Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

Richie Kotzen: “Cannibals”


Ο σπουδαίος 45 χρονος κιθαρίστας έγινε γνωστός από την παρουσία του, στους POISON και MR. BIG στη δεκαετία του '90 αλλά και με συνεργασίες που είχε με πολλούς καλλιτέχνες όπως πριν δύο χρόνια με τους The Winery Dogs (Billy Sheehan, Mike Portnoy) αλλά και παλιότερα με τον άξιο συνάδελφο του Greg Howe.

Όσοι λοιπόν θυμάστε τον Richie Kotzen για τα βιρτουόζικα σόλα του ή για τις hard rock καταβολές του, απλά ξεχάστε αυτές τις αναμνήσεις με το "Cannibals".
Το ξεκίνημα του άλμπουμ γίνεται με τον ομότιτλο  heavy-funk, δυναμίτη όπου η καταιγιστική μπασογραμμή του, κερδίζει τις αρχικές εντυπώσεις ενώ η συνέχεια ανήκει στο “In an Instant” όπου το φάντασμα του Prince έχει διεισδύσει αρκετά.
Στο  υπέροχο “The Enemy“, το ηχόχρωμα της φωνής του RICHIE KOTZEN παραπέμπει ευθέως σε  ερμηνείες  σε ύφος Steve Perry (Journey) και το “Shake It Off”  που ακολουθεί διαθέτει αυτό ανεβαστικό hard funk rock ρυθμό που θυμίζει τα «καλά» τραγούδια του Lenny Kravitz ενώ το  Come On Free ακολουθεί πιστά τα soul μονοπάτια του περασμένου αιώνα.
Ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου είναι σίγουρα το I'm All In” όπου οι Sly and Family Stone συναντούν τους Free και το εμπνευσμένο ρεφρέν της συγκεκριμένης σύνθεσης ακούγεται πλήρως καθηλωτικό.
Το Stand Tall”  με εισαγωγή και ριφ που θυμίζει έντονα το διασκευασμένο classic track,  “American Woman” περιέχει ένα δυναμικό funk rock χρώμα  με τα πλήκτρα  να βάζουν μικρές παλιομοδίτικες  πινελιές.
Το άλμπουμ κλείνoυν τα Up (You Turn Me)” που κινείται σε πιο soul δρόμους με το πνεύμα του Stevie Wonder να είναι διάχυτο ενώ ακολουθούν δύο   πανέμορφες μπαλάντες, το τρυφερό και μελαγχολικό  “You”  στο οποίο πιάνο παίζει η κόρη του August Kotzen και το συγκινητικό Time for the Payment”.
Οι ερμηνείες  του Richie Kotzen αποτελούν την μεγάλη έκπληξη του δίσκου αφού στις περισσότερες συνθέσεις αναδεικνύεται μία ζεστή και άκρως παθιασμένη φωνή ενώ ο εξαίρετος μουσικός παίζει μόνος του όλα τα όργανα του άλμπουμ!
Χωρίς λοιπόν να εντυπωσιάζει το “Cannibals” και μακριά από τους  σκληρούς ροκ ρυθμούς που μπορεί κάποιοι να περιμένανε, ο  Richie Kotzen  μας χαρίζει ένα υπέροχο άλμπουμ ποτισμένο με  soul, blues και funk μελωδίες  όπου κυριαρχεί το συναίσθημα, ο προβληματισμός για τις ανθρώπινες σχέσεις και η αγάπη που τόσο λείπει στις μέρες μας.

Φώτης Μελέτης



Last Autumn’s Dream: “Level Eleven”


Το θέμα με αυτούς τους Σουηδούς είναι πως τελικά κάτι μαγικό ρίχνουν στο νερό τους. Σίγουρα κάτι πίνουν εκεί στην κρύα Σουηδία γιατί δεν εξηγείται αλλιώς το πώς καταφέρνουν να μας "πυροβολούν" κάθε χρόνο με τόσες μπάντες και τόσες αξιόλογες κυκλοφορίες.


