μια εποχή που progressive δε σήμαινε απαραίτητα 120 νότες ανά μέτρο, και μουσική εξέλιξη περικοκλάδας.
Το πρώτο full length των Master Key έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που αγαπήσαμε στην prog πλευρά των ‘70s… Όμορφες μελωδίες στην κιθάρα που σε ταξιδεύουν, αντικαθιστώντας τα φωνητικά, πλήκτρα σε πρώτους ρόλους, vintage αισθητική, και (φαινομενικά) απλοϊκή μουσική προσέγγιση.
Οι Eloy, οι Yes, οι Pink Floyd και οι Hawkwind στήνουν prog χορό μέσα στις τέσσερις συνθέσεις (συνολικής διάρκειας 33 λεπτών) του “Sense Reversed” και οι εμπνευστές του οφείλουν να είναι περήφανοι για το αποτέλεσμα. Διότι το να κυκλοφορείς εν έτει 2013 έναν instrumental δίσκο με σαφέστατες ‘70s επιρροές θέλει τσαγανό, και όταν παράλληλα καταφέρνεις να παρουσιάζεις μια τέτοια ηχητική πανδαισία, τότε είσαι άξιος συγχαρητηρίων.
Από τις πιο ουσιαστικές δουλειές που άκουσα φέτος, με ένα artwork δια χειρός Μάνθου (Manster Design), το οποίο όχι μόνο κολλάει με το μουσικό περιεχόμενο, αλλά φαντάζει ως η επέκτασή του! Συγχαρητήρια!

Στέφανος Στεφανόπουλος

BENEDICTUM: “Obey”


Ακoλουθώντας πιστά τα βήματα συγκροτημάτων όπως οι Warrior, Psychotic Waltz και Rough Cutt, οι Benedictum έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα ισχυρό fan base και να θεωρούνται δικαίως από τους ισχυρούς πρεσβευτές στον χώρο του παραδοσιακού heavy metal.
Η μουσική τους, για όσους δεν γνωρίζουν, είναι ένα κράμα από τις προαναφερθέντες μπάντες εμπλουτισμένη με στοιχεία από Rainbow και πινελιές από επικά στοιχεία με δυνατές ερμηνείες από τη σέξι Veronica Freeman, πολύ καλή κιθαριστική δουλειά και καλοδουλεμένες συνθέσεις.
Το ντεμπούτο τους “Uncreation” ήταν και συνεχίζει να είναι ένα πολύ καλό δείγμα της μουσικής των Benedictum και γενικά ένα άλμπουμ που δεν πρέπει να λείπει από την δισκοθήκη κάθε τίμιου μεταλλά που σέβεται τον εαυτό του! Με σύμμαχο την Frontiers Records οι Benedictum επιστρέφουν στην σκηνή με το ολοκαίνουριο τους πόνημα που τιτλοφορείται “Obey” για να μας προσφέρουν ακόμη ένα δείγμα ποιοτικού μελωδικού metal.
Μετά το επικό intro “Dream Of The Banshee” ακολουθεί το “Fractured” όπου οι Benedictum εξαπολύουν έναν metal δυναμίτη με τα επιθετικά φωνητικά της Veronica Freeman να θυμίζουν Rob Halford! Ακολουθεί το ομότιτλο και αρκετά βαρύ “Obey” και το “Fighting For My Life” που κινείται στους ίδιους ρυθμούς. Η συνέχεια είναι λίγο πολύ η ίδια με το ένα heavy κομμάτι να διαδέχεται το άλλο μέχρι να φτάσουμε στο φανταστικό “Cry” που συναντάμε και τον μεγάλο Tony Martin. Ίσως από τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου αφού έχουμε να κάνουμε με μια κλασσική και πολύ 80’s power ballad. Στο “Apex Nation” έχουμε ίσως ένα από τα πιο heavy τραγούδια του δίσκου και ίσως ένα από τα πιο δυνατά που έχουν ηχογραφήσει ποτέ!
Κλείνοντας αυτό που έχω να προσθέσω είναι ότι οι Benedictum επέστρεψαν με έναν κλασσικό metal δυναμίτη που είναι έτοιμος να συμπαρασύρει τα πάντα στον δρόμο του και να κάνει κάθε headbanger πολύ πολύ ευτυχισμένο!


