Τετάρτη 18 Δεκεμβρίου 2019

Eclipse: ''Paradigm"


Έβδομη δισκογραφική δουλειά για τους Σουηδούς Eclipse, οι οποίοι κι αυτή την φορά θέλουν να μας τρελάνουν. To ''Paradigm'' έχει κυκλοφορήσει εδώ και λίγους μήνες σχεδόν και δε περνά μέρα που να μην ακούσω έστω και ένα τραγούδι. Υπήρχαν δείγματα μεγάλου συγκροτήματος από τα δυο προηγούμενα άλμπουμ αλλά εδώ οι Σουηδοί μπαίνουν στο πάνθεον.

Το άλμπουμ της χρονιάς Κυρίες και Κύριοι (μετά το Western Stars του αφεντικού ,που δε συγκρίνεται με κανένα).
Το "Paradigm" ξεκινά με το ''Viva la victoria'' όπου δείχνει τις διαθέσεις των Σουηδών ώστε να κατακτήσουν τη κορυφή. Ακολουθεί το "Mary Leigh'' όπου θα μπορούσε να είναι και τραγούδι eurovision , το οποίο θα μας έκανε υπερήφανους εμάς τους "σκληρούς" ροκάδες.
Το ''Blood wants Blood '' είναι από τα πιο ώριμα κομμάτια τους άλμπουμ ,με υπέροχη μελωδία και καταπληκτικούς στίχους ενώ το ''Shelter me '' χαμηλώνει την ένταση αλλά αυτό το ρεφρέν σε πετά στο διάστημα!
Ακολουθεί ο ύμνος ''United'', γηπεδικό τραγούδι που μόνο μεγάλες μπάντες γράφουν. Θα μπορούσε να είναι ύμνος για ολόκληρο το ιδίωμα και ειλικρινά όποτε το ακούω ανατριχιάζω.
Με μεγάλη ταχύτητα έρχεται το ''Delirious'' το οποίο ξεκινά με ένα όμορφο κιθαριστικό μέρος, υπέροχο σόλο και το ρεφρέν για άλλη μια φορά σου κολλά στο μυαλό.
Το ''When The Winter Εnds '' ίσως είναι το πιο pop κομμάτι, όμορφο και ταξιδιάρικο και ραδιοφωνικό (γιατί τα υπόλοιπα τι είναι Uα μου πείτε).
Το "38 or 44'' είναι το πιο σκοτεινό και βαρύ κομμάτι του δίσκου ενώ στο ίδιο μοτίβο κινείται και το ''Never Gonna Be Like You''. Ποιος θα πίστευε ότι το καλύτερο κομμάτι θα είναι το δέκατο.
Το ''Masquerade'' τα έχει όλα, απλά και λιτά και ας μιλούν κάποιοι για αντιγραφές.
Όταν η έμπνευσή σου βρίσκεται στο Ζενίθ,ακόμα και το 11ο τραγούδι σου είναι κορυφαίο.
Το ''Take me home'' προκαλεί συγκίνηση και νοσταλγία με τα drums να σου τρυπούν τη ψυχή από την ένταση και κάθε λέξη του Erik Mårtensson τσακίζει κόκαλα.
Το άλμπουμ της χρονιάς Κυρίες και Κύριοι (μετά το Western Stars του αφεντικού που δε συγκρίνεται με κανένα).

Γιάννης Γιουρτζάκης

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019

Νoely Rayn: "Perfect is not Enough"


Είναι αλήθεια πως είχα ακούσει διάσπαρτα τραγούδια στην πρωτόλεια μορφή τους εδώ και πολλούς μήνες και μετανιώνω που εργασίες, ασθένειες και η καθημερινότητα μου στέρησαν την ευκαιρία να παρακολουθήσω πρόβες της μπάντας λίγο πριν και μετά την κυκλοφορία της δεύτερης δισκογραφικής τους δημιουργίας.


Αποφάσισα λοιπόν να γράψω την κριτική παρουσίαση έχοντας ακούσει τις συνθέσεις (όσες τελικά αποφάσισε η μπάντα.) ζωντανά στην συναυλία που έδωσε σχετικά πρόσφατα η μπάντα στο Fuzz Club μαζί με τους επίσης εξαιρετικούς Cellar Stone και Sl Theory.
Πάντοτε, το συγκρότημα που δημιουργήθηκε  από το ''Thin Lizzy fan club'', έδινε το απώτατο των μουσικών, άψογων και καλοπροβαρισμένων ικανοτήτων και του πάθους των μουσικών που την απαρτίζουν, για τη μουσική.
Έπειτα λοιπόν από ένα εξαιρετικό ντεμπούτο που έγινε sold out, οι μελωδικοί NOELY RAYN επέστρεψαν δημιουργώντας το ''Perfect Is Not Enough'', που από τον τίτλο θέτει τις φιλοδοξίες της μπάντας ώστε ο νέος δίσκος να είναι περισσότερο περίτεχνος, αψεγάδιαστος και πολυποίκιλος από ό,τι ο προηγούμενος.
Το κλασικότροπο μελωδικό hard rock τους το σεξτέτο το εμπλουτίζει με διάφορες μουσικές επιρροές και δημιουργεί ένα δίσκο πιασάρικο συνάμα όσο και μελωδικότατο.
Σίγουρα, η μουσική επιρροή τους είναι τα γνήσια τέκνα της Ιρλανδικής γης (Phil Lynnot, Gary Moore) αλλά το ευτύχημα που τους τοποθετεί πλέον στις σπουδαίες ευρωπαϊκού επιπέδου μπάντες είναι ότι η  ταυτότητα τους η προσωπική, είναι πλέον διάχυτη παντού.
Οι Noely Rayn, δημιουργούν τις μουσικές τους δημιουργίες, με διπλή κιθαριστική παρουσία από τους ''μουσικούς Διόσκουρους'' Πάνο Παπαπέτρο και  τον Γιάννη Σίννη, συγκλονιστικούς όπως πάντοτε σε κιθαριστικά  ντελίριο και επιπλέον με έξοχες δόσεις μελωδικών αρμονικών ενορχηστρώσεων  με εμφανέστατες πινελιές παλιού καλού AOR.



Αξιοσημείωτη επίσης είναι η πρόοδος στην παραγωγή καθώς και στις ενορχηστρώσεις γεγονός που είναι εμφανές με την σύνθεση που ανοίγει το δίσκο, ''No More Restless Feelings'', ''πλουσιότατη'' σύνθεση σε περίτεχνη ενορχήστρωση και μουσικότητα απαράμιλλη.
Η κλασικότροπη AOR επιρροή της μπάντας ξεκάθαρη στο ''World of Liars'', με το μελωδικοροκάδικο ''Try to Survive'' να έχει όλα τα στοιχεία του αμερικάνικου μελωδικού hard n heavy.
Η πανέμορφη ''μεταχείριση'' του AOR  στο  ''Broken Windows'' είναι μοναδική, ενώ το ''Bleeding’'' έχει το ''κατιτίς'' του από την πανέμορφη σκανδιναβική μελωδική hard rock σκηνή.
Οι επιδράσεις από τα λατρεμένα '80ς και το ''αρενικό'' πνεύμα  του rock n’ roll ολούθε στο ''69 Hours'' με τις κιθάρες να ''παρτάρουν'' ασύστολα. Συναντάμε περιχαρείς και πάλι το US hard ‘n heavy ύφος  του μελωδικού rock στο ''Waiting for a Magic Sign'' και πολύ μας ευαρεστεί.
Με το ''Driving Home'' η μπάντα μεταλλάσσεται για μία ακόμη φορά και παρουσιάζει  μία  ραδιο-φιλική σύνθεση που μου θυμίζει χρόνια όπου φίλοι και εγώ ως ραδιοερασιτέχνες παρουσιάζαμε ανάλογες εκπομπές, με την παρουσία της Βίκης Αρχοντούλη (από παλιές καλές και αγαπημένες εποχές…) να δίνει διαφορετικό ''χρώμα'' στην σύνθεση, ενώ το ''Lost & Found'' που ακολουθεί θέλει τους Noely Rayn να αποτίουν ''φόρο τιμής'' στους πολυαγαπημένους Toto  και ιδιαίτατα στον Lukather.
Το ομότιτλο ''Perfect Is Not Enough'' είναι μία midtempo tune με πολυποίκιλα ακούσματα στα μουσικά όργανα και ένα δυναμικότατο δεύτερο μέρος με πλήθος AOR στοιχείων από τα μελωδικότατα τέλη των '80ς.
Για το κλείσιμο του δίσκου η μπάντα μας παρουσιάζει μία σύνθεση με  proggy πινελιές ημιμπαλαντοειδούς μορφής, το εξαιρετικής μουσικότητας ''The Bitter Truth'', μία περίτεχνη σύνθεση ύφους και μουσικής πλοκής πάλι αλά Toto και με ένα ''θανατερό'' σολάρισμα κιθάρας.
Πιστεύω ακράδαντα πλέον και μετά από πολλαπλές ακροάσεις, πως το ''Perfect Is Not Enough'' είναι καλύτερο από την προηγούμενη κυκλοφορία-που ήταν επίσης εξαιρετική-  καθώς η μπάντα των Noely Rayn έχει αποφύγει σχεδόν κάθε μουσική κοινοτυπία που την συνδέει και την συγκρίνει με το παρελθόν των –ομολογουμένως επιτυχημένων και άριστων διασκευών- και παρουσιάζει ατόφια τη μουσικότητα και την συνθετική ικανότητα των μελών της.
Μελωδικότατο σε όλη την μουσική πορεία του, εντυπωσιακό σε εξέλιξη συνθέσεων είναι ο κατάλληλος σύντροφος για όλους τους κλασικοροκάδες που έχουν εντρυφήσει και στον μελωδικό ήχο.
Το λάτρεψα ήδη και ανυπομονώ ήδη για την συνέχεια.