Οι Last Autumns Dream προέρχονται και αυτοί από την Σουηδία και είναι από τις λίγες μπάντες που μέσα στα λίγα σχετικά χρόνια ύπαρξης τους ( μετράνε 10 χρόνια ζωής) έρχονται τώρα με το ολοκαίνουριο πόνημα τους που φέρει τον τίτλο “Level Eleven” και όπως καταλαβαίνετε πρόκειται για το ενδέκατο επίσημο άλμπουμ τους. Καθόλου άσχημα θα έλεγα.
Η μουσική τους είναι απλή, άκρως μελωδική, με πολύ ωραίες ερμηνείες χάρη στην φωνάρα του  Mikael Erlandsson, πιασάρικα και ευκολομνημόνευτα ρεφραίν και γενικά κάθε τους κυκλοφορία ακούγεται ευχάριστα.  Άλλωστε από τις τάξεις τους περάσανε μουσικοί όπως ο αδικοχαμένος Marcel Jacob των Talisman και οι Ian Haugland, Mic Michaeli και  John Leven των Europe. Η ‘φυγή’ του βασικού κιθαρίστα και ιδρυτικού μέλους Andy Malecek, λόγω προσωπικών θεμάτων το 2014 (ξένισε τους φανατικούς φίλους τους για τον λόγο ότι οι κιθαριστικές του γραμμές ήταν το σήμα κατατεθέν της μπάντας), δεν πτόησε τα υπόλοιπα μέλη των LAD και έτσι επιστρέφουν στα μουσικά δρώμενα με το ολόφρεσκο “Level Eleven” .
Δυνατό ξεκίνημα με το γκαζιάρικο “Kiss Me” για να ακολουθήσει ένα τυπικό Last Autumns Dream κομμάτι. Το “Follow Your Heart” είναι αυτό που περιμένει ο κάθε οπαδός του μελωδικού ήχου. Up-tempo ρυθμοί, μελωδία, έξυπνο ρεφραίν και ξανά μελωδία σε ένα πολύ καλοκαιρινό άσμα (αν και βρισκόμαστε στην καρδιά του χειμώνα).
Τα “Ill Be There For You”, “Go Go Go-Get Ready For The Show” και “Delirious” είναι και τα τρία δείγματα ενός συγκροτήματος που δεν συμβιβάζεται με τις νέες τάσεις και μόδες της μουσικής και το μόνο που κάνει είναι να προσφέρει απλό και καλοπαιγμένο melodic rock.
Καλοπαιγμένο, όμορφο και μελωδικό δισκάκι που έρχεται να προστεθεί επάξια δίπλα στα υπόλοιπα άλμπουμ των Last Autumn’s Dream.

Βασίλης Χασιρτζόγλου



HERMAN RAREBELL & FRIENDS: "Herman's Scorpions Songs"



Αφού προηγήθηκε το ομολογουμένως πολύ καλό HERMAN RAREBELL & Friends: “Acoustic Fever”, ο γερμανός ντράμερ αποφάσισε να κυκλοφορήσει με τους ίδιους ερμηνευτές την σκληρή εκδοχή του.

Είχα γράψει και παλαιότερα ότι  ο H. Rarebell  κατάφερε με την ακουστική άποψη γνωστών και αδικημένων κομματιών των Scorpions να δημιουργήσει θετικές εντυπώσεις και τώρα με το Herman's Scorpions Songs  προσπάθησε να εντυπωσιάσει το ίδιο.
O γερμανός ντράμερ που μεγαλούργησε με τους Scorpions στην πιο εμπορική εποχή τους, (έπαιξε μαζί τους από το 1977 – 1996) κυκλοφορεί λοιπόν ένα πολύ καλό άλμπουμ που περιέχει 13 πανέμορφα τραγούδια της πρώην μπάντας του, εκτελεσμένα από σπουδαίους και μεγάλους ερμηνευτές δίνοντας έτσι μία άλλη γοητεία και αίγλη σε λιγότερα γνωστά και αδικημένα κομμάτια των Γερμανών hard rockers.
Τα δύο πιο δημοφιλή τραγούδια που υπάρχουν στο  δίσκο είναι τα “Dynamite” και “Rock You Like A Hurricane” όπου το πρώτο τραγουδά ο Johnny Gioeli (Hardline, Axel R Pell) και το δεύτερο ερμηνεύει ο Bobby Kimball (Toto) σε αρκετά δυναμικό ύφος και από τους δύο καλλιτέχνες.
Φοβερές εκτελέσεις,  ελκυστικές ενορχηστρώσεις και παθιασμένες ερμηνείες έχουμε στο “Is There Anybody There” από τον Alex Ligertwood (Santana, Average White Band), στο συναρπαστικό “Passion Rules The Game” από τον John Parr και στο “Loving You Sunday Morning” από τον Michael Voss (Casanova, Demon Drive, Mad Max, Silver).

