Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

Robert Tepper: "Better Than The Rest"

Αποτάσσομαι, κατά κυριολεξία τρέμω, το ενδεχόμενο να αντικρύσω βλέμμα οίκτου ή και έκπληξης μειρακίου όταν θα πω σε κουβέντα ότι πήγα στην πρώτη προβολή του Rocky IV, τον Ιανουάριο του ’86.

Ο άνθρωπος που μαζί με τον Benny Mardones έγραψε στα 30 του μια από τις all time classic μπαλλάντες του νυχτερινού ραδιοφώνου επιστρέφει με το 5ο μόλις άλμπουμ του σε 34 χρόνια. Γέννημα – θρέμμα του NewJersey ο Tepper υπήρξε μια ενδιαφέρουσα περίπτωση για τη μουσική βιομηχανία. Συνδυάζοντας πλούσια με μεσαίες και χαμηλές συχνότητες, εκφραστική φωνή, συνθετικές ικανότητες και εικόνα poster boy, θα κανονικά θα έπρεπε να διαπρέψει.
Πέντε χρόνια μετά το “Into The Night”, ο Stallone τον ανακαλύπτει και με το “No Way Out” (US#22, 29/3/86) γράφει ιστορία. Εκατομμύρια μάτια καρφώνονται σ’ ένα ουσιαστικά βίντεο κλιπ μέσα στην ταινία, όπου ο Rocky, υπό τους ήχους του θρυλικοιύ sequencer, χώνει το κλειδί στη μηχανή της Φερράρι και με λυμένη τη γραββάτα ξεχύνεται νύχτα στους δρόμους και θυμάται στιγμές της ζωής του: τον κτηνώδη Ντράγκο, τον Aπόλλο να πέφτει νεκρός, την πρώτη του επική νίκη, τον αδικοχαμένο Μίκυ, τις αμφιβολίες για την αξία του μπροστά στον καθρέφτη, την ανάβαση στα μαρμάρινα σκαλοπάτια του μνημείου της Φιλαδέλφεια την αυγή, και ξανά τον Απόλλο να πέφτει νεκρός και να πεθαίνει στα χέρια του.
Σπάνια ένα κομμάτι περιέσωσε τον ερμηνευτή του για δεκαετίες και στάθηκε ικανό να στηρίξει μια ολόκληρη καρριέρα. Και του φωτογενούς Robert Τepper έμοιαζε ανθηρή τότε, στα 1986, ιδίως αφού ο Stallone τον ενέταξε και στο soundtrack του - cult πλέον για κάθε σοβαρό νεανία 50 ετών - “Cobra”, με το αξέχαστο "Angel Of The City”. Όμως, για κάποιο προφανώς άδοξο λόγο, το υποδειγματικό A.O.R. του παρθενικού του lp (“No Way Out”) που περιείχε και τα δύο αυτά μικρά hit, δεν πήγε καλά, ενώ το επόμενο άλμπουμ “Modern Madness” πάτωσε, παρά το καλό υλικό. Έκτοτε, μπήκε σε μια οδυνηρή διαμάχη με την Scotti Brothers, την εταιρία που είxε φτιάξει τους Survivor και συνδεόταν με τα επιχειρηματικά συμφέροντα του Stallone.
Επί οκτώ χρόνια ο Tepper δε μπορούσε να κυκλοφορήσει τίποτα στο όνομά του, έγραφε για άλλους. Όταν το επιχείρησε, όλο το έργο στη βιομηχανία είχε αλλάξει και ο ίδιος είχε καταχωρηθεί πλέον ως παλαιολιθικός one hit wonder.
Mετά από περίπου δύο δεκαετίες, ξαναμπήκε στη δισκογραφία με το "New Life Story" και στις ζωντανές εμφανίσεις. Τότε, στην Ισπανία, γνώρισε τον κιθαρίστα και συνθέτη Pablo Padilla, ικανό ενορχηστρωτή και με διάθεση να τον αναστήσει, κάτι που έδειξε ότι μπορεί να επιτευχθεί, αφού ο γεννημένος το 1950, o Tepper κρατούσε σε άψογη φόρμα τη φωνή του (αν και όχι τη χαίτη και τη διάμετρο της μέσης του). Το “Better Than The Rest” το 5ο άλμπουμ του Tepper είναι η πρώτη τους κοινή προσπάθεια.
To “Why Does Over Have To Be So Sad” ξεκινά με soul εισαγωγή, προχωρά στα εδάφη του μοντέρνου A.O.R, αφήνοντας χώρο στη φωνή και αφήνει προσδοκίες. Τις οποίες φτάνει κοντά στο να εκπληρώσει το Better Than The Rest, το οποίο παρά το ενοχλητικό στουντιακό παιχνίδισμα στη φωνή κατά τη διάρκεια του ρεφραίν (τί φτωχή ιδέα, τί πεπαλαιωμένο εφέ, έλεος!), είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια του Tepper, δυνατό στο ρεφραίν, όπως περιμένουμε τα απολειφάδια όπως ο γράφων που πήραμε εισαγωγής το “No Way Out” και το λιώσαμε. Ανάλογη ανάταση προκαλεί το καλύτερο κομμάτι του άλμπουμ, το “My Yesterday”, το οποίο με το ρεφραίν είναι σα να εκρήγνυται μέσα στις φλέβες, παρ’ ότι ο Padilla θα έπρεπε να πάρει κόκκινη κάρτα για το ότι δεν αποτολμά ένα κιθαριστικό σόλο που άνετα θα ανήγαγε το κομμάτι σε διαμάντι.