Νότης ''Try to Survive'' Γκιλλανίδης

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

Work Of Art: "Exhibits"

Και οι δισκάρες από την σκανδιναβική χερσόνησο έρχονται με το ''έλκηθρο του Αι Βασίλη'' για μία ''πρώιμη'' πρωτοχρονιά ή και για να προλάβουν την είσοδο τους στην λίστα με τις καλύτερες κυκλοφορίες της χρονιάς που κλείνει…

Έπειτα από τέσσερα χρόνια οι ''σουηδοAOR γίγαντες 'Work Of Art επιστρέφουν (επιτέλους!!!) με νέα κυκλοφορία, το εκπληκτικό ''Exhibits''. Τουλάχιστον είχαμε την χαρά να ακούσουμε στα  2018, το ιδρυτικό μέλος και κιθαρίστα της μπάντας Robert Sall να κυκλοφορεί το νέο  W.E.T. άλμπουμ και έπειτα σε συνεργασία με τον εκπληκτικό τραγουδιστή των FM, Steve Overland,  να κυκλοφορούν τον σπουδαίο δίσκο  'Groudbreaker''.
Το ''Exhibits'' είναι ακόμη μία φορά δημιουργικός ''καρπός'' των  Sall του τραγουδιστή Lars Safsund και του ντράμερ  Herman Furin. Στο μπάσο και τα πλήκτρα εμφανίζονται σπουδαίοι μουσικοί με προεξάρχοντα, στα πλήκτρα,  τον Αμερικανό  Vince DiCola, παγκόσμια γνωστό για την καταπληκτική δουλειά του στη μουσική επένδυση δύο αξέχαστων ταινιών, του ''Staying Alive'' και του ''Rocky IV''.Ο  DiCola συμβάλλει με τα εκπληκτικά του πλήκτρα στην εξαιρετική σύνθεση  παλιομοδίτικου ύφους 80ς,''This Isn't Love''.
Οι Work Of Art στο δίσκο αυτό προσφέρουν ηχητικά κλασσικότροπο  AOR-μελωδικό  rock με πινελιές καλοδεχούμενου και ευάκουστου Westcoast, συνδυάζοντας  τα ''μεταξένια'' φωνητικά του Safund  και τη δεξιοτεχνία του Sall στις κιθαρ-ωδίες.  Σπουδαίες συνθέσεις πρώτης γραμμής είναι  τα ''Be The Believer'', το ''ταξιδιάρικο'', ''Another Night'' και το προσωπικά λατρεμένο με πλούσια στοιχεία  παλιομοδίτικης πλούσιας μουσικότητας,  ''Let Me Dream''.
Επίσης εξαιρετικά είναι τα ''Misguided Love'', ''Come Home'', '' Destined To Survive'' που βρίθουν από εύρυθμο και δεξιοτεχνικό μελωδικό rock . Υπάρχουν και οι εξαιρετικές συνθέσεις που κινούνται στα όρια  του  hard rock όπως το ξεσηκωτικό ''Be The Believer''.
Ευέλικτες  και μονίμως υπαινικτικές  κιθάρες στα μελωδικότατα ''Gotta Get Out''  και  ''What You Want From Me'' (σας θυμίσουν Eddie Van Halen μόλις ακούσετε την εισαγωγή…) πριν καταλήξουν σε αμιγώς συναυλιακούς ύμνους.
Ο Sall με την κιθάρα του στο ''Scars To Prove It''  ακροβατεί επιδέξια και μας αρέσει πολύ  μεταξύ  rock και  funk μουσικών φράσεων. Στις δε τρεις συνθέσεις,  ''This Ain't Love'', ''Come Home'', ''What You Want From Me'' είναι τόσο έντονη η παρουσία των καλεσμένων στα πλήκτρα που οι συνθέσεις  κυριολεκτικά ''απογειώνονται''.
Ουσιαστικά, το ''Exhibits" είναι όλα όσα ο ρέκτης της μελωδικοαορο κατάστασης προσμένει: πιασάρικο, άκρως διασκεδαστικό, συναυλιακά δημιουργημένο, κλασσικότροπο AOR rock.
Αφεθείτε ελεύθερα!!!!

Νότης '' Let Me Dream'' Γκιλλανίδης

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

The Waterboys, live @ Piraeus Academy (live report)

Το ελληνικό κοινό των Waterboys ήταν ανέκαθεν ένα μυστήριο μίγμα, με κέντρο βάρους έξω από τις παραδοσιακές ροκ παρατάξεις, το ανακάλυψαν λίγοι. Τους είχαν ανακαλύψει λίγοι νιουγουεΪβίζοντες (στα τελειώματά τους), τουε άκουσαν πολλοί το ’86, παίρνοντάς τους κατά λάθος για ποπ, καρπώθηκαν το ύφος τους περισσότεροι μετά το “Fisherman’s Blues”. Όλοι τους αγόραζαν δίσκους και κασσέττες από προθήκες που έφεραν ταμπελάκι “new rock”.
To κοινό τους έγινε πολυσυλλεκτικό τα τελευταία 10-15 χρόνια, τώρα που ο άνθρωπος πίσω απ’ το όνομα, ο 61χρονος σήμερα Mike Scott, πάντα ανήσυχος και πλουραλιστής, άφοβος να παίξει με το δικό τους τρόπο ό,τι του άρεσε, ανήχθη εκτός από ποιητικός τραγουδοποιός και σε μουσικό ιστοριοδίφη. Αγκάλιασε τη Nashville, το ροκαμπίλυ, το πανκ, ακόμη και το φανκ, έγραψε κομμάτια για την αγάπη του για τον Elvis, τον Syd Barrett, τον Hendrix, ακόμη και για τον Mick Jones των Clash.
Η πρώτη μετά από 12 χρόνια εμφάνισή τους στο για πρώτη φορά με νομοθετική πρεμούρα άκαπνο Piraeus Academy ήταν βέβαιο ότι θα χαιρετιζόταν από αυτό το διευρυμένο κοινό ως ένα πολύ σημαντικό γεγονός. Οι Waterboys έχουν φτάσει στο σημείο να δρέπουν τις δάφνες πρωτοτυπίας, επιμονής, oμαδικότητας, πλέον και ροκοσύνης, που δεν είχαν πλησιάσει τα προηγούμενα, μουσικά ένδοξα χρόνια τους, που όλοι τώρα πλέον επικαλούνται ως κλασσικά.


Η θέα και μόνο του εμβληματικού Scott με τον διόσκουρό του – σχεδόν χωρίς διακοπή από το ’85 – δαιμόνιο βιολιστή (πολυοργανίστα, στην ουσία) Steve Wickham γέμισε το κοινό με μια ευφορική προδιάθεση. Ο καθένας περίμενε να ακούσει τα αγαπημένα του, μια ιερά παιδική αντίδραση που δείχνει και το δέσιμο της μπάντας με το κοινό της.
Με μέτριο ήχο, που όσο περνούσε η ώρα βελτιωνόταν από την ικανότατη μπάντα, ο αγέρωχος Scott με κεκτημένο το από τη μουσική περιπλάνηση 40 ετών cool, τραγούδησε, λικνίστηκε, κλώτσησε τον αέρα, ατένισε με αυταρέσκεια, προλόγισε με φλέγμα, έπαιρνε μάτι και κάτι σημειώσεις κοντά στο μόνιτορ χωρίς να φαίνεται και κυρίως, κράτησε σχεδόν ολόκληρο το σετ με μία – τη δική του – κιθάρα, την οποία και άλλαζε ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε επόμενου τραγουδιού.
Με την γνώριμη μετρημένη του κινησιολογία, που αναδεικνύει περισσότερο την εκφραστικότητα των στίχων του, ο Scott σαν καλός bandleader έκανε συχνά κάποια βήματα πίσω για να φανούν οι συμπαίκτες που είχε δίπλα του.
Οι δύο τραγουδίστριες Jes sKav και Zeenie Summers, πιο κρίσιμες στην υποστήριξη του ήχου απ’ ό,τι φαίνεται, έδιναν μια σόουλ ζωντάνια στην εμφάνιση, την ώρα που ο γέρων «καθηγητής» Ralph Salmins πίσω από τα τύμπανα και το «νεούδι» Angus Ralston στο μπάσο (δύο χρόνια μόλις παίζει μαζί τους) κρατούσαν λοκαρισμένοι την πολύτιμη για το ξεδίπλωμα του live ήχου των Waterboysbaseline.
Ο Scott, που ένα του “Hey !” κι ένα του “Ooooh!” έχει περισσότερη ροκ-εν-ρολ ψυχή από τη μισή δισκογραφία των συγχρόνων του νιουγουεϊβ δερβίσηδων της  χαρμολυπόμορφης σκοτοδίνης (ονόματα ας μη λέμε), οδήγησε τη μπάντα σε μια εμφάνιση που χωρίς να είναι συνταρακτική, υπήρξε στιβαρή και επαγγελματική. Από αυτές που σου αφήνουν, χάρις τη δύναμη των τραγουδιών, ερμηνευμένων από τον ίδιο το δημιουργό τους, μια ευχάριστη αίσθηση μέθεξης. Φεύγοντας από τη συναυλία τελικά αυτό είναι το κύριο στοιχείο που παίρνεις μαζί σου.
Αυτό είναι που έχει τη δύναμη να σε οδηγήσει,  αν είσαι μουσικός τουρίστας, να ψάξεις αυτή την πολύ σημαντική μπάντα. Αυτό το ίδιο που σε κάνει, αν κουβαλάς για καιρό στις αποσκευές σου τον Mike Scott, να ξανακούσεις, εμβαθύνοντας και απολαμβάντας τις λέξεις και τις εικόνες που έχει μοιραστεί μαζί σου αυτός ο σπάνιος auteur.


Setlist:

When Ye Go Away

Dunford’s Fancy (instrumental)

Fishermans Blues (η τριπλέτα από το ιδιαίτερα αγαπητό προ 30ετίας “Fisherman’s Blues”, ιδανική για να  ζεστάνει εξαρχής το ελληνικό κοινό)

Where The Action Is (ένα από τα καινούρια, από το φετινό άλμπουμ, δυνατό και επίμονο, “Allright. RockN’ Roll”, όπως το εισήγαγε λιτά και περιεκτικά ο Scott)

A Girl Called Johnny (το παλιότερο κομμάτι του σετ, με τον Scott στο πιάνο, ένα δώρο για τους πιο παλιούς φανς)

If The Answer Is Yeah (απ’ το προτελευταίο άλμπουμ “Out Of All This Blue”, πιο ροκ και λειτουργικό απ’ ότι το ποπ/φανκ πρωτότυπο)

Still A Freak (η καίρια, ακατάτακτη ροκ αυτοαναφορά από το “Modern Blues” του 2015)

Medicine Bow (το οποίο παίχτηκε με νεύρο και χαιρετίστηκε με αγαλλίαση)

Nashville, Tennessee (όπου ο Scott συνέστησε ένα – ένα τα μέλη της μπάντας και ο τρελλάρας Paul Brown βρήκε τη ροκ σταρ στιγμή του, πετώντας τα ρούχα του και λίγο αργότερα, αρπάζοντας ένα λευκό κρεμαστό YAMAHA keyboard βγήκε μπροστά και έκανε keybord banging με ξεκαρδιστικές μούτες προς τις πρώτες σειρές)

Ladbroke Grove Symphony (κι αυτό καινούριο, ένα απολαυστικά αυτοαναφορικό ημερολόγιο του Scott)

This Is The Sea (το έπος από το ομώνυμο άλμπουμ του ’85, η ουσία της μουσικής τους, όπου υγρό στοιχείο λυτρώνει από το παρελθόν και ωθεί προς το μέλλον, ήταν το πρώτο που έκανε μεγάλο μέρος του κοινού στο Piraeus Academy 117 να το τραγουδήσει δυνατά, λέξη προς λέξη)

Rosalind (You Married The Wrong Guy) (άλλη μια ροκάρια από
το “Modern Blues”, εξόχως συναυλιακή)

Blues for Baker (ένα συμβατικό ντραμ σόλο περισσότερο σα διάλειμμα, αφιερωμένο στον Goinger Baker– φάτε τα μουστάκια σας νιου γουέϊβ ξενερουάδες -)

We Will Not Be Lovers (το πυρετώδες τρακ από το “Fisherman’s Blues”, με το βιολί του Wickham να παίρνει φωτιά και τον ίδιο να βγαίνει, σε μια Παγκανινική στιγμή που απέσπασε πολύ χειροκρότημα)

The Pan Within (το πολυαναμενόμενο έπος παίχτηκε μόνο με κιθάρα – φωνή και βιολί, από τους διόσκουρους Scottκαι Wickham, προκαλώντας μόνο συγκίνηση)

Morning Came Too Soon (από το διπλό “Out Of All This Blue”)

The Whole Of The Moon (το δεύτερο με τον Scottστο πιάνο, μέσα σε έκρηξη ενθουσιασμού, ταιριαστό φινάλε)
Σε λιγότερο από δύο λεπτά, ξαναβγαίνουν για το μοναδικό encore. “We were in the eighties, not of the eighties”, θα προλογίσει ο Scott, δίνοντας το σύνθημα για μια δυνατή εκτέλεση του Purple Rain.  
Whooo !!!

