Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

gaeleri: "Gates Of Rome"



Για να γιορτάσουν την 20η επέτειο από τη σύστασή τους, τα
τέσσερα μέλη της αρχικής σύνθεσης των Σουηδών hard rockers, gaeleri επανασυνδέθηκαν και αποφάσισαν κυκλοφορήσουν το -μόλις τέταρτο- άλμπουμ τους.


 Το φθινόπωρο του 2012 ο τραγουδιστής τους Anders Vidhav (Bengtsson) και ο κιθαρίστας Niklas Rollgard ξαναβρέθηκαν σε μια συναυλία στην Κοπεγχάγη και πάνω από πολυάριθμα γυάλινα κουφάρια βύνης θυμήθηκαν τα παλιά. Διαλυμένοι ήδη επτά χρόνια πριν και με τελευταία τους κυκλοφορία το "A Bright Day" του 2002, αισθάνονταν ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Σύντομα ξαναβρέθηκαν, κάλεσαν και τους άλλους δύο (Jonas Andersson, μπάσο και Patrik Borgkvist ντράμς) από το αρχικό σχήμα και εγένετο επανένωση.

Είχαν ξεκινήσει το 1992 και το ταξίδι τους -με συνεχείς περιοδείες στη Σκανδιναβία- κράτησε 13 χρόνια και απέδωσε τρία άλμπουμ παλιού καλoύ hard rock στα χνάρια των Thunder και των παλιών Whitesnake.

Το νέο άλμπουμ έχει τον τίτλο "Gates of Rome" και παρά το παραπλανητικό του εξώφυλλο που παραπέμπει σε power metal είναι παραπάνω από ικανοποιητικό για όσους τρέφονται με ευρωπαϊκό ήχο. Ηχογραφήθηκε στα Ladahland studio του Helsingborg με τον Jokke Petterson ως ηχολήπτη και συμπαραγωγό. Η τελική μίξη έγινε από τον Anders "Theo" Theander στα Roastinghouse Studios, του Malmoe. Με άλλα λόγια ένα «σπιτικό», αλλά καθόλου πρόχειρο άλμπουμ, με πολύ καθαρό ήχο και ύφος που οπωσδήποτε εκφράζει τη μπάντα (καθ΄ότι συνυπογράφουν το τελικό αποτέλεσμα με τον Petterson).

Τα κομμάτια είναι δυνατά και εύληπτα, ενώ η μίξη των επιρροών -από Zeppelin, ως σύγχρονο ευρωπαϊκό melodic rock - είναι πετυχημένη. Από το εναρκτήριο "Ready Οr Νot", οι ηλικίας σαρανταφεύγα Σουηδοί είναι προφανές ότι το απολαμβάνουν και η ευφορία περνάει στον ακροατή. Με το "Queen Of Time" η φόρα εξακολουθεί, ενώ τα πλήκτρα του "Wannabe" οδηγούν σε fm rock δρόμους. Το ομώνυμο συνδυάζει ευκολομνημόνευτη μελωδία και ριφ, με τη φωνή του Anders Vidhav σε πλήρη ανάπτυξη (σε χρώμα θυμίζει κάπως τον δικό μας George Gakis, με μεγαλύτερη έκταση). Το σφιχτοδεμένο συναυλιακό "One Touch" και το καθαρόαιμο A.O.R. "One Step Closer" ξεχωρίζουν από το υπόλοιπο υλικό, το οποίο δεν υπολείπεται σε ενέργεια και φρεσκάδα, παρ΄ότι ένα- δύο σκληρότερα κομμάτια ακούγονται τετριμμένα.

Ο ήχος αυτός εκφράζει δυνατά τα ηχητικά πιστεύω των Σουηδών και μαρτυρά ότι είχαν πράγματι καλό λόγο να νιώθουν ότι πρέπει να ξαναβρεθούν και να φτιάξουν μουσική μαζί. Παρά το αντιτουριστικό τους παρουσιαστικό, οι gaeleri, δικαιούνται ένα καλό άκουσμα. Μακάρι να έχουν περισσότερη τύχη τώρα, παρά στα '90s, όταν το grunge και το nu metal είχαν περιθωριοποιήσει τον ήχο πολλών γκρουπ σαν κι αυτούς.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Foo Fighters: "Sonic Highways"


Πότε για τελευταία φορά αντιμετωπίσαμε ένα μουσικό άλμπουμ με όρους road movie; Όταν στο ο Dave Grohl συνάντησε και πάλι μετά από 20 χρόνια τον παραγωγό των Nirvana, Butch Vig, για το Wasting Light του 2011, οι Foo Fighters άρχισαν να ακούγονται σαν μπάντα που έχει, για πρώτη φορά, ανέβει επίπεδο. Αυτή τη φορά ο Vig κυριαρχεί και πάλι με τον σφιχτοδεμένο και προσηλωμένο στο στόχο ήχο του.


Όμως, ποιός είναι αυτός ο στόχος; Να το κύριο ενδιαφέρον του 8ου άλμπουμ των Foos.
Του πιο «κλασσικόηχου» άλμπουμ τους, εδώ που ακούγονται λιγώτερο δισδιάστατοι από κάθε άλλη φορά. Εδώ που τα μοτίβο τους («αργό-γρήγορο», «νευρωτικά ήπιο- εκκωφαντικό») αυτή τη φορά φωτοσκιάζονται. Ένας δίσκος που μπορεί να προσεγγιστεί πιο εύστοχα αν θυμηθούμε ποιός είναι ο κυρίως υπεύθυνος για τη δημιουργία του.

Ο Dave Grohl. Το αναπάντεχο ταλέντο που ξεπήδησε από την μετα-πανκ ανεξάρτητη σκηνή, έζησε ως παγκόσμιος ροκ σταρ για τρία χρόνια και το ξεπέρασε, βάζοντας μπρος να υλοποιήσει τον ήχο που υπήρχε μέσα στο κεφάλι του. Έναν ήχο ασυμβίβαστο, νεανικό και σκληρό. Με ριζωμένη στην ψυχή του την κολλεγιακή αγριάδα των ανεξάρτητων σχημάτων μέσα απ΄τα οποία ξεπήδησε. Το θέλουμε ή όχι, είναι ο τελάλης του ροκ ν΄ρολ της γενιάς των 40something και ευτυχώς τα τελευταία χρόνια δείχνει να έχει αποδιώξει από την τραγουδοποιία του τη βαριά σκιά του Cobain. Πολυτάλαντος και γεμάτος ενέργεια, δεν έχει πρόβλημα να παίζει session, να γράφει τραγούδια, να ερμηνεύει με την απαιτούμενη έκφραση, ακόμη και να σκηνοθετεί.