Το “Time Just This Time” ξεχωρίζει μια παλιάς κοπής ρομαντική fmμπαλλάντα που θα μπορούσε άνετα να παιχτεί δίπλα στους Hooters το 1986, με τον Padilla να αποφασίζει να δοκιμάσει ένα κανονικό σόλο στο κατάλληλο σημείο. Το “I Don’t Want To Make You Love Me” ανακουφίζει γιατί ο Padilla ζορίζει επιτέλους την ταστιέρα, ενώ το up-tempo “Show Me Where The Light Is Going” κλωτσάει ευπρόσδεκτα σαν κομμάτι που έμεινε έξω από το “Too Hot To Sleep” των Survivor. Ένα κράμα Def Leppard εποχής “Adrenalize” και Southside Johnny (ήχος και delivery του Jersey) είναι και το “Beyond The Atmosphere”, ενώ το “Tell Me You Love Me” περνάει τη βάση - ευδόκιμο filler.
Ακριβής στο να υπογραμμίζει τη μελωδία, η φωνή του Tepper αναζητά κάτι παραπάνω από την προβλέψιμη παραγωγή, κάτι που γίνεται γρήγορα αισθητό στα “All That We Never Have”,  στο άτολμο και αδύναμο να χτυπήσει το στόχο “Testimony” και το “You Know Just How You Feel”. Ενώ η φωνή ακούγεται κραταιά και γεμάτη συναίσθημα, έστω και σε ένα ρετρό ύφος, δεν παίρνει τις αιχμές που θα χρειαζόταν από την κιθάρα. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι εύηχο, ικανό να τσιτώσει τα ηχεία και να συντροφεύσει μια μακριά αυτοκινητάδα, αφήνει πάντως την αίσθηση ότι η φωνάρα του Tepper μένει αναξιοποίητη πάνω σε A.O.R. ασκήσεις που δυσκολεύουν να απογειωθούν.
Better Than The Rest, σίγουρα, αν δει πού βρίσκονται οι σύγχρονοι του RockyIV τραγουδοποιοί οι ειδικευμένοι στα soundtrack της δεκαετίας του ’80.
Οι φανατικοί του δισκογραφικά εκλεκτικού Tepper θα το αγαπήσουν έτσι κι αλλιώς, όμως το άλμπουμ αν δεν είχε τα τρία – τέσσερα πεζά κομμάτια και την κιθαριστική ατολμία του Padilla να ξεσαλώσει, θα ήταν η «επιστροφή της χρονιάς».

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2019

Go-Go's: We Got the Beat!

Oι Αμερικανίδες GO-GO’S σχηματίστηκαν το 1978 στο Los Angeles και θεωρούνται ότι ήταν από τα πρώτα καθαρά γυναικεία σχήματα που υπέγραφε τις συνθέσεις του και έπαιζε το ίδιο τα όργανα ενώ η τραγουδίστρια τους Belinda Carlisle έκανε πετυχημένη σόλο καριέρα στo δεύτερο μισό της δεκαετίας του ΄80.
Η θηλυκή μπάντα αποτελείτο από τις: Belinda Carlisle στα φωνητικά, την Charlotte Caffeylead στην κιθάρα και το πιάνο, την Gina Schock  στα ντραμς, την Kathy Valentine  στο μπάσο και την Jane Wiedlin  στην κιθάρα και τα δεύτερα φωνητικά.
Ο συνδυασμός power pop μελωδιών, πανκ-ροκ ρυθμών και υπέροχων διπλών φωνητικών δημιούργησε μία νέα σχολή που κάποιοι κριτικοί τότε την χαρακτήρισαν ως New Wave κίνημα.



Η μπάντα στο ξεκίνημα της έγραψε σε demo πέντε τραγούδια και έπαιζε support με τους Madness οπότε και κατάφερε να δημιουργήσει ένα ευρύ κοινό και να κλείσει ένα καλό δισκογραφικό συμβόλαιο. Ο παρθενικός τους δίσκος κυκλοφόρησε το 1981 σε παραγωγή του Richard Gottehrer και ονομαζόταν “Βeauty and The Beast” κάνει τεράστια εμπορική επιτυχία αφού πούλησε πάνω από 3 εκατομμύρια αντίτυπα, έγινε διπλά πλατινένιο και έπιασε την κορυφή και οι Go-Go’s κερδίζουν το βραβείο Grammy σαν το καλύτερο νεοεμφανιζόμενο γκρουπ.
Το τραγούδι “We Got The Beat” έγινε μεγάλο hit και ακούγεται μέχρι και σήμερα από αρκετά ραδιόφωνα ενώ το άλμπουμ θεωρείται από το περιοδικό Rolling Stone μέσα στα 500 καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών.
Στο ίδιο άλμπουμ υπάρχουν έξοχα τραγούδια όπως τα "Lust to Love", “ Tonite”, Can't Stop The World” και “Our Lips Are Sealed” (το περιοδικό Rolling Stone  το τοποθετεί στα 100 καλύτερα ποπ τραγούδια).