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Iggy Pop: "Free"


Δε γεννήθηκε ακόμη ο άνθρωπος που θα υποδείξει στον Iggy Pop τί θα κάνει. Από το “Tonight” του ’76, όταν ακόμη ήταν 29, το είχε αποσαφηνίσει: διαθέτει το βάθος φωνής ενός τραγουδιστή παλαιάς κοπής, απ’ αυτούς με τη βαθιά φωνή που ακούγονταν στο ραδιόφωνο των ‘50s.

Έκτοτε, άφηνε αυτή την πτυχή της φωνής του να προκύπτει μέσα στα δισκογραφήματά του, εκπλήσσοντας πάντοτε ευχάριστα: “Sell Your Love”, “Endless Sea”, “Don’t Look Down”, “Sea Of Love”, “Shades”, “Moonlight Lady”, “Living On The Edge Of The Night”, “In The Deathcar”.
Στα 52 του (1999) για πρώτη φορά με το “Avenue B” τόλμησε να πει ότι επιδιώκει να δώσει χρόνο στον εσώτερο αυτόν crooner, ωστόσο, η αντίστιξη με τον επί σκηνής παροξυσμικό σάτυρο εαυτό του συνέχισε να υφίσταται, ιδίως μετά την επανασύνδεση με τους Stooges και τις αποθεωτικού παλιμπαδισμού περιοδείες που συνόδευσαν τα τρία καινούρια τους άλμπουμ μεταξύ 2003 και 2013. Ώσπου, στα 62, για πρώτη φορά ο crooner, χωρίς δεύτερη σκέψη, παραμέρισε  τον μανιακό με ένα ολόκληρο άλμπουμ γεμάτο υποβλητικές τζαζ μπαλάντες ("Preliminaires" του 2009), ενώ επισφραγίστηκε με το "Après" (του 2012), όπου ο Iggy μεταμορφώθηκε σε υβρίδιο JoeDassin και JohnnyCash και απέδωσε με τη βαθιά, φορτωμένη εμπειρία και αποχρώσεις φωνή του, διασκευές σε μια δεκάδα κλασσικές μπαλάντες, οι μισές μάλιστα στα γαλλικά. Είναι φανερό ότι ο Iggy το επιδίωξε, όχι για δείξει τίποτε άλλο, παρά για το ότι ο βιολογικός εαυτός του άνοιξε την πόρτα με υπόκλιση στον crooner που έκρυβε μέσα του. Το 2016 ήρθε το καλλιτεχνικά υπερεπιτυχημένο “Post Pop Depression”, μια συνεργασία με τον Josh Homme, με τα καλύτερα κομμάτια που έχει συνθέσει για πάνω από δύο δεκαετίες και έντονο χρώμα της μυθικής Bowieϊκής του περιόδου.
Ο Iggy, σήμερα στα 72 δεν χρειάζεται κατεύθυνση, ούτε νιώθει την ανάγκη για περιορισμούς και εμπορικά περιβλήματα των μουσικών του αναζητήσεων. Έτσι, μετά το τέλος μιας σειράς περιοδειών, όταν, όπως δήλωσε, «δεν ένιωθε ότι είχε οποιαδήποτε υποχρέωση προς τον οποιονδήποτε» συνέλαβε και ηχογράφησε στα γρήγορα το άλμπουμ. Ένα άλμπουμ που κρατά 30 λεπτά όλα κι όλα και έρχεται να προστεθεί ως το πιο αυθόρμητο κομμάτι της «τετραλογίας των 60 ως 70» που περιλαμβάνει και το θαυμάσιο “Post Pop Depression” του ’16.
Πιο απελευθερωμένος από κάθε άλλη φορά, προσπερνά τη βιολογική του ηλικία αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά πόσο έτοιμος είναι να συμπράξει με νέο αίμα. Εδώ συνεργάζεται με τον 40χρονο jazz τρομπετίστα Leron Thomas και την 30 Μαίων κυριολεκτικά, εντυπωσιακά ευρηματική πολυαρτίστα (κιθαρίστρια/συνθέτιδα και σκηνοθέτη) Sarah Lipstate, που διακινεί τη μουσική της υπό το καλλιτεχνικό όνομα Noveller. Τα ambient τοπία πάνω στα οποία απλώνεται το “Free” οφείλονται στους δύο αυτούς μουσικούς. Το “Dirty Sanchez” ξεκινά σα σάουντρακ από το «Χρονικό ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου» και εξελίσσεται σαν outtake της περιόδου “New Values”/”Soldier”). Στο συγκλονιστικό “We Are The People” (γραμμένο το 1970 από τον Lou Reed ακούγεται ολοσχερώς προφητικό στη σημερινή Αμερική του Τραμπ) o Iggy απαγγέλλει ποίηση, στο Glow In The Darkδική του πάνω σε ηλεκτρονικό background και φρενήρες σαξόφωνο, στο δε Do Not Go Gentle Into That Good Nightτου Dylan Thomas. Με πιο σαφές κομμάτι το αμέσως επιδραστικό, moody “Loves Missing ο Iggy ενσυνείδητα αφήνεται, μπαινοβγαίνει σα guest στον ίδιο του το δίσκο, το απολαμβάνει εννοεί κάθε λέξη όταν απαγγέλλει, βυθίζεται στο ηχητικό τοπίο, όπως η φιγούρα του στα σκούρα νερά του εξωφύλλου.
Τα λόγια του σα να τον οδηγούν από μόνα τους, καθώς κινείται χωρίς πλάνο και προπαρασκευή, απολαμβάνοντας τη βαθύτονη χροιά του (Page), άλλοτε με υποστήριξη από στοιχειώδεις δομές και δεύτερα φωνητικά που αναπτύσσονται εικονοφόρα (James Bond), συνήθως υπό τον ήχο του σαξοφώνου (“Sonali”) και με αποτελέσματα που στο στρυφνό αυτί θα μοιάσουν ημιτελή, όμως είναι απλώς «ελεύθερα».
Ποιος είπε ότι η γενιά των 70άρηδων επιζώντων δε δικαιούται να συνεχίζει να γράφει ιστορία, ακόμη και με τα πειράματά της;

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

Αngel: "Risen"

Θα το θεωρούσα μεγάλη παράλειψη προσωπικά αλλά και για το rocktime.gr να μην παρουσιαστεί ο φετινός δίσκος μίας σπουδαίας και πρωτοπόρας, για/σε πολλά μουσικά δρώμενα, μπάντας… Αυτής των Angel και της νέας δημιουργίας της, το "Risen".

Με εξαίρεση την μέτρια επανεμφάνιση τους στα 1999 με την κυκλοφορία του "In The Beginning", η πρόσφατη κυκλοφορία τους "Risen" είναι μία κυκλοφορία μετά από 40 περίπου χρόνια έπειτα από το πρωτόλειο τους "Sinful" που πραγματικά είναι αξιότατη λόγου και ακούσματος.
Οι σπουδαίοι συνθέτες και μουσικοί  συνοδοιπόροι Meadows και  Dimino συνεπικουρούμενοι από τους νεοφερμένους στην μπάντα αλλά εμπειρότατους μουσικούς Charlie Calv και  Billy Orrico δημιούργησαν έναν σπουδαιότατο δίσκο.
Με 17 συνθέσεις, προσμετρώντας και μία επανηχογράφηση του  "ύμνου" από τα παλιά  "Tower",  και παρά την απουσία του πολυαγαπημένου μου μουσικού Gregg Giuffria ο δίσκος θυμίζει μουσικότατες και γεμάτες ευρηματικότητα εποχές.
Ακούγοντας τον δίσκο την πρώτη φορά με την ένταση στα "κόκκινα" τα "Under The Gun", "1975", "I.O.U"  "Tower" με ανάγκασαν να φωνάξω: "καλώς ήλθες και πάλι από τους "μουσικούς ουρανούς"  Angel"!
Ήδη από το πρελούδιο "Angel theme (Prelude)",  τα 32 δευτερόλεπτα που διαρκεί  και τα θριαμβευτικά συνθεσάιζερ του, η συνέχεια είναι καταιγιστική.
Με το προμνημονευθέν "Under The Gun", ειδικά οι παλιότεροι οπαδοί της μπάντας θα ενθουσιαστούν με την ευφάνταστη κιθαρωδία, την πανέμορφη μελωδικότητα που αναπτύσσεται και την άψογη παρουσία του Frank  στη φωνητική απόδοση.
Το μέγιστο της δημιουργικότητας/μουσικότητας του δίσκου προκύπτει από την συνθεσάρα "Shot Of Love" που παραπέμπει σε δίσκους της μπάντας  που λατρεύτηκαν, όπως το "Sinful", παλιοροκάδικη σύνθεση που θα κάνει και τον πλέον βαριεστημένο να κουνηθεί στον ξεσηκωτικό του ρυθμό.
Στα "καπάκια" το "Slow Down" και το πανέμορφο "Over My Head"  με τα poppy στοιχεία του και τις φρασούλες από τα πλήκτρα ολούθε, είναι μοναδικά.
Τα περισσότερο ροκάδικα "Our Revolution" και "Standup", εξαιρετικές συνθέσεις βάζουν "φωτιά" στο δίσκο και απογειώνουν το άκουσμα με στιβαρές μπασογραμμές, δυναμικά τύμπανα και ηχοχρωματισμό από τα synths.
Το μεγαλοπρεπές επτάλεπτο βιογραφικό της μπάντας "1975" είναι: Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ! Με όλα τα στοιχεία των '70ς &'80ς που λάτρεψα/-με όταν πρωτακούσα/-με την μπάντα. Το απόλυτο σάουντρακ για ονειροπόληση και "χάσιμο" τις κρύες νύχτες του χειμώνα και όχι μόνο. Προσωπικά αγαπημένο…
Το Single, "We Were the Wild" παρουσιάζει ξεκάθαρα την μουσική πρόοδο της μπάντας από τα πρώτα άλμπουμ μέχρι την σημερινή αναγέννηση της.
Απλά εξαιρετικό!!
Η συνέχεια με το "I.O.U" που ξεκάθαρα παρουσιάζει πως πρέπει να συνθέτονται Pop Pomp συνθέσεις. Ο κ. Punky στο "Locked, Cocked and Ready to Rock" παρουσιάζει τη δεξιοτεχνία του στην καθόλα εντυπωσιακή σύνθεση που επονομάζεται και "Punky’s Couch Blues" και είναι φυσικά μία αναπάντεχα σπουδαία Blues-ιά…
Με τη σύνθεση "σήμα κατατεθέν" της μπάντας, το "Turn Around" η συνέχεια, στην οποία ο Frank "δίνει τα ρέστα" του.
Το "Desire" προσωπικά αγαπημένη σύνθεση  με σπουδαία δουλειά από τον Punky και έντονη την '60ς μουσική τεχνοτροπία.
Ακολουθεί το καταιγιστικό "Our Revolution" με μοναδική ερμηνεία φωνητική, φαζαριστές κιθάρες, πληκτρολόγιο από τα '80ς, ογκώδη τύμπανα: τι άλλο να ζητήσω ο δύσμοιρος;;
Ο δίσκος κατακλείεται με μία τετράδα σπουδαίων συνθέσεων: το "Tell Me Why" με τους  Angel σε μία εντυπωσιακή  Pop σύνθεση, το "υμνικό" "Don’t Want You To Go", το  "Stand Up" "ταξιδιάρικο" και ονειροπόλο συνάμα,  με το "Sanctuary" να παραπέμπει σε πρώιμες δουλειές της μπάντας με την "σύμπλευση" πλήκτρων/ κιθάρας στο έπακρο!!
Το "Tower" απόλυτα ταιριαστό και σύγχρονο και στην επανεκτέλεση του: μουσικότητα, μουσικότητα, μουσικότητα σε όλο της  το μεγαλείο!
Είμαι πραγματικά υπερήφανος που άκουσα και ακούω μία μπάντα που με συντρόφευσε στα πρώτα ακούσματα της εφηβείας και τώρα μετά από 3,5 δεκαετίες   με ενθουσιάζει και με κάνει να αισθάνομαι ΝΕΟΣ!!!
Καλά Χριστούγεννα!!