Προεκτείνοντας την έμπνευση που του έδωσε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, το "Sound City" (2013), ένα ντοκυμανταίρ για το ομώνυμο θρυλικό στούντιο ηχογραφήσεων του L.A., ο Grohl έφτιαξε το "Sonic Highways", από άφθαρτο υλικό. Ένα παλιομοδίτικο άλμπουμ 8 κομματιών, διάρκειας 42 λεπτών, ηχογραφημένο on the road, σε μια «ταξιδιωτική» περιοδεία σε 8 πόλεις των Η.Π.Α., επιλεγμένες για το διαφορετικό χρώμα και τις μουσικές επιρροές που αναδίδει καθεμιά. Σικάγο, Νάσβιλ, Ώστιν (Τέξας), Joshua Tree (Καλιφόρνια), Νέα Ορλεάνη, Σηάτλ, Λος Άντζελες, Άρλινγκτον (Βιρτζίνια). Ως κερασάκι, σε κάθε ένα κομμάτι συμμετέχουν μουσικοί που συνδέονται ή ταυτίζονται με την περιοχή.
Παράλληλα, ο
Grohl ανέλαβε να κινηματογραφήσει και να σκηνοθετήσει ένα ντοκυμανταίρ που ήδη από τον Οκτώβριο που μας πέρασε προβάλλεται σε τηλεοπτικές συνέχειες στο HBO, όπου αναπαράγεται το ταξίδι του συγκροτήματος στις 8 πόλεις και τα ντεσού των ηχογραφήσεων διανθίζονται με συνεντεύξεις από μεγάλες μορφές που διαμόρφωσαν το τοπίο της αμερικάνικης μουσικής των τελευταίων 50 ετών, από τον Willie Nelson, τον Tony Joe White, τον Rick Nielsen, τον Rodney Bigenheimer και τον Billy Gibbons έως τον Steve Albini, τον Rocky Erickson και τον Dr. John.

Είναι ένα σάουντρακ; Ένα πιασάρικο πολυμορφικό προϊόν; Μια και δεν έχουμε την ευκαιρία να δούμε τα τηλεοπτικά επεισόδια (πέραν των trailer στο site του HBO), αυτό που μας μένει είναι το μουσικό άλμπουμ. Και αυτό έχει πράγματι χαρακτήρα. "A musical map of America," όπως δηλώνει ο Grohl. Οι Foo Fighters ξεδιπλώνουν αυτό τον χάρτη μπροστά στο κοινό, τον ισιώνουν με τον ακραιφνή κιθαριστικό ήχο τους και προσφέρουν αφορμές για εξερεύνηση επιρροών, καθώς τον αναμιγνύουν με τους απόηχους από το παρελθόν και γίνονται με τον τρόπο αυτόν πρεσβευτές της «παναμερικανικότητας» του ροκ ν' ρολ.

Ακούγεται γνήσιο σε σύλληψη όσο και μεγαλεπήβολο το εγχείρημα. Στην υλοποίησή του, πάντως, αποδεικνύεται και πετυχημένο, αναδεικνύοντας το σχήμα του Grohl σαν ένα από τα πιο σημαντικά στη σημερινή ροκ σκηνή. Ανανεώνει μέσα από το μουσικό αυτό ταξίδι τα ροκ αισθητήρια. Δεν είναι απλό κάτι τέτοιο για ένα πολυπλατινένιο γκρουπ, που το σύνηθες είναι να αναμασήσει διασκευές ή να υποκύψει σε τυχοδιωκτικές και κακοχωνεμένες ηχητικές παρεκκλίσεις από τα στάνταρ του. Εδώ η ταυτότητα του γκρουπ διατηρείται, αλλά εμπλουτίζεται. Ο Grohl τα καταφέρνει γιατί δεν είναι κολλημένος στα «ανεξάρτητα» γεννοφάσκια του. Θαυμάζει το κλασσικό ροκ, αλλά είναι πάντα γκαραζοπανκ μέχρι διαρρήξεως εγκεφαλικής ουσίας, είναι θαυμαστής του Lemmy, αλλά ταυτόχρονα και των The Knack, των Abba, των Beatles και των The Germs. Έχει αποδείξει, εξάλλου, ότι ζει για το ροκ, έχοντας συνοδεύσει πίσω απ΄τα τύμπανα με ενθουσιασμό 15χρονου φαν, Tom Petty, Prodigy, Slash, David Bowie, N.I.N., Stevie Nicks και Paul McCartney μεταξύ πολλών άλλων.