Βασίλης Χασιρτζόγλου

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

LEASH EYE: “Hard Truckin’ Rock”


Νικητές του πολωνικού Wacken Metal Battle, έχοντας παράλληλα παίξει στο Sonisphere Festival μαζί με Iron Maiden και Motorhead.
Southernιά με hard rock χαρακτήρα, έτσι όπως μας τον έμαθαν οι Spiritual Beggars επί εποχής Spice. Ίδιου επιπέδου; Όχι, μιας και εδώ δεν υπάρχει Amott, αλλά καθόλα απολαυστικό!
Το hammond του Piotr (Voltan) Sikora σε συνεπαίρνει, οι μπασογραμμές και τα ρυθμικά των Marek (Marecki) Kowalski και Lukasz (Konar) Konarski, κρατούν τις συνθέσεις στιβαρές, τα riff του Arkadiusz (Opath) Gruszka θα τα ζήλευαν πολλές μπάντες του χώρου (παρόλο που δε θα το παραδεχόντουσαν), ενώ τα φωνητικά του Sebastian (Sebb) Panczyk έχουν ακριβώς αυτό το feeling που άνθρωποι σαν τον προαναφερθέντα Spice, έδωσαν στο ιδίωμα.
Το κουιντέτο από την Πολωνία βάζει γυαλιά σε πολλούς του είδους, πατώντας μουσικό γκάζι για να προσπεράσει τα όποια “γατάκια” βρεθούν στο ηχητικό διάβα του. Δεν τους ήξερα, τους έμαθα, και μιας και το “Hard Truckin’ Rock” είναι η τρίτη τους δουλειά θα ψάξω αμέσως και για τις υπόλοιπες!
Φίλε Apollo, συγγνώμη που θα το πω, αλλά μόλις βρήκα τον άνθρωπο που θα έπρεπε να βρισκόταν πίσω από το μικρόφωνο των Spiritual Beggars…

Στέφανος Στεφανόπουλος

PHASE REVERSE: “And Man Created God”