Το ενδιαφέρον στοιχείο στο "Herman's Scorpions Songs"  είναι ότι υπάρχουν 4 τραγούδια από το υποτιμημένο αλλά υπέροχο “Animal Magnetism” με το ομότιτλο κομμάτι να ερμηνεύεται εκπληκτικά και ατμοσφαιρικά με αρκετά flamengo στοιχεία από τον εντελώς άγνωστο καλιφορνέζο Michael Nagy ενώ το “Falling In Love” με τον Gary Barden (MSG) και το “Don’t Make No Promises” από τον Jack Russell (Great White) στέκονται επάξια στις αρχικές εκτελέσεις, κάτι που επιτυγχάνεται ακόμη περισσότερο με το θαυμάσιο “Make It Real” που τραγουδά ο  Doogie White (Rainbow, Cornerstone, Yngwie Malmsteen's Rising Force, Praying Mantis).

Από το “Blackout” βρίσκουμε το αγαπημένο και αδικημένο “You Give Me All I Need” με τον Don Dokken στα φωνητικά να κάνει μία μελωδικότατη ερμηνεία και το εκπληκτικό “Arizona” με τον George Daniels (προσωπική ανακάλυψη του H. Rarebell) να πετυχαίνει άψογα τη χαρούμενη διάθεση του κομματιού. Αξιοπρεπέστατες και έντονες ερμηνείες έχουμε στο “Love Is Blind” με τον Paul Shortino (King Kobra, Quiet Riot) και στο κλασσικό “Another Piece Of Meat” από τον Tony Martin (Black Sabbath).
Επίσης στο άλμπουμ υπάρχει και  το "Let It Shine"  τραγουδισμένο από τον  Al Crespo (Unbreakable) που δεν έχει καμία σχέση με τους  “Σκορπιούς”  και απλά είναι μία προσωπική  και μέτρια  μπαλαντοειδή σύνθεση του H.Rarebell
Τέλος μεγάλο όπλο στην εξαιρετική συνολική εικόνα και δημιουργία του δίσκου ήταν το ταλαντούχο κιθαριστικό παίξιμο των  Michael Voss -Chris Hasler  ενώ δεν πρέπει  να ξεχάσουμε να απονείμουμε τα εύσημα  στον εμπνευστή και ντράμερ του άλμπουμ,  HERMAN RAREBELL που έδωσε μία νέα πνοή και ομορφιά σε αδικημένα και όχι μόνο τραγούδια των Scorpions.
 

Φώτης Μελέτης

Bryan Ferry: "Avonmore"




Λέγεται ότι είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα -και ιατρικώς μη αποδεδειγμένα- δημογραφικά στοιχεία. Ένα στα πέντε παιδιά που γεννήθηκαν μεταξύ 1983 και 1986 συνελήφθησαν καθώς παιζόταν ένα άλμπουμ με τη φωνή του Bryan Ferry. Το ραντεβού μπορεί να ξεκινούσε αθώα, με τριαντάφυλλα και δείπνο υπό το φως κεριών, αλλά από τη στιγμή που αυτή η φωνή άρχιζε να ξεχύνεται από το στέρεο, το πράγμα ήταν φανερό που θα καταλήξει.