Χωρίς ηχητικές παρωπίδες λοιπόν, ο δίσκος γίνεται ένα όχημα περιπλάνησης στο αχανές χωνευτήρι των «Ηνωμένων»/διχασμένων πολιτειών, απ΄όπου ξεπήδησε το σύγχρονο αμερικάνικο ροκ. Το ηχογραφημένο στο Σικάγο "Something From Nothing" έχει τη γνώριμη πυρετώδη δομή των Foos, ενώ, σκαρφαλωμένη σ΄ένα σχεδόν μεταλλικό ριφ (ενισχυμένo από τα ακκόρντα του Rick Nielsen των Cheap Trick), η απεγνωσμένη κραυγή του Grohl "...f#ck it all, I come from nothing..." γίνεται το μανιφέστο επιβίωσης του αουτσάϊντερ, πέρα από γεωγραφικά και χρονικά πλαίσια. Το ηχογραφημένο στην Washington "The Feast And The Famine" είναι ένα ανυποχώρητο punk ξέσπασμα, βγαλμένο από «το σάουντρακ της εφηβείας μου», παραδέχεται ο Grohl (Minor Threat και Fugazi έρχονται στο νου), καθώς στα "gang vocals" είναι οι παλιοί του συνοδοιπόροι στους Scream, Peter Stahl και Skeeter Thompson. Στο ηχογραφημένο στη Nashville μελωδικό δυναμό "Congregation" (σε στυλ ύστερων Bad Religion), κάνει φωνητικά ο βραβευμένος με Grammy country τραγουδιστής Zac Brown. Στο ηχογραφημένο στο Austin του Τέξας "What Did I Do?/God As My Witness" ακούγεται η κιθάρα ενός 30χρονου που έχει ήδη αναγορευθεί «το μέλλον του τεξανού blues», του Gary Clark Jr.. Το "Outside", ηχογραφημένο στην έρημο της Καλιφόρνια, θα μπορούσε να θεωρηθεί η καρδιά του άλμπουμ, μια έντονη ηλεκτρική περιήγηση με αλλαγή τόνου κάπου στη μέση και λιτές, ατμοσφαιρικές φράσεις από τον μεγάλο Joe Walsh. Τα ριφ του "In The Clear" προεκτείνονται από τα πνευστά της "Preservation Hall Jazz Band", μιας μπάντας-θεσμού για την παραδοσιακή Jazz της Νέας Ορλεάνης. Το ψυχεδελίζον "Subterranean" φέρει τη σφραγίδα του Seattle όπου και έχει ηχογραφηθεί, εξ ου και τα υπνωτικά φωνητικά από τον 38χρονο τραγουδιστή των ανεξάρτητων Death Cab For Cutie, Ben Gibbard. Το δε επτάλεπτο "I Am A River" (ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη), έχει ένα απογειωτικό φινάλε, με έγχορδα της Los Angeles Youth Orchestra και μαέστρο τον μεγάλο Toni Visconti (παραγωγό του Bowie).

Ακόμη και το σερβίρισμα του μάρκετινγκ συνηγορεί για κάτι πέρα απ΄τα συνηθισμένα. Το άλμπουμ κυκλοφορεί με 9 διαφορετικά εξώφυλλα. Στα οκτώ απεικονίζονται μεταμοντέρνες συνθέσεις των αρχιτεκτονικών σημείων αναφοράς κάθε μιας από τις πόλεις στις οποίες αυτό ηχογραφήθηκε και στο ένατο κυριαρχεί (ενώ απλώς διακρίνεται σε όλα τα προηγούμενα) το σύμβολο της αιώνιας επανάληψης (το ξαπλωτό «8»), μια αναφορά τόσο στη σειρά που έχει το άλμπουμ στη δισκογραφία των Foos, όσο και στην αέναη ροή της ηλεκτρικής μουσικής, μέσα απ΄τις "ηχητικές λεωφόρους".

"We need a monument / and dreams will come / and dreams will come/ is there anybody there? / anybody there?" ωρύεται ο Grohl στο ρεφρέν του "Feast And The Famine". Ποιό να' ναι αυτό το «μνημείο» που ο Grohl ισχυρίζεται ότι «χρειαζόμαστε»; Ποιό το «ιερό δισκοπότηρο» του ροκ, ο ιερός του μονόλιθος; Ακόμη κι αν δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, το άλμπουμ των Foo Fighters μας λέει ότι αυτό που αξίζει είναι η θαρραλέα εξερεύνηση προς αναζήτησή του.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Soundgarden: "Echo of Miles"


Θέλοντας να κάνει ένα διάλειμμα ο Criss Cornel και η παρέα του στους Soudngarden, προκειμένου να παραμείνουν στην επικαιρότητα, κυκλοφορούν μια ακόμα best of συλλογή. Αυτή τη φορά όμως, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά και το “Echo Of Miles” μας έρχεται στο πακέτο των τριών cd και δεν έχει μόνο την λειτουργία των καλύτερων τους κομματιών.


Ο λόγος είναι ότι τα τρία του τμήματα, “Origanls”, “Covers” και Oddities, είναι πάνω κάτω όπως περιγράφονται από τον τίτλο τους. Με λίγα λόγια…
  Το πρώτο cd, δηλαδή τοOriginals”, περιέχει στο σύνολό του 18 κομμάτια τα οποία πρόκειται είτε για ακυκλοφόρητα, είτε για εκδόσεις από Ep’s, είτε για live εκδοχές, είτε για b-sides και κομμάτια που έμειναν τελικά εκτός από τα αρχικά σχεδιασμένα b-sides.
  Το δεύτερο μέρος του με τίτλο Covers, έχει 17 τίτλους οι οποίοι προέρχονται από διασκευές σε τραγούδια που  βρήκαν θέση σε κάποια b-sides, σε άλλες συλλογές ή είναι ακυκλοφόρητα μέχρι σήμερα, στην μορφή στουντιακών ή ζωντανών εκτελέσεων.
  Το τρίτο και τελευταίο δισκάκι που λέγεται Oddities, βασίζεται κυρίως στα b-sides και Ep’s που έχουν βγάλει όλα αυτά τα χρόνια, με τα 15 συνολικά τραγούδια του να περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, re-mix εκδόσεις και ακυκλοφόρητους τίτλους.
  Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, το πακέτο αυτό, απευθύνεται περισσότερο στους είδη υπάρχοντες οπαδούς και φίλους τους επειδή πρόκειται για “τυράκι” που θα κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον τους,  χωρίς όμως να αποκλίνει από το να κερδίσει και μερικούς καινούριους.
Έχει μεν την λειτουργία μιας συλλογής αλλά δεν στέκεται μόνο σε αυτό καθώς κάνουν ένα παραπάνω βήμα δίνοντας στους ακροατές τους αδέσποτα κομμάτια και άλλα που έμειναν στο συρτάρι για χρόνια επιχειρώντας να δημιουργήσουν έναν λόγο για να μην τους “ξεχάσουν”.

Γιώργος Βαλιμίτης

AC/DC: "Rock Or Bust"



Από αμνημονεύτων, εδώ και τριάντα κάτι χρόνια που άρχισε να γράφει το δικό μου μουσικό ρολόι, κάθε καινούριο της συμμορίας των Αυστραλών ήταν η χρυσή μας ευκαιρία. Να επιβεβαιώσουμε γιατί ακούμε αυτή τη μουσική. Να επιχειρηματολογήσουμε για ποιό λόγο το καθαρόαιμο ροκ ν΄ρολ δε χρειάζεται πειράματα. Να παραδειγματίσουμε πώς ένα μεγάλο γκρουπ ξέρει να επιστρέφει, όσο κι αν απουσιάζει.