Νότης "Risen" Γκιλλανίδης

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

'Hideaway: "Hideaway''


Πόσο σημαντικό είναι να εκπληρώνεις τα όνειρά σου. Να πιστεύεις σε αυτά μέχρι τελικής πτώσεως. Ακόμα και όταν οι καταστάσεις είναι εναντίον σου! Ακόμα και όταν η τύχη σού γυρίζει τη πλάτη και το σύμπαν συνωμοτεί εναντίον σου. Κάποια στιγμή όμως η τρικυμία θα ηρεμήσει και θα φτάσεις στο απώτερο σκοπό.

Και τότε η τελική ευθεία προς την εκπλήρωση του ονείρου σου εμφανίζεται μπροστά σου, σαν μια πόρτα που απλά πρέπει να την ανοίξεις.
Κάπως έτσι ξεκίνησαν το 2010 ώστε να εκπληρώσουν το όνειρό τους  ο Ντίνος Γεωργίου (κιθάρα), με τους Χάρη Γεωργίου (ντραμς) και Πέτρο Παπαδημάτο (πλήκτρα). Σε μία δεκαετία που ξεκινούσε με τους χειρότερους οιωνούς για τη χώρα μας λόγω της οικονομικής κρίσης η οποία  μέχρι και σήμερα πλανάται από πάνω μας και καλλιτέχνες όπως οι προαναφερθέντες δυσκολεύτηκαν για διάφορους λόγους να εκπληρώσουν το όνειρό τους.Να φτιάξουν δηλαδή το συγκρότημά τους  και να κυκλοφορήσουν δισκογραφικά τη δουλεία τους  αλλά και να κάνουν live.
Τα παιδιά δε το έβαλαν κάτω. Έψαξαν τον κατάλληλο τραγουδιστή που θα απέδιδε τα τραγούδια που θα έγραφαν με το πιο κατάλληλο τρόπο. Και τον Βρήκαν στο πρόσωπο του τιτάνα Μάνου Φάτση και με τη προσθήκη του Γιάννη Κοντού (ex – Flying Mercury) και Δημήτρη Παλούδη (κιθάρα) συμπλήρωσαν το παζλ για να τελειοποιήσουν τους ''Hideaway''.
Φτάνουμε στην ημέρα κυκλοφορίας του ομώνυμου άλμπουμ και με αγωνία το βρήκα λίγες μέρες αργότερα και κάθισα αμέσως να το ακούσω.
Ξεκινάμε  με το ήδη γνωστό ''Another Day'' που είναι ένας hard rock ύμνος ,και σε προδιαθέτει για το τί πρόκειται να γίνει στο υπόλοιπο του άλμπουμ. Τόσο οι κιθάρες, τόσο  η δυνατή φωνή του Μάνου τόσο τα '80ς αλά David Bryan πλήκτρα του Πέτρου αλλά και τα ρυθμικά μέρη του Γιάννη και του Χάρη μάς χαρίζουν επικές στιγμές.
Στο ''Promises of yesterday '' με την εισαγωγή περνά όλη η hard rock σκηνή της Αμερικής της χρυσής περιόδου 1986-1994. Από το 3:02 και μετά σκίζεις τη μπλούζα και κάνεις air guitar και φυσικά το ρεφρέν κολλάει στον εγκέφαλο  με τη μία.
Εν συνεχεία έρχεται το ερωτικό κάλεσμα με το ''Calling you'' όπου σε μεταφέρει στο πρώτο σου εφηβικό έρωτα. Τόσο αγνό,τόσο όμορφο,τόσο απλό είναι αυτό το συναίσθημα ενώ το ομώνυμο ''Hideaway'' είναι ένας μελωδικός ύμνος που θα μας συνοδεύει για χρόνια γιατί μέρα με τη μέρα δημιουργούμε νέα όνειρα, νέες προσδοκίες.
Η καρδιά έχει λιώσει και η εισαγωγή του ''Lonely Nights'', προδιαθέτει ότι θα γίνει αλοιφή ...για το πόνο του άλλου. Πάλι καλά που ακολουθεί το ''Life is a wonder'', με εισαγωγή αλα Randy Rhoads, για να μας υποδείξει ότι τα παιδιά εκτός από ευαίσθητα είναι και μεταλλάδες... και φυσικά τι άλλο ... ρεφρέν που μένει.
Ένα τόνο πιο κάτω το ''When you feel'' όπου ξεδιπλώνεται όσο προχωρά ενώ το πιασάρικο ''Masquerade'' σε πιάνει από το λαιμό από την αρχή και εξελίσσεται σε ένα έπος, σε έναν ύμνο. Χέρια ψηλά και όλες οι μάσκες να πέφτουν καθώς φορώντας το προσωπείο μας όλα είναι μια παρωδία.
Τα συναισθήματα έχουν πιάσει κόκκινο και το αέρινο έπος ''Uknown hero'' έρχεται να μας δροσίσει, να μας μεταφέρει πίσω στο καλοκαίρι και να κάνουμε μια βουτιά στην αγκαλιά του άγνωστου ήρωα του εαυτού μας.
Το'Road to nowhere'' μου υπενθυμίζει ότι φτάνει το τέλος. Απίστευτη ενέργεια για μπαλάντα ενώ από το 1:40 και μετά όπου εμφανίζεται αυτό το δαιδαλώδες riff , γίνεται χαμός...
'Far away'' ...από την αρχή μέχρι το τέλος αυτό το άλμπουμ σου δίνει συναισθήματα, έτσι και στο τέλος σου δίνει το δράμα. Δεν ήθελα να τελειώσει. Είχα γίνει λιώμα ...Δάκρυα, χαρά έντονα συναισθήματα που είχα χρόνια να νιώσω. Μετά θυμήθηκα ότι υπάρχει το repeat...
Mέχρι το πρωί.

Υ.γ Ειδική μνεία και στην Ελίνα Εγγλέζου για τη στιχουργική της συμμετοχή στα ''Calling you'',''Hideaway'' και ''Far away''.


Γιάννης Γιουρτζάκης

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

Robert Tepper: "Better Than The Rest"

Αποτάσσομαι, κατά κυριολεξία τρέμω, το ενδεχόμενο να αντικρύσω βλέμμα οίκτου ή και έκπληξης μειρακίου όταν θα πω σε κουβέντα ότι πήγα στην πρώτη προβολή του Rocky IV, τον Ιανουάριο του ’86.

Ο άνθρωπος που μαζί με τον Benny Mardones έγραψε στα 30 του μια από τις all time classic μπαλλάντες του νυχτερινού ραδιοφώνου επιστρέφει με το 5ο μόλις άλμπουμ του σε 34 χρόνια. Γέννημα – θρέμμα του NewJersey ο Tepper υπήρξε μια ενδιαφέρουσα περίπτωση για τη μουσική βιομηχανία. Συνδυάζοντας πλούσια με μεσαίες και χαμηλές συχνότητες, εκφραστική φωνή, συνθετικές ικανότητες και εικόνα poster boy, θα κανονικά θα έπρεπε να διαπρέψει.
Πέντε χρόνια μετά το “Into The Night”, ο Stallone τον ανακαλύπτει και με το “No Way Out” (US#22, 29/3/86) γράφει ιστορία. Εκατομμύρια μάτια καρφώνονται σ’ ένα ουσιαστικά βίντεο κλιπ μέσα στην ταινία, όπου ο Rocky, υπό τους ήχους του θρυλικοιύ sequencer, χώνει το κλειδί στη μηχανή της Φερράρι και με λυμένη τη γραββάτα ξεχύνεται νύχτα στους δρόμους και θυμάται στιγμές της ζωής του: τον κτηνώδη Ντράγκο, τον Aπόλλο να πέφτει νεκρός, την πρώτη του επική νίκη, τον αδικοχαμένο Μίκυ, τις αμφιβολίες για την αξία του μπροστά στον καθρέφτη, την ανάβαση στα μαρμάρινα σκαλοπάτια του μνημείου της Φιλαδέλφεια την αυγή, και ξανά τον Απόλλο να πέφτει νεκρός και να πεθαίνει στα χέρια του.
Σπάνια ένα κομμάτι περιέσωσε τον ερμηνευτή του για δεκαετίες και στάθηκε ικανό να στηρίξει μια ολόκληρη καρριέρα. Και του φωτογενούς Robert Τepper έμοιαζε ανθηρή τότε, στα 1986, ιδίως αφού ο Stallone τον ενέταξε και στο soundtrack του - cult πλέον για κάθε σοβαρό νεανία 50 ετών - “Cobra”, με το αξέχαστο "Angel Of The City”. Όμως, για κάποιο προφανώς άδοξο λόγο, το υποδειγματικό A.O.R. του παρθενικού του lp (“No Way Out”) που περιείχε και τα δύο αυτά μικρά hit, δεν πήγε καλά, ενώ το επόμενο άλμπουμ “Modern Madness” πάτωσε, παρά το καλό υλικό. Έκτοτε, μπήκε σε μια οδυνηρή διαμάχη με την Scotti Brothers, την εταιρία που είxε φτιάξει τους Survivor και συνδεόταν με τα επιχειρηματικά συμφέροντα του Stallone.
Επί οκτώ χρόνια ο Tepper δε μπορούσε να κυκλοφορήσει τίποτα στο όνομά του, έγραφε για άλλους. Όταν το επιχείρησε, όλο το έργο στη βιομηχανία είχε αλλάξει και ο ίδιος είχε καταχωρηθεί πλέον ως παλαιολιθικός one hit wonder.
Mετά από περίπου δύο δεκαετίες, ξαναμπήκε στη δισκογραφία με το "New Life Story" και στις ζωντανές εμφανίσεις. Τότε, στην Ισπανία, γνώρισε τον κιθαρίστα και συνθέτη Pablo Padilla, ικανό ενορχηστρωτή και με διάθεση να τον αναστήσει, κάτι που έδειξε ότι μπορεί να επιτευχθεί, αφού ο γεννημένος το 1950, o Tepper κρατούσε σε άψογη φόρμα τη φωνή του (αν και όχι τη χαίτη και τη διάμετρο της μέσης του). Το “Better Than The Rest” το 5ο άλμπουμ του Tepper είναι η πρώτη τους κοινή προσπάθεια.
To “Why Does Over Have To Be So Sad” ξεκινά με soul εισαγωγή, προχωρά στα εδάφη του μοντέρνου A.O.R, αφήνοντας χώρο στη φωνή και αφήνει προσδοκίες. Τις οποίες φτάνει κοντά στο να εκπληρώσει το Better Than The Rest, το οποίο παρά το ενοχλητικό στουντιακό παιχνίδισμα στη φωνή κατά τη διάρκεια του ρεφραίν (τί φτωχή ιδέα, τί πεπαλαιωμένο εφέ, έλεος!), είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια του Tepper, δυνατό στο ρεφραίν, όπως περιμένουμε τα απολειφάδια όπως ο γράφων που πήραμε εισαγωγής το “No Way Out” και το λιώσαμε. Ανάλογη ανάταση προκαλεί το καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ, το “My Yesterday”, το οποίο με το ρεφραίν είναι σα να εκρήγνυται μέσα στις φλέβες, παρ’ ότι ο Padilla θα έπρεπε να πάρει κόκκινη κάρτα για το ότι δεν αποτολμά ένα κιθαριστικό σόλο που άνετα θα ανήγαγε το κομμάτι σε διαμάντι.