Τον Αύγουστο του 1982 κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ του γκρουπ με τίτλο “Vacation” και γίνεται χρυσό ενώ καταφέρνει και φτάνει στο Νο 8 του Billboard και ο ήχος τους θυμίζει έντονα μπάντες των ‘60s. Η τουρνέ που ακολουθεί είχε επιτυχία, κέρδισαν κι άλλο βραβείο Grammy αλλά τα προβλήματα με τα ναρκωτικά κτύπησαν τα μέλη του συγκροτήματος με αποτέλεσμα να παρουσιαστούν και τα πρώτα προβλήματα. Tραγούδια που ξεχωρίζουν εκτός από το ομότιτλο (κυκλοφόρησε και σε cassette single!!!) είναι η διασκευή το Cool Jerk  των The Capitols, το He's so strange”, το “We Don't Get Along”, το "Get Up and Go" που στη δεύτερη πλευρά του υπήρχε το πανέμορφο  “Speeding που ακούγεται και στην ταινία “Fast Times at Ridgemont Highπου πρωταγωνιστεί ο Sean Penn.



To 1984 οι Go-Go’s κυκλοφορούν το τρίτο άλμπουμ, το μέτριο “Talk Show” και προσπαθούν να περισώσουν την κατάσταση με πολυδάπανα video clip κάτι που όμως δεν τους έσωσε από την εμπορική αποτυχία. Ξεχωρίζουν τα “Turn To You” (στο βίντεο κλιπ πρωταγωνιστεί ο ηθοποιός Rob Lowe), το εξαιρετικό “Head Over Heels”, το “Yes or No"  που το συνυπογράφουν με τους Sparks και τα θαυμάσια “Mercenary”  και “You Thought” όμως τα περισσότερα κομμάτια του νέου δίσκου δεν παίχτηκαν ούτε στις συναυλίες που ακολούθησαν αποδεικνύοντας το μέγεθος της απογοήτευσης και από το ίδιο το συγκρότημα.
Οι αλλαγές στο γκρουπ είχαν αρχίσει και παρά την αποδοχή του κόσμου σε ένα υπέροχο live στο Ρίο αποφάσισαν το 1985 να το διαλύσουν. Αυτή που ξεχώρισε μετά την διάλυση και έκανε μεγάλη εμπορική επιτυχία στη συνέχεια ήταν η τραγουδίστρια Belinda Carlisle με τα "Heaven Is a Place on Earth",  "I Get Weak" και αρκετά άλλα χορευτικά ποπ κομμάτια.



Το 1990 oι Go-Go’s αποφασίζουν να επανασυνδεθούν με την κλασική σύνθεση τους για μερικές συναυλίες και έπειτα μπαίνουν στο στούντιο για να επαναηχογραφήσουν δικά τους τραγούδια για μία greatest hits συλλογή. To 1994 με διαφορετικό line up η μπάντα κυκλοφορεί το διπλό Return to the Valley of The Go-Go's” με τρεις νέες ηχογραφήσεις.
Μετά από 17 χρόνια και συγκεκριμένα το 2001 αποφασίζουν να επανασυσταθούν και να κυκλοφορήσουν νέο άλμπουμ με τίτλο God Bless the Go-Go's” με ανανεωμένο ήχο και με την Susanna Hoffs (Bangles) να συμμετέχει σε ένα τραγούδι ως συνθέτης και τον Billie Joe Armstrong (Green Day) να υπογράφει το δυναμικό τραγούδι “Unforgiven” ενώ ξεχωρίζουν και τα “La La Land”, “Apology” και “Stuck in My Car”.
Το εξώφυλλο του άλμπουμ δημιουργήθηκε από τον φωτογράφο Maryanne Bilham  και επικρίθηκε από την Καθολική εκκλησία.
Παράλληλα την ίδια χρονική περίοδο έδωσαν αρκετά live show και έπαιξαν παρέα με τους Elton John, Billy Joel, David Crosby και Paul Simon, στη συναυλία  "An All-Star Tribute to Brian Wilson
Από το το 2010 και μετά, η μπάντα εξακολουθεί να υπάρχει και να παίζει σε διάφορες συναυλίες προσπαθώντας να διατηρήσει τον μύθο του παρελθόντος με την μπασίστρια Kathy Valentine να μην είναι στο σχήμα.
Studio albums

  • Beauty and the Beat (1981)
  • Vacation (1982)
  • Talk Show (1984)
  • God Bless The Go-Go's (2001)

Φώτης Μελέτης

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...