Να πανηγυρίσουμε που μέσα σους διάφορους εποχιακούς μουσικούς συρμούς κατορθώνει και γίνεται γίνεται mainstream, με ταυτότητά του του έναν μικροσκοπικό σάτυρο με σχολική στολή και μια διαολεμένη Gibson ανά χείρας.
Μετά την οριακή συναυλία τους στο Ο.Α.Κ.Α. το Μάϊο του '09, οι αφοσιωμένοι πιστέψαμε ότι ναι, το είδαμε, μπορεί να υπάρχει παράδεισος. Ακόμη και οι άπιστοι Θωμάδες προσκύνησαν. Αγέραστοι. Άφθαρτοι. Οι δεύτεροι Stones. Ξεχάσαμε φαίνεται ότι όλων η φτιάξη, ταλαντούχων κι ατάλαντων, γράφει στην ούγια περίπου τα ίδια υλικά.

Τα νέα για τον Malcolm όσο καθυστερούσαν να επιβεβαιωθούν, τόσο περισσότερο μας προετοίμαζαν για το χειρότερο. Η αδόκητη καταδίκη του σε αργό κι επώδυνο εκφυλισμό των εγκεφαλικών του λειτουργιών από alzheimer στα 61, κανονικά θα έπρεπε να διαλύσουν την τελευταία πιο αξιόπιστη και πιο ξεροκέφαλη μηχανή του ροκ. Η κατάσταση έμοιζε να μην έχει γυρισμό, όταν έγινε γνωστή και η σύλληψη του ντράμερ Phil Rudd για συμμετοχή σε απόπειρα ανθρωποκτονίας. Το γκρουπ, σε χειρότερη ίσως θέση ακόμη κι από κείνον τον Φεβρουάριο τριάντα πέντε σχεδόν χρόνια πίσω, όταν έχασε τον Bon Scott. Κι όμως το "Rock Or Bust", το 15ο άλμπουμ τους σε 40κάτι χρόνια ιστορίας, προαναγγέλθηκε μέσα στο καλοκαίρι και μόλις κυκλοφόρησε. Ως γνωστόν, ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουν τα χτυπήματα, είναι να προχωρήσουν.  

Ο μεγαλος απών έχει συμμετάσχει, λέει ο Angus, στο γράψιμο των τραγουδιών και αυτού του δίσκου. Ακούγεται περισσότερο με φόρο τιμής παρά με αλήθεια. Ηχογραφημένο σε τρεις εβδομάδες, το άλμπουμ είναι πολύ μικρό σε διάρκεια (μόλις 34'), με τα περισσότερα απ΄τα 11 κομμάτια του να στριμώχνονται στα τρία λεπτά. Ο Angus -πιο κουρασμένος από ποτέ, αδελφός είναι αυτός- με το γνωστό αυστραλιανό του τραύλισμα έχει δηλώσει ότι ήταν σκόπιμο να προσεγγίσουν ένα «'60s κλίμα», να δώσουν μια αίσθηση αμεσότητας στο αποτέλεσμα.

Όσον αφορά το πόσο λείπει όμως απ΄αυτό το τελικό αποτέλεσμα η ρυθμική ραχοκοκκαλιά και το συνθετικό άγγιγμα του Malcolm, δεν μπορεί κανείς να πει ψέμματα. Κανένα χέρι δεν είναι ίδιο με του Malcolm στο να εκδικείται τις χορδές, κανένα κοφτό ακκόρντο δεν παίζεται με την ίδια ρηξικέλευθη μονομανία του ανθρώπου που δημιούργησε αυτή την ίδια την αίσθηση. Πάντως, η οικογένεια Young κατέφυγε στην μόνη λογική λύση: να διατηρήσει το DNA του ήχου και κυριολεκτικά. Ο 58χρονος Stevie Young - ανιψιός των αδελφών Young, γιος του άλλου αδελφού, Stephen Young (ήταν ο ίδιος που το Μάη του '88, στην περιοδεία του "Blow Up Your Video" είχε και πάλι ντουμπλάρει το θείο Malcolm που εκείνη την περίοδο είχε δυσεπίλυτες διαφορές με το μπουκάλι) αναλαμβάνει τη ρυθμική κιθάρα. Τότε ήταν φτυστός ο θείος, τώρα είναι ένα αγριεμένο γεροπαλλήκαρο, με κόμμωση που προδίδει την ηλικία του (αν και δίπλα σε τοτέμ όπως ο Malcolm δεν έχει τύχη κανένας αντικαταστάτης).

Η παγκόσμια προσμονή για το καινούριο υλικό έχει επιταθεί από την κυκλοφορία των δύο σινγκλ, νωρίτερα μέσα στο φθινόπωρο. Με που μπαίνει το ημίαιμο αγρίμι (διασταύρωση "Nervous Shakedown" με "Back In Black"), "Rock Or Bust", νιώθει κανείς τη σχεδόν ενδοφλέβια επίδραση του πατενταρισμένου ηλεκτρισμού των AC/DC. Το βίντεο με την κυκλική αρένα τω παπουδοειδών οπαδών, γεμάτων τατού και ραφτά, είναι ό,τι πιο κοντινό σε εκκλησίασμα -  Βοήθειά μας. Κατά πόδας ακολουθεί το "Play Ball", μ΄αυτό το ελλειπτικό Keithrichardειο ριφ κι ένα βίντεο γεμάτο καμπυλοειδείς προκλήσεις (το λογοπαίγνιο με το "balls" τον έχουν εφεύρει οι ίδιοι καμιά σαρανταριά χρόνια πριν). Τα σινγκλ, από το '88 και μετά, είναι κατά κανόνα μέσα στα καλύτερα κομμάτια των δίσκων τους. Πάντα σφιχτοδεμένα, φέρνουν στο μυαλό τα βασικά συστατικά του ήχου τους, με ρεφραίν που κρατάνε. Αυτό συμβαίνει και εδώ. Από το τρίτο κομμάτι και μετά όμως, μια αναμονή για μια έξαρση που δεν έρχεται. Το "Rock The Blues Away" κρατάει το ενδιαφέρον με τα ράθυμα gang vocals, αλλά το "Miss Adventure" είναι σαν outtake από οποιοδήποτε άλμπουμ τους από το "Razor's Edge" και μετά. Το "Dogs Of War", αργόσυρτο και αυθεντικά απειλητικό προβιβάζεται, αλλά το "Got Some Rock & Roll Thunder" μοιάζει με επανεκτέλεση του "Money Made" (από τα λίγα μέτρια του ".Ice"). Το "Hard Times" είναι ξαδερφάκι του "Danger", με λιγώτερα δεύτερα φωνητικά και το "Baptism By Fire" είναι σαν κάτι που έμεινε δίκαια έξω απ΄το "Ballbreaker". Το "Rock The House", άλλο ένα mid-tempo με τον Johnson να κυριαρχεί, θα χρειαζόταν επιμελές γυάλισμα και 20'' παραπάνω χώρο για ένα κανονικό σόλο του Angus. Πάνω που το "Sweet Candy" χτυπάει στόχο -ένας ηλεκτροκίνητος δεινόσαυρος με αναβάτη τον Angus να ξεχειλώνει την SG- κλείνει στα γρήγορα το δίσκο το "Emission Control", ένα boogie της σειράς, που ακόμη κι αν το άφηναν σε κάποιο box set για το μέλλον, κανείς δεν θα παραπονιόταν.