Το “Time Just This Time” ξεχωρίζει μια παλιάς κοπής ρομαντική fmμπαλλάντα που θα μπορούσε άνετα να παιχτεί δίπλα στους Hooters το 1986, με τον Padilla να αποφασίζει να δοκιμάσει ένα κανονικό σόλο στο κατάλληλο σημείο. Το “I Don’t Want To Make You Love Me” ανακουφίζει γιατί ο Padilla ζορίζει επιτέλους την ταστιέρα, ενώ το up-tempo “Show Me Where The Light Is Going” κλωτσάει ευπρόσδεκτα σαν κομμάτι που έμεινε έξω από το “Too Hot To Sleep” των Survivor. Ένα κράμα Def Leppard εποχής “Adrenalize” και Southside Johnny (ήχος και delivery του Jersey) είναι και το “Beyond The Atmosphere”, ενώ το “Tell Me You Love Me” περνάει τη βάση - ευδόκιμο filler.
Ακριβής στο να υπογραμμίζει τη μελωδία, η φωνή του Tepper αναζητά κάτι παραπάνω από την προβλέψιμη παραγωγή, κάτι που γίνεται γρήγορα αισθητό στα “All That We Never Have”,  στο άτολμο και αδύναμο να χτυπήσει το στόχο “Testimony” και το “You Know Just How You Feel”. Ενώ η φωνή ακούγεται κραταιά και γεμάτη συναίσθημα, έστω και σε ένα ρετρό ύφος, δεν παίρνει τις αιχμές που θα χρειαζόταν από την κιθάρα. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι εύηχο, ικανό να τσιτώσει τα ηχεία και να συντροφεύσει μια μακριά αυτοκινητάδα, αφήνει πάντως την αίσθηση ότι η φωνάρα του Tepper μένει αναξιοποίητη πάνω σε A.O.R. ασκήσεις που δυσκολεύουν να απογειωθούν.
Better Than The Rest, σίγουρα, αν δει πού βρίσκονται οι σύγχρονοι του RockyIV τραγουδοποιοί οι ειδικευμένοι στα soundtrack της δεκαετίας του ’80.
Οι φανατικοί του δισκογραφικά εκλεκτικού Tepper θα το αγαπήσουν έτσι κι αλλιώς, όμως το άλμπουμ αν δεν είχε τα τρία – τέσσερα πεζά κομμάτια και την κιθαριστική ατολμία του Padilla να ξεσαλώσει, θα ήταν η «επιστροφή της χρονιάς».

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2019

Go-Go's: We Got the Beat!

Oι Αμερικανίδες GO-GO’S σχηματίστηκαν το 1978 στο Los Angeles και θεωρούνται ότι ήταν από τα πρώτα καθαρά γυναικεία σχήματα που υπέγραφε τις συνθέσεις του και έπαιζε το ίδιο τα όργανα ενώ η τραγουδίστρια τους Belinda Carlisle έκανε πετυχημένη σόλο καριέρα στo δεύτερο μισό της δεκαετίας του ΄80.
Η θηλυκή μπάντα αποτελείτο από τις: Belinda Carlisle στα φωνητικά, την Charlotte Caffeylead στην κιθάρα και το πιάνο, την Gina Schock  στα ντραμς, την Kathy Valentine  στο μπάσο και την Jane Wiedlin  στην κιθάρα και τα δεύτερα φωνητικά.
Ο συνδυασμός power pop μελωδιών, πανκ-ροκ ρυθμών και υπέροχων διπλών φωνητικών δημιούργησε μία νέα σχολή που κάποιοι κριτικοί τότε την χαρακτήρισαν ως New Wave κίνημα.



Η μπάντα στο ξεκίνημα της έγραψε σε demo πέντε τραγούδια και έπαιζε support με τους Madness οπότε και κατάφερε να δημιουργήσει ένα ευρύ κοινό και να κλείσει ένα καλό δισκογραφικό συμβόλαιο. Ο παρθενικός τους δίσκος κυκλοφόρησε το 1981 σε παραγωγή του Richard Gottehrer και ονομαζόταν “Βeauty and The Beast” κάνει τεράστια εμπορική επιτυχία αφού πούλησε πάνω από 3 εκατομμύρια αντίτυπα, έγινε διπλά πλατινένιο και έπιασε την κορυφή και οι Go-Go’s κερδίζουν το βραβείο Grammy σαν το καλύτερο νεοεμφανιζόμενο γκρουπ.
Το τραγούδι “We Got The Beat” έγινε μεγάλο hit και ακούγεται μέχρι και σήμερα από αρκετά ραδιόφωνα ενώ το άλμπουμ θεωρείται από το περιοδικό Rolling Stone μέσα στα 500 καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών.
Στο ίδιο άλμπουμ υπάρχουν έξοχα τραγούδια όπως τα "Lust to Love", “ Tonite”, Can't Stop The World” και “Our Lips Are Sealed” (το περιοδικό Rolling Stone  το τοποθετεί στα 100 καλύτερα ποπ τραγούδια).

Τον Αύγουστο του 1982 κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ του γκρουπ με τίτλο “Vacation” και γίνεται χρυσό ενώ καταφέρνει και φτάνει στο Νο 8 του Billboard και ο ήχος τους θυμίζει έντονα μπάντες των ‘60s. Η τουρνέ που ακολουθεί είχε επιτυχία, κέρδισαν κι άλλο βραβείο Grammy αλλά τα προβλήματα με τα ναρκωτικά κτύπησαν τα μέλη του συγκροτήματος με αποτέλεσμα να παρουσιαστούν και τα πρώτα προβλήματα. Tραγούδια που ξεχωρίζουν εκτός από το ομότιτλο (κυκλοφόρησε και σε cassette single!!!) είναι η διασκευή το Cool Jerk  των The Capitols, το He's so strange”, το “We Don't Get Along”, το "Get Up and Go" που στη δεύτερη πλευρά του υπήρχε το πανέμορφο  “Speeding που ακούγεται και στην ταινία “Fast Times at Ridgemont Highπου πρωταγωνιστεί ο Sean Penn.



To 1984 οι Go-Go’s κυκλοφορούν το τρίτο άλμπουμ, το μέτριο “Talk Show” και προσπαθούν να περισώσουν την κατάσταση με πολυδάπανα video clip κάτι που όμως δεν τους έσωσε από την εμπορική αποτυχία. Ξεχωρίζουν τα “Turn To You” (στο βίντεο κλιπ πρωταγωνιστεί ο ηθοποιός Rob Lowe), το εξαιρετικό “Head Over Heels”, το “Yes or No"  που το συνυπογράφουν με τους Sparks και τα θαυμάσια “Mercenary”  και “You Thought” όμως τα περισσότερα κομμάτια του νέου δίσκου δεν παίχτηκαν ούτε στις συναυλίες που ακολούθησαν αποδεικνύοντας το μέγεθος της απογοήτευσης και από το ίδιο το συγκρότημα.
Οι αλλαγές στο γκρουπ είχαν αρχίσει και παρά την αποδοχή του κόσμου σε ένα υπέροχο live στο Ρίο αποφάσισαν το 1985 να το διαλύσουν. Αυτή που ξεχώρισε μετά την διάλυση και έκανε μεγάλη εμπορική επιτυχία στη συνέχεια ήταν η τραγουδίστρια Belinda Carlisle με τα "Heaven Is a Place on Earth",  "I Get Weak" και αρκετά άλλα χορευτικά ποπ κομμάτια.



Το 1990 oι Go-Go’s αποφασίζουν να επανασυνδεθούν με την κλασική σύνθεση τους για μερικές συναυλίες και έπειτα μπαίνουν στο στούντιο για να επαναηχογραφήσουν δικά τους τραγούδια για μία greatest hits συλλογή. To 1994 με διαφορετικό line up η μπάντα κυκλοφορεί το διπλό Return to the Valley of The Go-Go's” με τρεις νέες ηχογραφήσεις.
Μετά από 17 χρόνια και συγκεκριμένα το 2001 αποφασίζουν να επανασυσταθούν και να κυκλοφορήσουν νέο άλμπουμ με τίτλο God Bless the Go-Go's” με ανανεωμένο ήχο και με την Susanna Hoffs (Bangles) να συμμετέχει σε ένα τραγούδι ως συνθέτης και τον Billie Joe Armstrong (Green Day) να υπογράφει το δυναμικό τραγούδι “Unforgiven” ενώ ξεχωρίζουν και τα “La La Land”, “Apology” και “Stuck in My Car”.
Το εξώφυλλο του άλμπουμ δημιουργήθηκε από τον φωτογράφο Maryanne Bilham  και επικρίθηκε από την Καθολική εκκλησία.
Παράλληλα την ίδια χρονική περίοδο έδωσαν αρκετά live show και έπαιξαν παρέα με τους Elton John, Billy Joel, David Crosby και Paul Simon, στη συναυλία  "An All-Star Tribute to Brian Wilson
Από το το 2010 και μετά, η μπάντα εξακολουθεί να υπάρχει και να παίζει σε διάφορες συναυλίες προσπαθώντας να διατηρήσει τον μύθο του παρελθόντος με την μπασίστρια Kathy Valentine να μην είναι στο σχήμα.
Studio albums

  • Beauty and the Beat (1981)
  • Vacation (1982)
  • Talk Show (1984)
  • God Bless The Go-Go's (2001)

Φώτης Μελέτης

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Neal Morse: "Jesus Christ The Exorcist"


Όσοι παρακολουθούν την πορεία του πολυτάλαντου Neal Morse δεν εκπλήσσονται από την αστείρευτη έμπνευση και το μέγιστο συνθετικό οίστρο του Αμερικανού καλλιτέχνη. Αυτή την φορά εντυπωσιάζει με την δημιουργία ενός prog-rock μιούζικαλ στα πρότυπα της κλασσικής ροκ όπερας Jesus Christ Superstar των Andrew Lloyd Webber και Tim Rice.


Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία τρία χρόνια έχει κυκλοφορήσει δύο θαυμάσια prog album, τα "The Similitude of a Dream" (2016) και "The Great Adventure" (2019), δεν εμπόδισε τον ακούραστο Neal Morse να δημιουργήσει άλλο ένα εκπληκτικό concept δίσκο που κινείται στο πνεύμα του "Jesus Christ Superstar", παρέα με χαρισματικούς μουσικούς όπως  τον κιθαρίστα Paul Bielatowicz (Carl Palmer’s ELP), τον πληκτρά  Bill Hubauer, τον μπασίστα Randy George και τον Eric Gillette στα τύμπανα (ναι καλά διαβάσατε τον σπουδαίο κιθαρίστα των N.M.B) που εντυπωσιάζει με το πολύπλευρο ταλέντο του!
Τώρα ερχόμενοι στους πρωταγωνιστές του "Jesus Christ The Exorcist", τον Ιησού Χριστού αποδίδει εξαιρετικά ο Ted Leonard (Spock's Beard, Enchant), τον Ιούδα κάνει ο Nick D'Virgilio (Big, Big Train, Spock's Beard), ενώ ο Rick Florian (White Heart) αποδίδει τον Διάβολο και ο Matt Smith (Theocracy) αναλαμβάνει τον ρόλο του Ιωάννης Βαπτιστή.
Επίσης ο Jake Livgren (Proto-Kaw) κάνει τον Απόστολο Πέτρο  και τον Καϊάφα, ενώ η έκπληξη ακούει στο όνομα, της άσημης νεαρής Talon David ως Μαρία Μαγδαληνή. Τέλος στα φωνητικά συμμετέχουν ο John Schlitt (Petra), ο Wil Morse (γιος του Neal) και φυσικά o N. Morse κάνοντας τον Πόντιο Πιλάτo και παράλληλα παίζει κιθάρα, πλήκτρα, τραγουδά και έχει συνθέσει ένα τεράστιο μουσικό έργο που σε μερικά χρόνια εύχομαι να παίζεται σε μεγάλες και ιστορικές παγκόσμιες θεατρικές σκηνές.
Για άλλη μια φορά ο Αμερικανός καλλιτέχνης μας προσφέρει μοναδικές μελωδίες, ιδανική αρμονία, πανδαισία φωνητικών ερμηνειών, εκρηκτικές ενορχηστρώσεις ποτισμένα από έναν ανεξάντλητο λυρισμό βυθισμένα σε μία γοητευτική χριστιανική οπερατική ροκ ατμόσφαιρα.
Η εισαγωγή του "Introduction" είναι επιβλητική και ακολουθεί το λυρικό "Overture" που σε βάζει άμεσα στο Βιβλικό concept του δίσκου μαζί με το  "Getaway" ενώ το "Gather The People" ομορφαίνει με τα χορωδιακά φωνητικά και είναι μία από τις πιο δυνατές συνθέσεις μαζί με το κορυφαίο "Jesus’ Baptism".
Το "Jesus’ Temptation" ξεκινά εκρηκτικά και στη συνέχεια αποκτα μία πιο θεατρική διάσταση όπου σε καθηλώνει με την prog-rock δυναμική που εκπέμπει σε αντίθεση με το απλοικό "There’s A Highway" .
Ακολουθεί το ροκέ σε blues ύφος "The Woman Of Seven Devils" με την δυνατή ερμηνεία της Talon David που παραπέμπει στην εξέλιξή του, στους Queen ενώ η σαγηνευτική μπαλάντα "Free At Last" απογειώνεται πάλι χάριν της μοναδικής φωνής της Talon David.
Το "The Madman Of The Gadarenes" είναι αρκετά αφηγηματικό με τα φωνητικά να παιχνιδίζουν (θυμίζουν Gentle Giant και Yes) κάτι που δεν συμβαίνει με τα λιτά "Love Has Called My Name" και "Better Weather" ενώ το "The Keys To The Kingdom" είναι πανέμορφο και μελωδικό με τα φωνητικά να κερδίζουν τις εντυπώσεις (ακούγεται σαν μια παραδοσιακή χορωδία εκκλησίας) και παράλληλα το "Get Behind Me Satan" που κλείνει το πρώτο cd θυμίζει αρκετά Deep Purple και Mr. Big!!!


 
Το "He Must Go To The Cross" συνεχίζει εκεί που έκλεισε το πρώτο άλμπουμ και οι ροκιές συνεχίζονται αφού συνυπάρχουν επιρροές από Queen και AC/DC.
Το "Jerusalem" είναι απολαυστικό (σε Broadway κλίμα) με τα φωνητικά να σε στέλνουν στους ουρανούς , ακολουθεί  η μπαλάντα "Hearts Full of Holes" με τον Nick D'Virgilio να είναι εξαιρετικός και  η συνέχεια ανήκει στο μοναδικό "The Last Supper" που μαζί με τους prog ρυθμούς και την δυνατή ερμηνεία του Ted Leonard έχουμε ηχητικές αναφορές μέχρι και στους Black Sabbath.
To μελωδικό "Gethsemane" με τα απίθανα πλήκτρα φέρνει λίγο από Kansas ενώ το "Jesus Before The Council And Peter’s Denial" σε ταξιδεύει στην βιβλική περίοδο.
Το "Judas’ Death" είναι μία κορυφαία σύνθεση άκρως prog, συναρπαστικό, επικό όπως και το "Jesus Before Pilate And The Crucifixion" που κινείται στο ίδιο αριστουργηματικό μοτίβο παράλληλα το οπερατικό "Mary At The Tomb" μαγεύει λόγω της σπουδαίας ερμηνείας του Talon David.
Το δεύτερο cd κλείνει με το μελωδικότατο "The Greatest Love Of All"  σε ολοκληρωτικό μιούζικαλ ύφος καθώς και με την επανάληψη του "Love Has Called My Name".
Συνοπτικά το "Jesus Christ The Exorcist" αποτελεί  ένα μεγαλειώδες μελωδικό prog/rock έπος, πλημμυρισμένο με πανανθρώπινα συναισθήματα που δεν απευθύνεται μονάχα σε όσους πιστεύουν στον Ιησού Χριστό αλλά σε όλους εκείνους που τραβούν τον δικό τους μοναχικό Γολγοθά και έχουν σαν οδηγό την αγάπη, την πνευματικότητα και την πίστη.
Ακούστε ξανά και ξανά το συγκεκριμένο άλμπουμ και πιστέψτε με, θα ανακαλύψετε μουσικές και μηνύματα που οδηγούν σε μία καλύτερη αντίληψη και αντιμετώπιση της σημερινής σκληρής πραγματικότητας.
Το "Jesus Christ The Exorcist" είναι μία μικρή ροκ όαση στο σκοτάδι που μας πλασσάρουν επιτηδευμένα οι αγγελιοφόροι του μαρασμού και της μιζέριας και όλα αυτά χάριν στο αστείρευτο και μοναδικό ταλέντο του Neal Mοrse.
 
Φώτης Μελέτης

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Whitesnake: "Flesh & Blood"


Η διαχρονική αδυναμία χιλιάδων ανά την Ελλάδα φανς που ανήκουν στο ηλικιακό φάσμα 17 με 67, καθώς και εκατομμυρίων ανά τον κόσμο, επέστρεψε. Oι Whitesnake κυκλοφόρησαν το 13ο στούντιο άλμπουμ τους, το 3ο μόλις με καινούριο υλικό από το 1997 (δε μετρούν τα “Purple Album” και τα διάφορα liveκαι unplugged), δίνοντας τροφή στα πεινασμένα για κλασσικό ροκ του πάλαι ποτέ αυτιά μας.

Στο σημείο αυτό σχεδόν εξαντλούνται τα καλά νέα.
Γιατί η αλήθεια, ως συνήθως, βρίσκεται στις λεπτομέρειες, τουλάχιστον για όσους είναι πρόθυμοι και συγκεντρωμένοι να τις διακρίνουν.
Ο Coverdale ο ίδιος, στις συνεντεύξεις προώθησης για το “Flesh & Blood”, το είχε πει:
Δεν είχε στο μυαλό του να γράψει καινούριο υλικό, αλλά «ενθουσιάστηκε από τη διάθεση και τη χημεία των καινούριων μελών» και προχώρησε. Εν προκειμένω, αυτό σημαίνει ότι προφανώς προσεφέρθη παχυλό πακέτο από την Rhino, την καινούρια εταιρία διανομής σε Αμερική και Ιαπωνία και ως teaserπροώθησης ολόκληρης της δισκογραφίας των΄Snake και ζήτησαν κάτι καινούριο. Κάπου εκεί μπορεί να εξηγηθεί και αυτή η αλλαγή διάθεσης του Coverdale να ανέβει στη σκηνή με κάτι μουσικά «καινούργιο». «Όλοι δώσαμε ό,τι είχαμε και παραπάνω στη δημιουργία αυτού του άλμπουμ». Αυτό, δυστυχώς, δεν αποδεικνύεται αρκετό.
Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων : το σχήμα που με κάποιες παραλλαγές έχει επισκεφθεί τη χώρα μας 3-4 φορές τα τελευταία 16 χρόνια είναι μια πολύ αξιόπιστη tribute band του ένδοξου παρελθόντος του Coverdale και αξίζει να την δει κανείς live, καθώς εκεί μετράνε (και) άλλα πράγματα: οι μνήμες, τα συναισθήματα, η οπτική εμπλοκή, η ένταση και ο ηλεκτρισμός της συναυλίας. Όμως, αν δούμε το “Flesh & Blood” ως δισκογράφημα, τα νέα δεν είναι σπουδαία.



Παρά τη αλαζονο-φιλοδοξία του αγαπημένου μας, εμβληματικά καλοδιατηρημένου 68χρονου – και πλέον, περιστασιακά μόνον καταναλωτή Bushmills – το άλμπουμ του κινείται μεταξύ του υπερπροβλέψιμου, ανολοκλήρωτου και απογοητευτικού, για τους εξής λόγους :
Πρώτον, του λείπουν τα αξιόλογα κομμάτια. Δε ζητά κανείς “Don’t Break My Heart Again”, ούτε “Lovehunter”, αλλά το στιχουργικό αναμάσημα των 15 λέξεων που αποτελούν τους τίτλους των τραγουδιών που συνυπογράφει ο Coverdale, συνοδευόμενο από τις μέτριες ιδέες των δύο κιθαριστών, κάνει το άλμπουμ να μην αντέχει σε σοβαρή αποτίμηση (πόσο τετριμμένος ο τίτλος: “Flesh & Blood” έχουν βγάλει, θυμάμαι πρόχειρα, οι  Poison το 1990 και ο Ted Nugent ένα κομμάτι το 1980, ενώ υπάρχει και η ταινία με τον Rudger Hauer του '85).
Δεύτερον, η αδυναμία των δύο κιθαριστών Reb Beach και Joel Hoekstra να συνθέσουν κάτι που να μπορεί να σηκώσει την ερμηνεία της ιστορικής φωνής του Coverdale πάνω από το σωρό (όπως, λ.χ. συνέβη με το “Love Will Set You Free” τo 2011), είναι προφανής. Φτάνουν κοντά σ’ αυτό που θα λέγαμε ικανοποιητικό filler με τα “Shut Up & Kiss Me”, “Trouble Is Your Middle Name” και “Hey You (You Make Me Rock)”, τα οποία κυκλοφορώντας ανά μήνα στο social media γέμισαν προσδοκίες το κοινό για κάτι ακόμη πιο δυνατό. Αυτά όμως είναι και τα καλύτερα κομμάτια του “Flesh & Blood”.