Κοίτα πράγματα... Μια γουλιά καφέ και τι σου ήρθε τώρα; Πατάς το play, Phase Reverse και “And Man Created God” λέει ο τίτλος και ανοίγεις τη ντουλάπα σου. Κάπου είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω από τα κοντομάνικα, ανέσυρα το παλιό μου thrashάδικο jacket.
Προφανώς λιωμένο, πέρασαν και 25 χρόνια από τότε, μπήκαν και κάτι κιλά. Φόρεσα και τα Ray – Ban (από από το περίπτερο ήταν, μην ψαρώνεις), Jo... δε βλέπεις την τύφλα σου, είσαι και ξυδάτος, γαμώ τα Σαββατόβραδα της Ασφάλτου Άντζυς. Κοίταξα με καθαρή μεσήλικη hangoverίτιδα και υποκριτική μαγκιά τον καθρέφτη και... Ω, της παρακμής το κάγκελο. Αυτά τα ρεμάλια, οι Phase Reverse πώς στον πέοντα τα καταφέρνουν και ακούγονται τόσο cool, το φελέκι μου; Θέλει balls τελικώς για να ακούγεσαι φρέσκος, ενώ τα πλαίσιά σου κινούνται σε γνωστές ακολουθίες: heavy as fakk, αντρίλα, hard άποψη και η περηφάνια του “παράτε με, ότι γουστάρω κάνω”;
Μετά από συμμετοχή σε συλλογές, μια αυτοχρηματοδοτούμενη ομότιτλη δουλειά, ένα singleάκι (“Mindblow”)  και πολλές συναυλιακές δραστηριότητες, αυτό εδώ το κουαρτέτο μπαίνει με το νέο τους album σε επιτελικό ρόλο στα δρώμενα της αφοσιωμένης στο Sabbath-ικό, αμερικανικής κοπής αλλά με τη σφραγίδα αυθεντικότητας της εγχώριας σκηνής, desert heavy metal.
Βουτηγμένα στο καυλόνερο, 15 καταπληκτικά τραγούδια συρραμμένα για ανομολόγητες ιστορίες της καθημερινότητάς μας με θρεμμένο μέσα τους το μικρόβιο της μουσικής για διασκέδαση και όχι απλώς διασκεδαστικής μουσικής. Και πατώντας πάνω σε άμεσα μεν, τριπαρισμένα και έγκαυλα δε, θηριώδη και πρωτογενή riffs, η μπάντα καταφέρνει όχι μόνο να εδραιώσει το metal της στο σήμερα του συγκεκριμένου ύφους αλλά είναι ικανή με το υλικό που διαθέτει να κοιτάξει στα μάτια οποιοδήποτε αστραφτερό mainstream όνομα που συχνάζει στις “ενημερωμένες” radio/ bar friendly playlists (εδώ, ας μου επιτραπεί από τη σύνταξη να γελάσω... πνιχτά και μόνος μου...) και να προκαλέσει παραλήρημα στους θρησκευτικά ταγμένους στην εξέλιξη του rock. Ναι, ακούγοντας τόσα χρόνια μέχρι και σήμερα ογκόλιθους όπως τους Corrosion Of Comformity, τους Kyuss, τους Monster Magnet και φυσικά τους δικούς μας ΤΕΡΑΣΤΙΟΥΣ Nightstalker, είναι εντελώς αδύνατον να μην αντιληφθείς ότι στο κούτελο τους γράφει με μεγάλα γράμματα “Yeah, Let's Rock!”.
Το “And Man Created God” αποτελείται από δεκαπέντε χορταστικότατα κομμάτια, έτοιμα να γεμίσουν κάθε ηχητική ανάγκη. Ποιό να πρωτοξεχωρίσω; Το karagkouna sludge “Land Of Five”, ένα γνήσιο δημοτικό τραγούδι συνοδεία της doom κιθάρας; Τα φοβερά “Born To Be Dead” (μάγκες, πρόκειται περί ύμνου) και “Kill To Repent” που θα ήταν περήφανος ο Mike Dean αν είχε δημιουργήσει για τους Corrosion Of Comformity; Τα Wyndorf-ικά “Fuck For A Buck” και “Tight Rope” (καταπληκτική μπαλάντα που φέρνει στο νου, όλο το 70's- 80's southern rock, όπως βέβαια το εμπλούτισαν οι Pantera και οι συνέπειες των Down του Anselmo); Τα κάργα Sabbath-ικά “ESC”, “Slaver” και “Free And Deranged”; Το doom κατράμι του ομότιτλου; Τα “Ναί ρε! Γουστάρουμε 'stalker ρε αιδοία!” “Divide And Conquer”, “Alone And Broken”; Την speed μανία του πρώτου single “Mindblow”; Ή την νέγρικη πίκρα (λες να διαφέρει από την ελληνική λευκή του Βαμβακάρη;) του καπνισμένου επιλόγου “Earthing”;
Η παραγωγή του δίσκου είναι ένα θέμα προς συζήτηση κι αυτό όχι γιατί έχει να κάνει με την ποιότητα στον ήχο που ακούς. Προσωπικά, το καταχαίρομαι όταν δεν ακούω “γυαλάδες”, ειδικά σε ένα στυλ που η βρωμιά είναι βασικό δομικό στοιχείο. Τα όργανα ακούγονται καθαρότατα, άλλωστε είναι εντυπωσιακή η απλότητα των riff του Chief ενώ την παράσταση κλέβει ο εντυπωσιακός μπασίστας Dragon-K που όχι απλώς συμπληρώνει, αλλά ειδικά σε κάτι εισαγωγικά θέματα και ανάμεσα στα solo, κυριολεκτικά κεντά πάνω στο όργανό του. Ο δε drummer (και καλός φίλος, αλλά μην το δέσεις κόμπο με το κείμενο, αν δεν άξιζαν, θα ελάμβαναν τα cochonnes μου...) Alex, παίζει...εεεεε....Ward-ικά. Παθιασμένα, στακάτα και χτίζει τον τοίχο πάνω στον οποίο κλιμακώνονται οι μελωδίες της μπάντας. Τα δε φωνητικά του Τάκη, αξιοπρεπέστατα, δυνατά και αντρικά όπως αρμόζουν στις ιστορίες που τραγουδά. Θα στο ξαναγράψω. “Τραγουδά”. Δεν αγκομαχά, ούτε σφίγγεται. Χωρίς ίχνος υποκρισίας στη φωνή του, συμπληρώνει αψεγάδιαστα το puzzle των Phase Reverse.
Το “And God Created Man” το απόλαυσα στην κυριολεξία και τώρα που τελειώνω των αναρρωτικό καφέ μου σκέφτομαι ότι, θα ήταν ευχής έργον να άκουγα μέρη του και κατά τις βραδινές μου εξόδους στα κατά τόπους rock bar, υπό συνοδείας των brandy μου. Είναι γεμάτο “hits” και εμπεριέχει πολλά στοιχεία των κινήτρων αφοσίωσης σε έναν καθολικό (και μέσα στο “-ολικό” είναι και το μουσικό) τρόπο ζωής που τείνουν να ξεχαστούν, ακριβώς γιατί είναι σημείο των καιρών η εξομοίωση της “rock” καρδιάς με τις “rock” ακροάσεις. Και δεν απευθύνομαι μόνο σε ενθουσιασμένα νιάτα, που ούτως ή άλλως έχουν δικαίωμα να αναζητήσουν τους δικούς τους ήρωες στη γενιά που ζούνε αλλά μέχρι και σ' εσένα φίλε της καλής μουσικής, που ίσως μέσα από το facebook (ναί μωέ, ασχολείστε και με άλλα κοινωνικά δίκτυα...) γνώρισες το παλιοrock και ίσως το melodic metal των 80's και σου άνοιξε για λίγο κάποιους ορίζοντες (το ότι βέβαια το γύρισες σε Evanesence και Marilyn Manson στην πορεία, είναι άλλο καπέλο).
Όσο για εσένα, τον “μέσα για μέσα” που κοιτάς στον καθρέφτη, μην ντρέπεσαι και μην υποκρίνεσαι, το jacket δεν μπαίνει με τίποτα όσο και να το τραβάς αλλά το να θυμάσαι και να αναγνωρίζεις είναι δική σου δουλειά, αποκτώντας το “And Man Created God” των Phase Reverse, εκτός εάν ήσουν κάποτε στο fan club των “Τρύπες”, οπότε γάμα το.