Η ρυθμική βάση (Rudd/ Williams) είναι πάλι στιβαρή, ο Angus είναι που μερικές φορές κρύβεται από την κάπως βιαστική μίξη. Κρίμα, μια και η φωνή του Brian Johnson ακούγεται 20 χρόνια νεώτερη, κάτι που έχει να κάνει σίγουρα με τα Warehouse Studios του Vancouver, τον παραγωγό Brendan O' Brien και τον μίκτη Mike Fraser.
Το όλο άλμπουμ παραπέμπει σε "Flick Of The Switch", μ΄εκείνο το εμμονικό, ξερό μεταλλαγμένο blues της μετά-Mutt Lange- εποχής, αυτή τη φορά πιο δυνατά ηχογραφημένο, αλλά σχεδόν καθόλου ραφιναρισμένο. Το πάθος στην εκτέλεση πάντα εκεί, τα θανατηφόρα hooks όμως περιορισμένα. Σχεδόν όλο το υλικό μια ταχύτητα πιο κάτω (το "Play Ball" είναι το πιο γρήγορο). Η ένταση και τα δαιμονιώδη κομμάτια του μόλις έξι χρόνια παλιού "Black Ice", απουσιάζουν χαρακτηριστικά. Αν εξαιρέσει κανείς τα δύο σινγκλ, υποφέρουν σχεδόν όλα από τετριμμένους τίτλους. Αυτό και το και το "Stiff Upper Lip" θα πρέπει να είναι τα δύο άλμπουμ με τα λιγώτερα αξιομνημόνευτα κομμάτια. Πώς νιώθει ο πιστός fan αναλογιζόμενος ότι μπορεί να είναι η τελευταία τους στουντιακή παραγωγή; Άβολα...

Και οι πλέον αιθεροβάμονες γνωρίζουν ότι δεν είναι η εποχή για να περιμένουμε τη δευτέρα παρουσία από τους όλο και λιγώτερους ζώντες θρύλους της μουσικής. Προτιμώτερο ως πιστοί, κάθε δισκογραφικό σημάδι απ΄το θεό του ροκ ν΄ρολ να το καλοδεχόμαστε με αγαλλίαση, αλλά και με τη δέουσα συγκατάβαση. Δεν υπάρχει κι επιλογή, εδώ που τα λέμε. Τα χρόνια δεν γυρνάνε πίσω, it's rock or bust. Για σήμερα, για αύριο, για όσο πάει...

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2014

CELEBRATING JON LORD: "The Rock Legend"


Όταν περιγράφουμε έναν μουσικό θρύλο, πιστεύω ότι δε λαθεύουμε μιλώντας για τον μοναδικό μαέστρο Jon Lord και το rocktime.gr "παρουσιάζει" τη μεγάλη γιορτή που οργάνωσαν οι φίλοι και συνεργάτες του πριν από μερικούς μήνες.