Τρίτον, είναι πλέον επίσης φανερό ακόμη και στον πιο τουρίστα με την ιστορία της μπάντας ότι οι παραγωγοί Mike Stone και Keith Olsen, καθώς και ο John Kalodner έπαιξαν τον καταλυτικό ρόλο για τη διαμόρφωση της παγκόσμιας εμβέλειας του ονόματος Whitesnake μεταξύ ’84 και ‘90. Αυτοί διάλεγαν τα τραγούδια, φινίριζαν τις ιδέες, υποδείκνυαν το setlist (εδώ, λ.χ., το άλμπουμ ξεκινά με τα δύο μετριώτερα κομμάτια “Good To See You Again” και “Gonna Be Alright”, πράγμα που δε θα επέτρεπε ούτε για αστείο ένας κανονικός παραγωγός), καλλώπιζαν τις διασκευές και φυσικά, έπαιρναν και γενναίο ποσοστό γι’ αυτό. Από τη στιγμή που κοντά στα τέλη των ‘90s ο Coverdale βρέθηκε να διαχειρίζεται μόνος του το brand name των Whitesnake, όλες αυτές οι ειδικές ποιότητες εκλείπουν.
Διαλέγει κιθαρίστες που να τον ακούνε, που όμως σχεδόν ποτέ δεν έχουν να επιδείξουν κάτι πραγματικά εξέχον σε επίπεδο σύνθεσης (ο Reb Beach είναι ως γνωστόν πολύ άξιος παίκτης, αλλά οι καλύτερες συνθέσεις στις οποίες έχει συμμετάσχει ανήκουν στον Kip Winger); Κάπως έτσι, από το “Good To Be Bad” του 2008 και μετά έχει επιστρέψει αυτό το «ηλεκτρικό blues» στοιχείο στα κομμάτια, που στην ουσία σημαίνει : όχι στον υπερηχητικό ήχο (που και η φωνή δεν μπορεί να εξυπηρετήσει), όχι στην αβανταδόρικη μεταλλική κιθάρα που να θυμίζει Sykes, όχι παραγωγός, όλα τα λεφτά (σύνθεση – παραγωγή – διαχείριση) στον θείο.
Όμως, με μισοψημένες ιδέες, τραχιές κιθάρες ανίκανες να χρωματίσουν το ο,τιδήποτε και ένα μάτσο “ooh baby”, “Well I Never, I never, ever, never met another girl like you”, “Always And Forever”, “Heart Of Stone (baby, why did you leave me all alone?)” αυτό που αποκαλύπτεται είναι μια συνειδητή έκπτωση στο πώς ο ίδιος ο Coverdale επεξεργάζεται τη δική του φόρμουλα.
Όπως έχει πρόσφατα πει ο David Lee Roth σε συνέντευξή του στον Joe Rogan«Αν δεν έχεις οργανώσει το πράγμα έτσι ώστε καθημερινά, όποτε βρίσκεται η ευκαιρία, να αποθησαυρίζεις μουσικές ιδέες και στίχους, τότε, όταν θα φτάσει η ώρα να μπεις στο στούντιο, θα σπάς το κεφάλι σου και θα σου έρχονται μόνο φρικτές κοινοτοπίες:
throw my hands in the air– ‘cause just dont care». Αυτό ακριβώς έχει συμβεί και στον Coverdale. 
Συνολικά, η φωνή του Coverdale είναι ευλόγως αποδυναμωμένη και οι κιθάρες φλύαρες, ειδικά όταν προσπαθούν να βγάλουν blues συναίσθημα, με slide και λοιπά. Ο ήχος είναι στο αναγνωρίσιμο, ικανοποιητικό επίπεδο, όμως αυτό σε καμία περίπτωση δεν είναι αρκετό. To“When I Think Of You (Color Me Blue)” είναι μια προβλεπόμενη απόπειρα σε “The Deeper Τhe Love”, που δεν απογειώνεται ούτε αν κάρφωνες τουρμπίνες στη Gibson του Reb, το δήθεν βαρέως ερωτοχτυπημένο “Heart Of Stone” είναι στην ουσία το “Best Days”, σε πιο αργό τέμπο, τα“Well I Never” και “Always And Forever” θα μπορούσαν να είναι κάτι με μουσική ουσία, αν δεν έπασχαν από στίχο για γέλια, ενώ στο εξάλεπτο “Sands Of Time” επαναλαμβάνεται η γνωστή επιδρομή του Coverdale στο ρυθμό του “Kashmir”, με ομολογουμένως όχι σπουδαία αποτελέσματα. Από τα υπόλοιπα δεν μένει πραγματικά τίποτε.
Λίγο μετά την κυκλοφορία του, το άλμπουμ έξυσε τον πάτο του Billboard Hot – 200 (US#131), ενώ έκανε ένα αξιοπρεπές πέρασμα από το αντίστοιχο βρετανικό (UK#7) για μία εβδομάδα. Η περιοδεία τους στην Αμερική, μπορεί και να έχει κάποια σχετική επιτυχία. Πιθανόν, οι εγχώριοι κατά συνήθειαν αποθεωτές των μεγάλων ονομάτων του ροκ να δυσανασχετήσουν. Οι εθισμένοι θα αποκτήσουν σε κάποια μορφή το “Flesh & Blood”, γιατί πρώτα κάνει κουμάντο η συνήθεια και η αφοσίωση και μετά όλα τα άλλα. Όμως δίσκοι όπως το “Flesh& Blood” αφαιρούν, δεν προσθέτουν στο πώς όσοι έχουμε χορτασμένα αυτιά θέλουμε να θυμόμαστε τους ήρωές μας.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Bruce Springsteen: "Western Stars"



Πλησιάζοντας ολοταχώς στο κατώφλι της συμπλήρωσης των 70 του χρόνων, σύνορο αδιανόητο μέχρι πριν μια δεκαετία για τους ρόκερ πρώτης και δεύτερης γενιάς, ο Springsteen καλοδέχεται με νηφαλιότητα το συναπάντημα με την βιολογική του ηλικία. Όχι όμως αναπολώντας ή μιμούμενος θριάμβους, αλλά αποστάζοντας αυτό που πραγματικά είναι:


O τελευταίος λαϊκός ήρωας της αμερικάνικης μουσικής.
Τον βηματισμό στα μονοπάτια της μουσικής παράδοσης της folk και της country, συνοδευόμενο με μια τάση για απέριττη έκφραση, επέλεξαν και οι μεγαλύτεροί του: Dylan, Neil Young, Van Morrison, ακόμη και ο τρεις μήνες μικρότερός του Tom Waits. Όμως, λόγω καταβολών, ηχοχρώματος ή και τρόπου ζωής, κανείς τους δεν το έχει επιχειρήσει με τέτοια κινηματογραφική ποιότητα  - αυτή την κουβαλάει σήμερα μόνον ο Springsteen. Ο οποίος, διαχειριζόμενος ακόμη και την φυσική κόπωση που φέρνει η ηλικία με μια κατασταλαγμένη αισθαντικότητα που όμως στην περίπτωσή του δεν έχει ηλικία, μας παίρνει μαζί του σ’ ένα ταξίδι στοιχημένο με την πραγματική του κατάσταση, την τωρινή του ματιά. Μια ματιά που δεν υπολείπεται καθόλου σε έμπνευση.
Ο Springsteen εξακολουθεί να ελκύεται απ’ αυτό το «καθ’ οδόν» που περιγράφει ως διέξοδο, καταφύγιο ή και αποδραστικό αυτοσκοπό σε όλη του την καρριέρα. Η διαδρομή είναι αυτή τη φορά η αχανής, ακροθιγώς γεωγραφούμενη, παραμυθογέννα αμερικάνικη δύση, κυρίως οι υποφωτισμένες γωνιές της. Αυτές στεγάζουν τους χαρακτήρες, τις σκηνές και τα συναισθήματα που αναπνέουν σε καθεμιά από τις 13 μουσικές ιστορίες αυτού του δίσκου. Ερημικές λεωφόροι, ξεχασμένα μπαρ, σαράβαλα αμάξια, έρωτες - φαντάσματα, άνθρωποι που αναζητούν τελευταίες ευκαιρίες, που ζουν γείτονες με την απόγνωση και την απώλεια, διατηρώντας πεισματικά την ελπίδα και το όνειρο ζωντανό. Η δια στόματος Springsteen περιήγηση δεν είναι προβλέψιμη ούτε ασφαλής. Είναι όμως απελευθερωμένη από εξωραϊσμούς και βολικά happy end. Είναι ελλειπτική και περιεκτική συγχρόνως, γιατί αναφέρει μόνο τις λεπτομέρειες που αξίζει να διασωθούν.
Το άλμπουμ είναι σα να περίμενε την κατάλληλη χρονική στιγμή για να προκύψει μέσα από ορισμένες ιδέες του “Working OnA Dream” και των ενορχηστρώσεων του “High Hopes”. Κόρνα, φαγκότα, όμποε, τρομπέτες και έγχορδα αναβαθμίζουν το συναισθηματικό φορτίο κάθε τραγουδιού, το οποίο είναι μαστορεμένο για τέτοιες μουσικές υποδοχές. Πάνω από είκοσι μουσικοί συμμετέχουν – η μόνη από την EStreet Band η Patti Scialfa – ενώ την παραγωγή συνυπογράφει ο ίδιος ο Bruce με τον Ron Aniello και η ηχοληψία πιστώνεται σε by Rob Lebret, Ross Petersen, Toby Scott και Ron Aniello.
Το ταξίδι ξεκινά με το Hitch Hikin’”, όπου ο Bruceπαίζοντας banjo ξεκινά την εικονογράφηση : μια souped up Ford του ’72, τηλεγραφόξυλα να περνούν μπροστά απ’ τα μάτια του hitch-hicker, ταξίδι ολοήμερο κι ολονύχτιο, διαρκές. “Family man gives me a ride - Got his pregnant Sally at his side - Yes indeed, sir, children are a gift - Thank you kindly for the lift”.  Το ταξίδι του Springsteen δεν είναι αυτοσκοπός, δεν έχει να κάνει με την ποιητική νεύρωση του ανέστιου, είναι η φυσική κατάσταση ενός παρατηρητή που τριγυρνά για να ζει και στην πορεία γίνεται καλύτερος: πιο εμβριθής.
Στο travellingstomp του The Wayfarer, ανοίγει έναν διάλογο μ’ όσα απέφυγε – με τη γλυκιά, αποπνικτική λήθη της επανάληψης στην ζωή της μικρής του πόλης – μόνο και μόνο για να μπορεί έκτοτε να τ’ αντικρύζει στην πραγματική τους διάσταση. Τhe sweet streets of home - where kindness falls and your heart calls for a permanent place of your own”, “When everyone's asleep and the midnight bells sound - My wheels are hissing up the highway, spinning 'round and 'round”. Όταν στα μισά μπαίνει η full μπάντα πνευστών κι εγχόρδων, ανοίγονται πράγματι πεδιάδες και φωτισμένοι ουρανοί με φευγάτα σύννεφα, όπως στο εξώφυλλο.
Το Tucson Train εκτυλίσσεται σαν ταξιδιωτικό διήγημα που απλώνει τις σελίδες του με σιγουριά, σαν το “The Straight Story” του David Lynch, όπου η διαδρομή είναι η ύστατη κατάθεση. “We fought hard over nothing - We fought till nothing remained - I've carried that nothing for a long time - Now I carry my operator's license - And spend my days just running this crane”, “When a little peace would make everything right - If I could just turn off my brain”. Καθώς τα βιολιά πλαισιώνουν τη σκέψη με μια επαναλαμβανόμενη μελωδία, σαν από ξεχασμένη τηλεοπτική σειρά του ’60, αποκαλύπτεται ένα ακόμη κεφάλαιο της αντίληψης για τη ζωή μακριά από την πρώτη γραμμή της πόλης. Είτε απηχεί κάποιο συμβιβασμό με την ήττα των σκοπών, είτε περιγράφει το καταφύγιο ενός παραιτησία, η μόνη λύτρωση, έπαθλο, σωτηρία παραμένει ο έρωτας.
Το βίντεο κλιπ του “Western Stars” βρίσκει τον ήρωα μοναχικό στο μπαρ, να ξετυλίγει έναν από τους πιο Tom Waitsιώδεις στίχους του (“A coyote with someone's Chihuahua in its teeth skitters 'cross my veranda in the night - Some lost sheep from Oklahoma sips her Mojito down at the Whiskey Bar - Smiles and says she thinks she remembers me from that commercial with the credit card”).
Πρόσωπο με πρόσωπο με τον καθρέφτη, για πρώτη φορά αναμετρώμενος με το πέρασμα του χρόνου, κουρασμένος στο βολάν, με stetson καπέλο σε περισυλλογή, αποκοιμισμένος με την κιθάρα στα χέρια – σκεπτικός στο πρώτο φως της αυγής. Μονολογεί ένας στάντμαν (το alter ego του διάσημου αφηγητή επανακάμπτει στο Drive Fast [The Stuntman]”), κάποιος που είδε κι άγγιξε τους μεγάλους σταρ και λαχταρά μια τελευταία λάμψη, καθώς μια αέρινη ανεβαστική τοιχαρχία από έγχορδα υπογραμμίζει τη νόστο για τα ανεπιστρεπτί περασμένα.