Ιορδάνης Κιουρτσίδης

OVERPOWER: “It takes a little time”


Μπράβο, ρε Σαλονίκη! Ήθελα να ακούσω κάτι τέτοιο.
Οι Overpower μας προσφέρουν ένα απλό και κατανοητό hard rock με πολύ έξυπνα στημένα κομμάτια, κιθάρες πολύ εμπνευσμένες από Σουηδικά συγκροτήματα τις τάξεως Nomads, Hellacopters και ένα σύνολο που μπορείς να ακούσεις από την αρχή, με το hit “Are you Ready” ως το τέλος, χωρίς να πεις, “ουφ βρε, αδερφέ πάλι”;
Αφού περνούν από το πιο κουστουμάτο rock n roll των Hellacopters καταλήγουν στο πιο αλήτικο των Airborne και θέτουν εαυτούς σε υποψηφιότητα για ένα από τα πιο απολαυστικά και επιτέλους, διαφορετικά ελληνικά πράγματα!
Κουνιέσαι εύκολα με κομμάτια σαν το “On The Way to the top” και το ίσως καλύτερο του album, “It's a new day”, όπου αντιλαμβάνεσαι το δεμένο rhythm session τους και την όρεξη να ροκενρολάρουν μέχρι τέλους.
Δεν φοβούνται την καβλάντα και respect στον τίτλο του κομματιού “Frap's time” και θα σε κάνουν να κουνηθείς ως το πρωί.
Κολλητικά riffs, ρεφρέν που εύκολα θυμάσαι, φωνητικά πολύ πολύ καλά και ικανοποιητική παραγωγή που βοηθάει να χορτάσεις ακόμα περισσότερο τη μουσική των Overpower!
VIVA, SALONICA! Οι Αθηνέζοι σε χαιρετούν!
Υ.Γ. Ελάτε κατά δω, ρε μάγκες να σας καμαρώσουμε!