Τώρα, μετά από 44 χρόνια καρριέρας, το δέκατο πέμπτο προσωπικό του άλμπουμ έρχεται στο φως και συναντά το πολυδιασπασμένο κοινό, αναζητώντας σε ποιά μερίδα του «πρέπει» και σε ποιά «μπορεί» να απευθυνθεί.
Στο εξώφυλλο μια φωτό τον απεικονίζει σκεπτικό - η προσωποποίηση της επιτήδευσης - όπως ήταν πριν από 35 και κάτι χρόνια, στις μέρες του ως «μοιραίος δανδής». Άρνηση της τρίτης ηλικίας; Αυθυποβολή; Άπελπις εκμοντερνισμός; Δικαιωματική αναπαλαίωση;  

 Τίποτε απ΄όλα αυτά. Το "Avonmore" έχει τον κλασσικό, ακριβέστερα, τον vintage Ferry ήχο και στα 43 λεπτά του έξοχα, στέρεα και αισθαντικά κομμάτια.
 Μουσικά, είναι μια ιδανική σύζευξη των "Avalon", "Boys & Girls" και "La Bete Noir".
Σα να βγήκε το 1988, προεκτείνοντας, αλλά μην αντιγράφοντας το ύφος και τη διάθεση των καλύτερων στιγμών εκείνης της περιόδου του. Ήχος που ρέει, ρυθμοί με εσωτερική ένταση, κιθάρες, πνευστά, πλήκτρα και φωνητικά αναδεικνύονται πάνω σ΄ένα καμβά από αέναες αλλαγές μπάσου και ντραμς. Την παραγωγή κάνει για μια ακόμη φορά ο μεγάλος
Rhett Davis, υπεύθυνος ακριβώς για τα ηχητικά κομψοτεχνήματα της δισκογραφίας του Ferry στα μέσα των '80s.
Οι μουσικοί άσσοι του παρελθόντος είναι και πάλι εδώ. Με ανεβασμένο το προφίλ του μετά την επιτυχία του "Random Access Memories" των Daft Punk, ο Nile Rodgers μοιάζει να ξεφυτρώνει παντού τελευταία. Όμως ο ίδιος ο ήχος του σε παραπέμπει στο "Boys and Girls", όπου o Rodgers είχε ξανασυνεργαστεί με τον Ferry.
Το ίδιο και ο πρώην κιθαρίστας των Smiths, Johnny Marr (ο οποίος συνυπογράφει και ένα κομμάτι - "Soldier Of Fortune"), που ήταν ο βασικός κιθαρίστας στο "Bete Noire" του '87. Για τον βιρτουόζο μπασίστα Marcus Miller (επίσης είχε παίξει στο "Girls and Boys") τα λόγια είναι περιττά. Κι αυτός επιστρέφει με απαράμιλλο στυλ, γεμίζοντας με ροή και μελωδία όλο το άλμπουμ, αφήνοντας κατά μέρος το slap στυλ το οποίο τον έκανε διάσημο στη σύγχρονη jazz και ακολουθώντας μια εύκαμπτη όσο και εύπεπτη μελωδική τεχνοτροπία σπουδαγμένη σε εκατοντάδες R&B session μεταξύ τέλους '70s και αρχών '80s.
Στο επίκεντρο -όπως πάντα - βρίσκεται η εύθραυστη φωνή του Ferry, με το έκκεντρο τονάρισμα και τις τόσο αριστοτεχνικά τοποθετημένες φράσεις να οδηγούν σε ένα σχεδόν υπνωτιστικό συντονισμό. Προσεκτικά αποφεύγοντας να προδώσει τα χρόνια του (μόνο στα "Soldier Of Fortune" και τη διασκευή "Send In The Clowns" ακούγεται όσο περίπου είναι), ο Ferry και πάλι μας πείθει ότι η περσόνα του αιώνιου δανδή ζει και αναπνέει μέσα στο ύφος και το περιεχόμενο των τραγουδιών.
Στιχουργικά, θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι από το τελευταίο του άλμπουμ με πρωτότυπο υλικό (το "Olympia" του 2010), ο 69χρονος παντρεύτηκε και χώρισε με μια γυναίκα 38 χρόνια μικρώτερή του. Ίσως αυτό να εξηγεί έναν τόνο αναδρομής, τύψεων και νοσταλγίας που διατρέχει όλη την καινούρια συλλογή. Τα κομμάτια, ανεξαρτήτως tempo, καταλήγουν σε μια σειρά από συναισθηματικά «βαριά» στιχουργικά σχήματα, που τα αποδίδει ο ψίθυρος ενός πληγωμένου εραστή, χωρίς να καταλαβαίνει κανείς αν είναι νυν ή πρώην.
Το "Loop De Li" είναι από τα καλύτερά του εδώ και χρόνια και από τα καλύτερα κομμάτια που κυκλοφόρησαν φέτος γενικά. Ακολουθούν από μικρή απόσταση και γεμάτα νέον εικόνες τα "Midnight Train", "Driving Me Wild" και "One Night Stand".
Η ηλεκτροφανκ παλίρροια του ομώνυμου ακούγεται πράγματι σύγχρονη, με την ρυθμική φρασεολογία του Rodgers να ξεχωρίζει, η οποία, απεναντίας, στο εξομολογητικό "Lost" μεταφέρει στα  late '70s.
Δεν είναι μια υπόθεση hooks, είναι, όπως και το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ, μια υπόθεση ατμόσφαιρας, όπου οι υπαινιγμοί των πασίγνωστων μουσικών υπογραφών (Rodgers, Miller, Marr, Davis) βοηθούν την ερμηνεία του Ferry να αποκτήσει βάθος. Ποπ με προεκτάσεις, από τον άνθρωπο που έκανε τη μουσική του συνώνυμη με την γοητευτική αφηρημενολογία "sophistication", λατρεμένη έννοια - πασπαρτού κοινού και κριτικών.
Το "Avonmore" καταφέρνει να λειτουργήσει εντελώς ά-χρονα, ενσωματώνοντας στην τραγουδοποιία του στοιχεία τόσο τρέχοντα όσο και ρετρό. Φέρει μαζί του έναν ήχο που θα μπορούσε να είχε παραχθεί οποτεδήποτε τα τελευταία 30 χρόνια. Η ambient εκδοχή του "Johnny & Mary" του Robert Palmer (μια συνεργασία με τον μεγαλόσχημο 30άρη, DJ Todd Terje) τονίζει αυτή την ποιότητα. Υπό αυτό το πρίσμα, το "Avonmore" είναι μια υπενθύμιση ότι ο Ferry είναι εκείνος που περπάτησε πρώτος στα εδάφη της ποπ με υπόβαθρο και γι΄αυτό είναι ακόμη και σήμερα - στα 70 - ικανός να φτιάχνει εξεζητημένη μουσική που ακούγεται διαχρονική, αντανακλώντας την ίδια στιγμή τον παλμό των σύγχρονων, αλλά, καθώς φαίνεται και των μελλοντικών μουσικών τάσεων.