To καρμικό σκηνικό της δύσης, με το ξεχασμένο σε κάποια γωνιά της ερήμου – του ίδιου του χρόνου; - καφέ, ζωντανεύει υπό country ήχους στο Sleepy Joes Café”, καθώς η ιστορία του Joe συνοψίζεται στο “see you out on the floor and Monday morning is a million miles away” με τη βεβαιότητα ότι ταπεινοί έχουν βρει τις απαντήσεις για τη μακροημέρευση. Στο “Chasin’ Wild Horses” η ορχηστρική ανάταση και πάλι εκεί (“Ever since I was a kid - Tryin' to keep my temper down is like - Chasin' wild horses”), σε αντίστιξη με το σύντομο, σπαρακτικό απολογισμό του “Somewhere North of Nashville”.
Το πιάνο του Matt Rollings στην εισαγωγή οδηγεί σ’ ένα υποβλητικό “Sundown”(“When summer's through, you'll come around - That little voice in my head's all that keeps me from sinking down - Come Sundown”), ενώ το “Hello Sunshine” θα’ λεγε κανείς ότι περνάει κάτι από το “Everybody’s Talkin’” του Harry Nilsson μέσα από τον Jimmy Webb. Τα up-tempo «σκουπάκια» του Matt Chamberlain κάνουν τη διαφορά απέναντι στο τρυφερό πιάνο του Rollings και την έτοιμη να δακρύσει από συγκίνηση ξαπλωτή slideτου Marc Muller. Ακόμη κι αυτό το φαινομενικά πιο ευθύ και αισιόδοξο απόσπασμα του δίσκου – γι΄αυτό ίσως και επιλέχθηκε σαν πρώτο single – έχει στα έγκατά του μια υπόκωφη ένταση, ίσα για να υπενθυμίζει ότι η ηλιαχτίδα ευτυχίας, ως ηλιαχτίδα, είναι εκ φύσεως φευγαλέα.
Στο Stones ο πρωταγωνιστής ξυπνά με το στόμα «γεμάτο πέτρες» - με πίκρα από την απιστία, τον παραλογισμό, την αχαριστία - και πάει να σταθεί όρθιος γνωρίζοντας τη ρίζα του κακού (“its only the lies you told me”). Η φωνή του Springsteen ντύνεται την "καου-μπόϋ" προφορά του εδώ κι εκεί, όταν και όπου το απαιτεί ο ρόλος, ενώ σε άλλα σημεία μας επιφυλάσσει μεγάλα, ευπρόσδεκτα ανοίγματα (“The Wayfarer”), στιβαρότητα απέναντι στο πλούσιο ορχηστρικό υπόβαθρο (“Sundown”), ακόμη και αυτό το δικό του (το «σαν») φαλσέττο, όπως στο “There Goes My Miracle”, όπου έρχεται κατακυριευτής ο Σπεκτορικός τοίχος από έγχορδα, εισχωρεί σε κάθε πόρο και ανοίγει χώρο για μια φωνητική ερμηνεία που κάνει την ψυχή συντρίμμια. Στο “Moonlight Motel”, ο αφηγητής αποκαμωμένος πίνει μόνος στο parking του στοιχειωμένου ξενώνα που έχει στεγάσει τόσες ασήκωτα ωραίες στιγμές, ανήμπορος να φέρει το χρόνο πίσω.
“She was boarded up and gone like an old summer song - Nothing but an empty shell - I pulled in and stopped into my old spot - I pulled a bottle of Jack out of a paper bag - Poured one for me and one for you as well - Then it was one more shot poured out onto the parking lot - To the Moonlight Motel”.
Η νεανική του εμμονή στη λεπτομέρεια και την ακατάσχετη ονοματοδοσία του “Greetings From Asbury Park” κοντεύει μισόν αιώνα μακριά, όμως η άγρυπνη ματιά είναι εκεί, το ίδιο εκφραστική, όμως πιο μεστή και διαυγής. Οι αδροί χαρακτήρες του “Western Stars”, φωτίζονται καθώς ολοκληρώνουν ή αφότου έχουν ήδη ολοκληρώσει ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι. Κάποιοι τσαλακωμένοι από τη φενάκη ενός πολύβουου, άτεγκτου κόσμου, άλλοι προσπαθώντας να συγκολλήσουν ξανά τα απομεινάρια που άφησαν πίσω τους οι μέρες εκείνες όταν με τη ρώμη της νεότητας διεκδικούσαν όλη τη δόξα, αυτές που δεν μπορούν ξαναρθούν. Κάθε τραγούδι είναι δεμένο με τη διαδρομή, είτε με μια πολύτιμη, παρατεινόμενη από ανάγκη ή από επιλογή στάση της. Πιο συχνά με την λαχτάρα για επιστροφή στην πιο οικεία και γόνιμη ουσία:
τη θέρμη της χωρίς φίλτρα ανθρώπινης επαφής.
Ο Springsteen, ακόμη θηρευτής αυτής της ουσίας, με επίγνωση για το χρόνο που έχει κατά το μεγαλύτερο μέρος του περάσει, μας ποτίζει με μια μουσική που περιέχει την έντονη γεύση της βιωμένης ποίησης. Αυτός, που μεγάλωσε ο ίδιος και μεγάλωσε και μας με την κάψα της αναχώρησης και τράφηκε μαζί μας με τα όνειρα που μπορούμε όλοι να δούμε μπροστά στα μάτια μας, αν μάθουμε να προσέχουμε καλά.
Τον έρωτα, τη συντροφικότητα, τη φιλία, την ανθρωπιά, το να διεκδικείς κάθε λεπτό της ζωής σα νά’ χεις μόλις γεννηθεί.
Πολύ δύσκολα δε θα είναι το πιο σημαντικό άλμπουμ της χρονιάς.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019

Ευάγγελος Χ. Βαγενάς και το Εκτελεστικό Απόσπασμα: "Περπατώντας το Μεσημέρι"


Πρώτη δισκογραφική παρουσία για το προσωπικό σχήμα του Ευάγγελου Χ. Βαγενά με την ονομασία "το Εκτελεστικό Απόσπασμα" και ο τίτλος του άλμπουμ είναι "Περπατώντας το Μεσημέρι". Ο συγκεκριμένος εξαιρετικός μουσικός έχει μία σημαντική διαδρομή με τους ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ, με ενδιαφέρουσες δισκογραφικές κυκλοφορίες.

Ο δίσκος χαρακτηρίζεται από έναν τολμηρό ποιητικό λόγο, του Ευάγγελου Χ. Βαγενά , στο οποίο περιγράφονται βιωματικές εμπειρίες από τις αθηναϊκές συνοικίες, εμπλουτισμένες από ένα εμπνευσμένο μείγμα σκοτεινού ροκ, ηλεκτροπόπ ρυθμών και ψυχεδελικών μελωδιών.
Τραγούδια που ξεχωρίζουν είναι το "Στο Βυθό" με το δυνατό ρεφρέν, το άκρως χορευτικό "Eλεύθερον Βάσης", το επιτηδευμένα θυμωμένο "Μωρό μου" αλλά και το "Βαρκαρόλα" που είναι ποίημα του Γάλλου αναρχικού ποιητή Laurent Tailhade. Επιπρόσθετα το δικό τους στίγμα δίνουν τραγούδια όπως, το "Σελήνη" που θυμίζει λιγάκι από Depeche Mode καθώς και το "Δέντρα Ι" και "Τα Δέντρα ΙΙ".
Ευχάριστη έκπληξη αποτελεί η σύνθεση "Το ταξίδι δεν θ’ αργήσει" στο οποίο συμμετέχει φωνητικά, ο θρυλικός Δημήτρης Δημητράκας (Panx Romana, Schmetterling, Ριφιφί, T.V.C.) αλλά και η  Nαταλία Ηλία  όπου εκτός από τις ιδιαίτερες ερμηνείες ξεχωρίζει και το λυσσαλέο κιθαριστικό σόλο το Γεράσιμου Σπυράτου.

 
Η παρουσία και εκτελεστική δεινότητα του Γιάννη Παπανικολάου στα πλήκτρα και Νίκου Γεωργάκη στις ηλεκτρικές κιθάρες που αποτελούν το "Εκτελεστικό Απόσπασμα" έχουν συνεισφέρει και προσθέσει πολλά και όμορφα ηχοχρώματα δίνοντας ένα ακόμη πιο μελαγχολικό ύφος. Παράλληλα σ΄όλο αυτό το θαυμάσιο αποτέλεσμα βοήθησαν στις ηχογραφήσεις οι μουσικοί:  Λεωνίδας Πετρόπουλος (μπάσο, πιάνο, synth, κιθάρα, programming), Ηλίας Ράπτης (κιθάρα), Παναγιώτης Σταματελόπουλος (κιθάρα, β΄ φωνή), Θεοδωρής Λίζος (κιθάρα, β' φωνή), Μιχάλης Μπαλάφας (κιθάρα, β' φωνή) και η  Ξένια Δούδαλη (φωνητικά).
Αξίζει να αναφέρουμε ότι Ευάγγελος Χ. Βαγενάς  έχει εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Μηχανές Ευτυχίας" το 2000 (κυκλοφόρησε η βελτιωμένη έκδοση το 2013) , η οποία περιέχει και το ομώνυμο cd με 12 τραγούδια σε στίχους και μουσική του ιδίου. Και κάτι για το τέλος, στο υπέροχο  τραγούδι με τίτλο "1505" κατά την ταπεινή μου άποψη απολαμβάνουμε ότι πιο ποιητικό και λυρικό έχουμε ακούσει τα τελευταία χρόνια από Έλληνα καλλιτέχνη.
Για πάρτε μία μικρή γεύση παρακάτω...
"Ξεράθηκαν τα χείλη σου και αυτό το καλοκαίρι. Χτύποι, φιλιά και δάκρυα που ο άνεμος σκορπίζει. Λουλούδια που μαραίνονται στη θέα της σελήνης. Το απόγευμα κρύβει τους λόφους του πόνου. Είναι ο ήλιος το φεγγάρι εγώ ή εσύ μία ύστατη μάχη που συνέβη εκεί. Ένα σώμα θαμμένο στις πλαγιές των βουνών κάποια μέρα που ήμουν, που ήμουν παρών. Είναι ο ήλιος το φεγγάρι εγώ ή εσύ".
 
Φώτης Μελέτης

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...