Δημήτρης Μαρσέλος

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2013

STEVE HACKETT: “Genesis Revisited- Live At Hammersmith”


Την περασμένη χρονιά ο σπουδαίος μουσικός και καλλιτέχνης Steve Hackett είχε κυκλοφορήσει το εξαιρετικό “Genesis Revisited II” με το οποίο ξαναεκτέλεσε  μερικά από τα κορυφαία αλλά και αδικημένα τραγούδια του συγκροτήματος που τον έκανε διάσημο τους Genesis αλλά και μερικές συνθέσεις από τις σόλο δουλειές του.
Με αφορμή λοιπόν αυτή την θαυμάσια δισκογραφική έκδοση, ο Steve Hackett  θεώρησε ορθό να κυκλοφορήσει και το ανάλογο live (3CD/ 2DVD) από την  ανάλογη τουρνέ που πραγματοποίησε. Το να επαναλαμβάνω πόσο  καταπληκτικές και μοναδικές είναι όλες οι συνθέσεις και οι εκτελέσεις του “Genesis Revisited -Live At Hammersmith”, πιστέψτε με δεν έχει νόημα. Απλά βάζετε σε μία ήρεμη βραδιά στο σπίτι ή σε ένα μεγάλο ταξίδι με το αυτοκίνητο σας, να παίξει τούτο το ονειρικό live και να είστε σίγουροι ότι  θα πλημμυρίσετε από  δυνατά συναισθήματα, μελωδικές αναμνήσεις και η ψυχή σας θα νιώσει τις έντονες prog-rock δονήσεις που μας έρχονται απευθείας από τα  δοξασμένα ‘70
Στο “Genesis Revisited -Live At Hammersmith” συμμετέχουν και απολαμβάνουμε τους Amanda Lehmann, John Wetton (Asia, Family, King Crimson, Uriah Heep, UK), Nik KershawJakko Jakszyk (King Crimson, Tom Robinson, Level 42) και τον κιθαρίστα Steve Rothery (Marillion). 


Φώτης Μελέτης

KICK: “Memoirs”


Οι KICK έχουν μία μικρή αλλά ενδιαφέρουσα πορεία στο χώρο του βρετανικού melodic hard rock, με δύο καλούς δίσκους και κάποιες συμπαθητικές demo κυκλοφορίες, δισκογραφικά όμως η πορεία τους έχει διακοπεί από το 2004 και το συγκρότημα των αδελφών Chris και Mikey Jones  όλο αυτό το διάστημα δεν είχε δείξει κάτι αξιοσημείωτο, εξαιρεμένου ενός σόλο δίσκου του μπασίστα Mikey  Jones το 2006 αλλά και μερικά καλά support με τους Thunder και τους Magnum.
Οι KICK λοιπόν επανέρχονται με το “Memoirs” και στα φωνητικά πλέον δεν βρίσκεται ο εξαιρετικός Nick Workman, μιας και έχει αφιερωθεί στο πετυχημένο μουσικό εγχείρημα των VEGA και τον ρόλο του αναλαμβάνει ο Mikey Jones. Το συγκρότημα έχει αρκετές επιρροές από τους Harem Sacrem, Def Leppard και Alice Cooper αλλά και αρκετές από τους Foo Fighters ενώ η φωνή του Mikey Jones ακούγεται ως πιστό αντίγραφο του θρυλικού Alice κάτι που είναι εμφανές συνθετικά σε ολόκληρο “Memoirs” με χαρακτηριστικά τα “Radio”, “Come Back” και “Highway To The Sun”.
Το “Doesn't Take Much” ακολουθεί τα βήματα των Def Leppard ενώ το “Urban Refugee” ξεφεύγει λίγο από το ύφος της μπάντας μιας και ακούγεται σαν ένα μίγμα του κλασσικού “Ender Sadman” εμπλουτισμένο με garage rock σόλο και BOC ατμόσφαιρα των πρώτων ημερών.
Τραγούδια που ξεχωρίζουν και έδειξαν να ξεφεύγουν από την μετριότητα είναι τα “The Futures Ours”, το μελωδικό “Thrill Seeking Junkie” και το καταπληκτικό “Never Lost That Feeling” με την δυναμική κιθαριστική εισαγωγή του.
Συνολικά το “Memoirs” δεν περιέχει εκείνα τα στοιχεία έμπνευσης και δημιουργίας που θα συγκινήσουν ιδιαίτερα. Φαίνεται ότι  η μακρόχρονη αποχή τους από τη  δισκογραφία δεν τους έκανε καλό και παρότι ενορχηστρωτικά και στο θέμα της παραγωγής ακούγονται όλα ικανοποιητικά, το τελικό αποτέλεσμα νομίζω αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση μοιρασμένο σε καλές και μέτριες στιγμές.