Ένας δίσκος - γύρος θριάμβου για τον Ferry, τον παραγωγό και τους μουσικούς που τον συντρόφευσαν στις χρυσές εποχές της προσωπικής του καρριέρας, αφού τώρα πια το mainstream τον ακολουθεί, τον αναφέρει, επισταμένα προσπαθεί να κοπιάρει την αίσθηση και την αισθητική του. Δηλαδή, τον χρειάζεται.
Με το "Avonmore", τα γεννητούρια των '80s κρατούν στα χέρια τους μια άριστη αφορμή να διαιωνίσουν, με τη σειρά τους, το είδος.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου



Neil Young: "Storytone"

Δεν είναι καινούριο. Ο Neil Young δισκογραφεί εδώ και μισό
αιώνα με αποκλειστικό κριτήριο το τί έχει στο μυαλό του να κάνει κάθε φορά. Όσο περνούν τα χρόνια, αφού έχει επαναπροσδιορίσει τον όρο «επιτυχία» καμιά δεκαριά φορές και έχει γίνει σηματωρός του λεγόμενου "organic" ήχου για τελευταία φορά πριν από 25 χρόνια με κείνο το σαρωτικό "Freedom" (1989), όλο και λιγώτερο νοιάζεται για διαστάσεις της βιομηχανίες όπως «προώθηση», «παραγωγή», «προσβασιμότητα», ή «ακροατήριο».