Ο μουσικός θεσμός του The Sunflower Jam ξεκίνησε στα 2006 από την κ. Jacky Paice, σύζυγο του συνοδοιπόρου του Jon Lord  για δεκαετίες στη μουσική και τη ζωή,  του ακούραστου ντράμερ των Deep Purple, Ian Paice και αφορμή ήταν  μία συνάντηση που είχαν με έναν νεαρό οπαδό των Purple που είχε κτυπηθεί από καρκίνο. Τότε λοιπόν ο  Ian Paice με το φίλο και συνεργάτη του για πολλά χρόνια  Jon Lord, χάρισαν μερικές υπογεγραμμένες αφίσες στο νεαρό, που έπειτα από δύο εβδομάδες δυστυχώς κατέληξε ο νεαρός που είχε νοσηλευθεί στο University College London και του είχε παρασχεθεί φροντίδα και περίθαλψη εξαιρετική στο ιατρικό κέντρο. Γνωρίζοντας το γεγονός αυτό η Jacky Paice θέλησε να συγκεντρώσει χρήματα για το κέντρο και έτσι το Sunflower Jam γεννήθηκε…
Πολλοί διάσημοι μουσικοί, όπως οι Robert Plant, Brian May, Alice Cooper και μέλη -πρώην και νυν- των Deep Purple , εμφανίστηκαν τα προηγούμενα χρόνια στη μουσική τελετή/γιορτή τα προηγούμενα χρόνια που ζούσε ο Lord. Το 2012, ο Lord μας αποχαιρέτησε νικημένος από τον καρκίνο και έτσι το  2014 το Jam αφιερώθηκε σε αυτόν το show  χωρίστηκε σε δύο μέρη: στο πρώτο τιμήθηκε η συνεισφορά του  στην κλασική μουσική και στο άλλο για την συνθετική του παρουσία και όχι μόνο, στην rock.
Το cd αφιερωμένο στον κλασικότροπο συνθέτη Jon Lord ανοίγει με την σύνθεση  "Fantasia" σύνθεση που υπήρχε στο δεύτερο προσωπικό δίσκο του, το  Sarabande. Την  Orion Orchestra διευθύνει ο  Paul Mann ενώ την  rock μπάντα  καθοδηγεί ο Wix Wickens από το προσωπικό σχήμα του Paul McCartney. Η σύνθεση ξεκινά με μία μεγαλοπρεπή rock εισαγωγή  πριν τα κλασικά όργανα της ορχήστρας αναλάβουν. Ο Lord γνώριζε καλά, πώς να αναμειγνύει το κλασικό με τα rock στοιχεία καλύτερα από τον καθένα και το εναρκτήριο αυτή σύνθεση το αποδεικνύει περίτρανα!!!
Το "All Those Years Ago" ερμηνεύεται από τον Steve Balsamo ερμηνευτή στη μπάντα του  Jon Lord Band και ο  Micky Moody συνοδεύει με την κιθάρα του. Με τον ήχο των μεσανατολίτικων πλήκτρων να συνοδεύονται από την κιθάρα την στιγμή που ο  Balsamo έχει μία παθιασμένη ερμηνεία συνοδευόμενος από το πιάνο: ΘΑΥΜΑ!! Στο ίδιο πνεύμα ερμηνείας και το "Pictured Within", μία θαυμάσια μπαλάντα ερμηνευμένη από τον Miller Anderson.
Ο  rock δίσκος ξεκινά με το "Things Get Better". Μία σύνθεση γεμάτη ψυχή διανθισμένη  με πνευστά και τον αξεπέραστο ήχο του Hammond οργάνου και τη φωνή του Paul Weller. Στο ίδιο ύφος και το "I Take What I Want", επίσης με τον Weller. Για όλους όσους γνώρισαν τον Lord μόνο από τις hard rock δουλειές του, πραγματικά αυτές οι συνθέσεις είναι μοναδικές. Ο Balsamo επιστρέφει και συνεπικουρούμενος από τους  Sandi Thom και  Moody δίνει μία συναισθηματική απόδοση του αιώνιου ύμνου "Soldier Of Fortune". Όλες αυτές οι συνθέσεις από την συγκεκριμένη περίοδο των  Deep Purple δεν παρουσιάζονται συχνά πλέον και έτσι είναι πραγματικά καλοδεχούμενες , όπως ακριβώς προσαρμόζει ο Balsamo την εκτέλεση από τον  David Coverdale στη φωνή του. Η αποθέωση υπάρχει, όταν ο  αειθαλής Glenn Hughes , επιστρέφει για το  φανταστικό "You Keep On Moving" συνοδευόμενος με την ονειρική συντροφιά των Paice, Don Airey , Moody και  Bruce Dickinson και το αξεπέραστο  "Burn" στο οποίο συμμετέχει και ο πολύς  Rick Wakeman στα πλήκτρα. Ίσως το μοναδικό ατόπημα είναι η θαμμένη κιθάρα στο "Burn" στη μίξη που ανεβάζει πλήκτρα και ορχήστρα! Το προσωπικά αγαπημένο," This  Time  Around "ακολουθεί σε μία εκπληκτική ερμηνεία του  Glenn Hughes...τα λόγια περιττεύουν και το συναίσθημα ξεχειλίζει….
Η τωρινή σύνθεση των  Deep Purple κλείνει το show, αρχίζοντας με το  "Uncommon Man" , από το νέο δίσκο τους και είναι βέβαια αφιερωμένο στο  Lord. Ο κιθαρίστας Steve Morse επιδεικνύει την κιθαριστική του δεξιοτεχνία ενώ ο  Ian Gillan δυνατότερος από ποτέ είναι αψεγάδιαστος φωνητικά. Εξαιρετικές οι εκδοχές από τα Purple διαμάντια  "Lazy" και  "Perfect Strangers" σε ταιριαστή αρμονία με την ορχήστρα (πρωτοπόροι και σε αυτό οι Purple από τη δεκαετία του 70 ) ενισχύονται από τους  Dickinson, Wakeman, Moody, Phil Campbell και τον  Bernie Marsden στην πρώτη επιτυχία τους από τη δεκαετία του 70, το  "Hush" το τραγούδι που όλα ξεκίνησαν για τους  Deep Purple.

Το "The Sunflower Jam" είναι η ετήσια σύναξη των αστεριών του κλασικού ροκ, της κλασικής μουσικής του 20ου αιώνα , όπως αναφέρει κι ο ειδήμων περί τους Purple και Blackmore, φίλος Κώστας Θ., στο   Royal Albert Hall για να τιμήσουν το μαέστρο των πλήκτρων  Jon Lord, που άφησε τον κόσμο της μουσικής φτωχότερο το  2012. Ήταν όλοι εκεί : από τους  Deep Purple, στην σημερινή εκδοχή της μπάντας, από την  MkIII ο μπασίστας/τραγουδιστής Glenn Hughes, ο πρώην -Yes θρύλος των πλήκτρων Rick Wakeman, των  Iron Maiden ο τραγουδισταράς  Bruce Dickinson, ο σολίστας τραγουδιστής Paul Weller , και οι μουσικοί συνοδοιπόροι του εκλιπόντος στους Whitesnake, κιθαρίστες Micky Moody & Bernie Marsden (ο τελευταίος έπαιξε μαζί του στους βραχύβιους ( Paice, Ashton, & Lord band).
Έτσι , παρουσιάζεται το  blues-funk κλασικό από τους  PAL "Silas and Jerome", με τον  Phil Campbell στη φωνή και τον  Marsden στην κιθάρα. Να μην παραλείψω  εκτός από το "Lazy", "When a Blind Man Cries", "Perfect Strangers", και το  "Black Night", όπως και μερικές συνθέσεις από τον πρόσφατο δίσκο των Purple  το Now What? κάνουν τη βραδιά μοναδική!
Μπορεί ο ΜΑΕΣΤΡΟΣ, Jon Lord να εγκατέλειψε τον κόσμο πρόωρα, όμως το πνεύμα του μέσα από το ζωντανό αυτό πειστήριο θα μείνει στους ανθρώπινους αιώνες! Σπουδαίο υλικό αξίζει να αγοραστεί μόνο στην υπερπλούσια έκδοση (Super Deluxe Edition)!!!!