Φώτης Μελέτης

TED NUGENT: “Ultralive Ballisticrock”


Είναι πάνω από 40 χρόνια που αποδεικνύει τον τίτλο του "Motor City Mad Man", ο ιδιόρρυθμος, χαρισματικός, ακραίος πολιτικά μουσικός και άνθρωπος με το όνομα Theodore Anthony Nugent.
Ένας ταλαντούχος, υποτιμημένος κιθαρίστας εξαιτίας της αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς του. Όμως εδώ παρουσιάζουμε τη δημιουργία του καθενός και δεν κρίνουμε και πολύ περισσότερο δεν κατακρίνουμε το χαρακτήρα των ανθρώπων!
Έτσι λοιπόν, στα 65α γενέθλια του, κυκλοφορεί ως αναμνηστικό της γιγαντιαίας περιοδείας του στην Αμερική με τον τίτλο "I Still Believe" το διπλό αυτό cd  συνοδευόμενο από ένα χορταστικό dvd επιγραφόμενο "Ultralive Ballisticrock".
Με μία εκπληκτική μπάντα, που αποτελείται από τους Derek St.Holmes (ρυθμικός κιθαρίστας και φωνή στη μπάντα του από την πρώτη στιγμή), ο μπασίστας Greg Smith (Wendy O. Williams, Alice Cooper, Rainbow, Blue Öyster Cult, Dokken, Vinnie Moore, Joe Lynn Turner, Tommy James & the Shondells, Alan Parsons, The Turtles, Felix Cavaliere, Chuck Negron, Joey Molland, Denny Laine, Mitch Ryder) και τον Mick Brown στα ντραμς (Dokken, Lynch Mob,  Tooth and Nail) παρουσιάζει ζωντανά τις συνθέσεις του Ted Nugent καθώς και την  θεότρελη, ιδιόρρυθμη σκηνική παρουσία του – ηχογραφημένο στην  Πενσυλβάνια το καλοκαίρι του  2011 – διαλύοντας απλά τα ηχεία και την τηλεόραση του σπιτιού σας!
Με σήμα κατατεθέν το καπέλο του αγελαδάρη, γιλέκο στρατιωτικό, μπλου τζηνς  και την κλασική Gibson Byrdland κιθάρα του, ο "Nuge" (άλλη προσφώνηση)  παρουσιάζει εκπληκτικές εκτελέσεις των "Free For All" και "Stormtroopin" (σε αυτό τραγουδά ο St Holmes εκπληκτικά), για να ακολουθήσει το funk "Wango Tango", που "ανασταίνει" τον James Brown για να συνδράμει στα  φωνητικά… μαγεία.
Όλη η παράσταση είναι μοναδικό υπερθέαμα και εάν είστε φίλοι της ΜΟΥΣΙΚΗΣ αναντίρρητα αυτό το "μνημείο" πρέπει να κοσμεί σίγουρα τη δισκοθήκη σας! Στη δική μου, ήδη κατέχει περίοπτη θέση!


Νότης Γκιλλανίδης

MOUNTAIN: “Twin Peaks”