Εδώ, στα 70 του, μας σερβίρει δύο άλμπουμ, ή μάλλον ένα άλμπουμ - αντικατοπτρισμό. 10 κομμάτια τα οποία παρουσιάζονται στον πρώτο δίσκο σε ακουστικές εκτελέσεις (μόνο φωνή και κιθάρα, κάποια με πιάνο ή με φυσαρμόνικα) και στον δεύτερο σε εκτελέσεις με ορχήστρα (μόνο δύο απ΄αυτά έχουν πίσω τους ηλεκτρική μπάντα και ένα μία πραγματική Big Band), με το ίδιο tracklist (σε κάποιες εκδοχές, πρώτος έρχεται ο δίσκος με τις ορχηστρικές εκτελέσεις). Αν και με μια πρώτη ακρόαση διερωτάται κανείς γιατί μια «μονή» επιλογή των καλύτερων εκτελέσεων δεν ήταν αρκετή για τον Young, η απάντηση έρχεται μόνη της. Γιατί, ως συνήθως, όπως και σε πολλούς δίσκους του, η απάντηση είναι κάτω απ΄τη μύτη μας. Αυτή είναι η εμβάθυνσή του στο μουσικό υλικό με το οποίο καταγίνεται τη συγκεκριμένη περίοδο, αυτή είναι η πρότασή του.
Δείτε, μας λέει, τις δυνατότητες μιας διαφορετικής ενορχήστρωσης.

Αυτό είναι και το κλειδί του "Storytone". Η ιστορία παραμένει η ίδια, αλλάζει όμως ο τόνος της αφήγησης, καθώς αλλάζει εντελώς η ενορχήστρωση.

Ανάμεσα στα τραγούδια υπάρχουν τραγούδια διαμαρτυρίας (το οικολογικό "Who's Gonna Stand Up"), μικρές ωδές στη μηχανοκίνητη διαφυγή ("I Want To Drive My Car") και ερωτικά τραγούδια ("Glimmer" , "Tumbleweed", "I'm Glad I Found You", "When I Watch You Sleeping"). Ας μη γελιόμαστε, ποιόν 70άρη δεν θα ανανέωνε η 55χρονη γοργόνα Daryll Hanna (το σάϋμποργκ του Blade Runner, η Ρωξάνη του ΄87, η αναλώσιμη θεά του Gordon Gekko,  η μονόφθαλμη "Elle Driver" του Kill Bill), τωρινή σύντροφος του Καναδού τροβαδούρου;

Εάν οι εκτελέσεις του πρώτου δίσκου (που επιγράφονται "solo") ακούγονται βαρέως «προσωπικές», με την χωρίς ηλικία τενόρο φωνή του Young να τον μεταμφιέζει σ΄έναν καλοδιάθετα ρομαντικό Johnny Cash, οι ορχηστρικές εκτελέσεις είναι μια ευχάριστη έκπληξη, καθώς μεταμορφώνουν τα κομμάτια σε ένα διαφορετικής διάθεσης soundtrack.
Το "Who's Gonna Stand Up" γίνεται συμφωνικό, το "Glimmer" ένα ατόφιο κινηματογραφικό έπος νοσταλγίας, τα "I Want to Drive My Car", "Say Hello To Chicago" και "Like You Used To" απολαυστικές big blues blues γιορτές με πνευστά να κυριαρχούν, ενώ, στον αντίποδα, το "Tumbleweed" βαλσάρει σε σχέση με την απογυμνωμένη - μόνο με φωνή και ukulele- εκδοχή του.
Οι μικρές ηλικίες του rock -πιθανόν δικαίως- θα το θεωρήσουν «κλιμακτηριακό» και θα προσπεράσουν. Όντως, υπάρχουν καιροί και εποχές που σε κάνουν να υποδέχεσαι διαφορετικά ένα τέτοιο άκουσμα Όμως η αλήθεια είναι ότι και στις δύο πλευρές αυτού του άλμπουμ - καθρέφτη εξακολουθεί να λάμπει ο ίδιος ο δημουργός του.
Γιατί, παρ΄ότι στα ορχηστρικά πράγματι αποτυπώνεται η αργή, μελωδική, σιγουριά ενός γηραιού σοφού, την ίδια στιγμή, οι απογυμνωμένες εκτελέσεις των ίδιων τραγουδιών μας θυμίζουν ότι ο
Neil Young δεν χρειάζεται τίποτε παραπάνω από ένα πηγαίο, δικό του τραγούδι, μια κιθάρα και μια φυσαρμόνικα για να περισυλλέξει συναισθήματα από ακροατές κάθε ηλικίας.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου



LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...