Υ.Γ: Φυσικά, δε γκρινιάζω για την απουσία των Blackmore, Coverdale, συνήθισα πλέον 3 δεκαετίες, όσο , για τον πανταχού παρόντα σε άλλες εκδηλώσεις λαλίστατο Κ J.L. Turner , τουλάχιστον τραγουδά τις συνθέσεις του Blackmore  και του μαέστρου και κερδίζει τίμια το μεροκάματο.

Nότης Γκιλλανίδης

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

TEN: "Albion"


Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, οι TEN ποτέ δεν αποτελούσαν ένα από τα αγαπημένα μου συγκροτήματα παρόλο που έχω σχεδόν όλη την δισκογραφία τους. Επίσης ήμουν πολύ περίεργος για το νέο πόνημα τους που τιτλοφορείται “ALBION” και πρόκειται να κυκλοφορήσει μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Albion (Αρχαία Ελληνικά: Αλβιών) είναι το αρχαιότερο όνομα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και μέχρι και σήμερα, εξακολουθεί να αναφέρεται, μερικές φορές, ποιητικά στο μεγάλο νησί.

Στο παρελθόν οι TEN έχουν κυκλοφορήσει κάποια αρκετά ενδιαφέροντα άλμπουμ όπως τα  "X", "Spellbound" και "Far Beyond The World".
Η μπάντα μετά από μια αρκετά μεγάλη διακοπή ξαναεπανήλθε στα μουσικά δρώμενα με δυο καλούς δίσκους, το "Stormwarning" και το "Heresy And Creed", χωρίς όμως να προσφέρουν κάτι ιδιαίτερο η κάτι συγκλονιστικό.
Το “ALBION” μετά από την πρώτη ακρόαση πραγματικά με άφησε έκπληκτο.
Και με άφησε έκπληκτο όχι γιατί δεν έχω ξανακούσει κάτι τέτοιο αλλά γιατί προσωπικά το βρίσκω ότι καλύτερο έχει να προσφέρει η μπάντα από το "X".  Είναι λίγο βαρύτερο, χωρίς να λείπουν οι μεγάλες μελωδίες, έχει κάποια πολύ καλά progressive (ναι progressive!!!) περάσματα, πολύ καλές αρμονίες, μια 80’s Whitesnake αίσθηση και γενικά έχει πολύ καλά τραγούδια τα οποία εμπλουτίζονται άψογα με τις φανταστικές ερμηνείες του Gary Hughes.
Ξεκίνημα με γκάζι και μελωδία με το "Alone In The Dark Tonight". Καθαρόαιμο 80’s κομμάτι που σου ανοίγει την όρεξη για την συνέχεια!
Οι TEN ακούγονται ορεξάτοι και συγχρόνως ανανεωμένοι! Με το “Battlefield" έχουμε ακόμη ένα δυνατό δείγμα από την νέα δουλειά. Πρόκειται για ένα τυπικό TEN κομμάτι με μια πολύ ωραία μελωδία, πιασάρικο ρεφραίν και ένα εντυπωσιακό σολάρισμα!
Στο  "Die For Me" οι TEN κινούνται στα μονοπάτια που χάραξαν οι μεγάλοι Whitesnake με το άλμπουμ τους το 1987! Ύμνος!! Το "Wild Horses" είναι ένα ακόμη κόσμημα από το "Albion". Πιο σκοτεινό αλλά όταν ‘μπαίνει’ το ρεφραίν σε κολλάει στον τοίχο! Ελέγξτε, επίσης, την καταπληκτική και πολύ Whitesnake μπαλάντα του "Sometimes Love Takes The Long Way Home".
Προσωπικά πιστεύω πως με αυτόν τον δίσκο οι TEN ξεπέρασαν τον εαυτό τους και καταφέρνουν να κυκλοφορήσουν κάτι πολύ δυνατό που θα τους ξαναβάλει στο Champions League για τα καλά!
Το πάντρεμα του κλασσικού τους ήχου με μια ισχυρή δόση από Whitesnake δίνει την έξτρα ώθηση και κάνει το “Albion” πραγματικά ελκυστικό για κάθε οπαδό του μελωδικού hard rock ήχου!

Βασίλης Χασιρτζόγλου

SAMMY HAGAR: "Lite Roast"


Όταν είσαι 67 και τρυπάς ακόμη ταβάνι με τις ψηλές σου, φιγουράρεις πίσω απ΄το μικρόφωνο του πιο μυώδους σούπερ γκρουπ των τελευταίων 20 χρόνων (Chickenfoot), η φωτογραφία σου και τα συνθετικά σου credits βρίσκονται τυπωμένα σε εκατοντάδες εκατομμύρια αντίτυπα άλμπουμ σε κάθε γωνιά του κόσμου...

..και το όνομά σου κοσμεί από το 2007 στο Rock N' Roll Hall Of Fame, η ερμηνεία σου έχει ορίσει το hard rock σύμπαν της Δυτικής Ακτής για 40 χρόνια (Montrose, Sammy Hagar band, HSAS, Van Halen, The Waboritas), έχεις διατελέσει tequila αφισιονάδο με δικό σου brand name και έχεις στην ιδιοκτησία σου αλυσίδες εστιατορίων σε πανάκριβα θέρετρα, όπου μπορείς ν΄ανεβαίνεις στη σκηνή και να ροκάρεις με όποιον συμπαίκτη επιθυμείς, ε, τότε το να κυκλοφορήσεις μια χαμηλόφωνη συλλογή με ακουστικές εκτελέσεις κομματιών από την καρριέρα σου, δεν αποτελεί trick, μόδα, ή αλλαγή πλεύσης. Δεν εντάσσεται πουθενά.
Γιατί δεν χρειάζεται να ενταχθεί, σε μια καρριέρα όπως του Sammy Hagar. 
Η μόδα για τα unplugged, εξάλλου ξεκίνησε πριν είκοσι και κάτι χρόνια και έκτοτε έχει εκπνεύσει τρεις - τέσσερις φορές. Η ιδέα για το πρώτο του ακουστικό άλμπουμ συνάντησε τον αειθαλή Hagar τον περασμένο Μάϊο, όταν διοργάνωσε την πρώτη ετήσια συναυλία "Acoustic-4-A-Cure" στο Fillmore του San Francisco, για τα παιδιά με καρκίνο, συμμετέχοντας και ο ίδιος σε μια σειρά από σόλο σετ, ντουέτα και τζαμαρίσματα.