Οι τεράστιοι, και συνάμα παραγκωνισμένοι, Mountain ιδρύθηκαν το 1969 στη Νέα Υόρκη, με το ντεμπούτο τους (“Climbing!”), το οποίο περιέχει το rock ύμνο “Mississippi Queen”, να θεωρείται κλασικό δείγμα blues rock μουσικής.
Ύστερα από μια εξαιρετική συνέχεια, με τίτλο “Nantucket Sleighride” και μια κάπως αμφιλεγόμενη δουλειά (καθότι λειψή) ονόματι “Flowers of Evil”, η μπάντα διαλύεται πρόσκαιρα λόγω εσωτερικών προβλημάτων, με κύριο τις καταχρήσεις του κιθαρίστα και frontman, Leslie West. Το 1972, αντί επιλόγου, κυκλοφόρησε το “Mountain Live: The Road Goes Ever On”, με ζωντανές ηχογραφήσεις που είχε στο αρχείο του το συγκρότημα.
Το Φεβρουάριο του 1974 όμως το group ανασυγκροτήθηκε και προτού βγάλει νέο studio album, κυκλοφόρησε ένα χορταστικό διπλό (τότε) live album, ηχογραφημένο στην περιοδεία που έκανε στην Ιαπωνία!
Το “Twin Peaks” παρουσίασε ένα πιο ολοκληρωμένο live πρόσωπο των Mountain, σε ένα άτυπο best of που ο ήχος του αποπνέει το ‘70s feeling που χαρακτήρισε τη μπάντα.
Το live ξεκινάει το “Never In My Life” από το ντεμπούτο τους και συνεχίζει με το άκρως μελωδικό “Theme for an Imaginary Western”, από τον ίδιο δίσκο. Η studio εκτέλεση του “Blood of the Sun” που ακολουθεί, βρίσκεται στην πρώτη solo δουλειά του Leslie West που βγήκε στην αγορά το 1969 και ονομάζεται “Mountain”! Το (άτυπα) πρώτο μέρος, κλείνει με ένα κιθαριστικό solo, το οποίο οδηγεί στην τεράστια, από χρονικής άποψης, εκτέλεσης ενός εκ των κορυφαίων συνθέσεων της μπάντας, του “Nantucket Sleighride” (από τον ομώνυμο δίσκο). Η διάρκειά του στο “Twin Peaks” αγγίζει τα 32 λεπτά (αντί των σχεδόν 6 που είναι κανονικά) και αποτελεί από μόνο του το δεύτερο μέρος του live.
“Crossroader” από το “Flowers of Evil” για τη συνέχεια, με το all time classic hit, “Mississippi Queen” να παίρνει τη σκυτάλη. Ο ήχος καθόλη τη διάρκεια του “Twin Peaks” δεν είναι ιδιαίτερα καθαρός, προσφέροντας την, κατ’ εμέ, απαραίτητη ατμόσφαιρα (και βρωμιά ενίοτε) που χρειάζεται ένα live album εκείνης της εποχής. Ακολουθεί άλλο ένα κομμάτι από το “Climbing!”, το “Silver Paper”, ενώ το τρίτο και τελευταίο μέρος, κλείνει με τη διασκευή του σχήματος στο “Roll Over Beethoven” του Chuck Berry (την οποία είχαμε συναντήσει και στο “Flowers of Evil”).
Σίγουρα σε κάποιους θα λείψουν κομματάρες όπως “For Yasgur’s Farm” και “Don’t Look Around”, αλλά όπως και να έχει, το “Twin Peaks” αποτέλεσε μια εξαιρετική επιστροφή της μπάντας (παρότι live).
Για την ιστορία, τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς βγήκε στην αγορά το album “Avalanche” και στις 31 Δεκεμβρίου του 1974 η μπάντα έδωσε ένα τελευταίο show στη Νέα Υόρκη, κηρύσσοντας για μια ακόμη φορά τη διάλυσή τους. Το 1983 ένα από τα ιδρυτικά μέλη των Mountain, ο μπασίστας Felix Pappalardi δολοφονείται από τη γυναίκα του και οι επαναδραστηριοποιημένοι από το 1981 Mountain, επιστρέφουν δισκογραφικά το 1985 με το “Go For Your Life”, μια δουλειά αφιερωμένη στον εκλιπόντα Pappalardi. Από τότε ανά χρονικά διαστήματα, το συγκρότημα επανεμφανίζεται με κάποιο νέο album, με το τελευταίο, “Masters of War”, να κυκλοφορεί το 2007 και να απαρτίζεται από διασκευές σε κομμάτια του Bob Dylan, με τη συμμετοχή των Ozzy Osbourne και Waren Haynes (είχαν προηγηθεί τα “Man’s World” το 1996 και “Mystic Fire” το 2002).
Οι Mountain παραμένουν ενεργοί, και παρόλο που δισκογραφικά δεν παρουσιάζουν την ίδια μουσική ζέση με αυτή των πρώτων δουλειών τους, η συνθετική τους παρουσία στις αρχές των ‘70s, έβαλε ένα αρκετά σημαντικό λιθαράκι στο Rock και στην εξέλιξή του. 

Στέφανος Στεφανόπουλος

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...