«Συνειδητοποίησα ότι το να παίζω κάποια από τα κομμάτια μου ακουστικά, με έκανε να τραγουδώ διαφορετικά. Φωτίζονταν διαφορετικά στίχοι που είχα γράψει σε ολόκληρη την καρριέρα μου», λέει εξηγώντας το λόγο της κυκλοφορίας.

Με τη βοήθεια μόλις μιας ακόμη ακουστικής κιθάρας (ο Vic Johnson των Waboritas που κάνει και φωνητικά), ο Hagar εξαρχής με τον τίτλο («ελαφρώς ψημένα», σε ελεύθερη μετάφραση) μας λέει ότι δεν πρέπει να σηκώσουμε και πολύ τον καλλιτεχνικό πήχη. Οι 11 εκτελέσεις είναι φτιαγμένες να ακούγονται ακριβώς όπως είναι παιγμένες: Με χαλαρή διάθεση κατά τη διάρκεια απογευματινής ραστώνης, σε κλίμα εντελώς προσωπικό, για την ευχαρίστηση και μόνο, χωρίς επεξεργασία και ηχητική «ενίσχυση» στο στούντιο.

 Μ΄αυτό το σκεπτικό εξηγείται και η επιλογή των κομματιών. Ενώ θα μπορούσε να φτιάξει ένα greatest hits, ο Hagar κατεβάζει το κλειδί στην ερμηνεία του και επιλέγει κάποια προσωπικά του αγαπημένα, κομμάτια που κυρίως οι fans απολαμβάνουν να ξανα-ανακαλύπτουν ("Eagles Fly", "The Love", "Salin'"). Μόνο και μόνο για να μας θυμίσουν πώς κάποια άλλα ("Dreams"), όπως και να παιχτούν, παραμένουν μεγάλα.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Pink Floyd: "The Endless River"


Οι μέρες αναμονής τελείωσαν, επιτέλους μετά από τόσο καιρό το κρατάω στα χέρια μου και ρίγη συγκίνησης με πλημμυρίζει. Μου φαίνεται απίστευτο, 20 χρόνια περάσανε από τη τελευταία τους δουλειά. Μεγαλώσανε και μεγαλώσαμε και εμείς μαζί και μέσα από την μουσική τους.


Το εξώφυλλο φανταστικό, η συσκευασία το ίδιο. Το μόνο που έμενε ήταν να δούμε αν και το περιεχόμενο του είναι το ίδιο καλό όπως μας είχαν συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια και με τις προηγούμενες δουλειές τους.
  Ποτέ μου δεν φανταζόμουνα ότι θα έκανα κάτι τέτοιο για μια από τις αγαπημένες μου μπάντες. Πόσο δύσκολο φαντάζει να εξερευνήσεις ένα καινούριο μονοπάτι χαραγμένο με αγαπημένα σου πρόσωπα και καταστάσεις. Ακόμα πιο δύσκολο είναι να μπορέσεις να αποστασιοποιηθείς από τα συναισθήματα σου και να μπορέσεις να σταθείς όσο πιο αντικειμενικός γίνεται. Μα περισσότερο από όλα, δυσκολότερο είναι να μπορέσεις να ασκήσεις μια κριτική για τον νέο τους δίσκο. Κυρίες και κύριοι, σας παρουσιάζουμε το "The Endless River’’.
  Τις καταστάσεις λίγο πολύ τις ξέρουμε και πως προέκυψε σαν δίσκος. Πολύ επιγραμματικά (αναλυτικότερα θα δείτε στο 6ο μέρος του αφιερώματος), είχανε ακυκλοφόρητο υλικό από την εποχή του The Division Bellπου προοριζόταν για έναν αποκλειστικά instrumental δίσκο με τίτλοThe Big Spliff, πράγμα που τελικά δεν έγινε. Υπήρχαν 4 ηχογραφημένες πρόβες (εξ’ ου και τα τέσσερα μέρη του άλμπουμ) με τον Richard να παίζει πλήκτρα, κάποιες του 1968 και άλλες του 1993. Αποφασίστηκε με αυτόν τον τρόπο να δοθούν στην κυκλοφορία τα τελευταία κομμάτια που υπήρχαν διαθέσιμα με τον Ricky στην σύνθεση. Στην συνέχεια, με την βοήθεια της τεχνολογίας του σήμερα προσθέσανε τα υπόλοιπα μουσικά όργανα και το αποτέλεσμα που προέκυψε, κατέληξε να είναι αυτό που ακούμε σήμερα σαν The Endless River”.
  Τα τραγούδια του στη κανονική του έκδοση, είναι στο σύνολο τους 18 και εξελίσσονται σταδιακά μέσα της ταξιδιάρικης και ψυχεδελικής μουσικής που μας δίδαξαν. Είναι χωρισμένο σε τέσσερις πλευρές, άλλωστε πάντα έγραφαν τα κομμάτια τους βασιζόμενοι στο βινύλιο μιας και έτσι κυκλοφόρησαν όλα τους τα άλμπουμ.
  Η έκδοση του βινυλίου είναι διπλή, με την κάθε πλευρά, να χωρίζεται σε τμήματα που προήλθαν από αυτές τις πρόβες του Richard Wright στα πλήκτρα και αναπτύχθηκαν στηριζόμενοι σε αυτά που έπαιζε Εκείνος, πάνω στο πληκτροφόρο όργανό του. Στην έκδοση του διπλού δίσκου, υπάρχει και μια κάρτα με έναν κωδικό ώστε να μπορέσει κανείς να το κατεβάσει στον υπολογιστή του. Αναλυτικότερα και περισσότερες λεπτομέρειες, μπορεί κανείς να διαβάσει και στο 6ο μέρος του αφιερώματός μας για τους Pink Floyd, μέσα από την στήλη του Rocktime.gr, Art Rock.
  Πέρα όμως από το διπλό βινύλιο, ακολούθησαν και την τεχνολογία του σήμερα, βγάζοντας το The Endless River’’ και σε ψηφιακή μορφή. Κυκλοφορεί λοιπόν σε απλό standard cd, σε deluxe box με cd/dvd και σε ένα δεύτερο deluxe box με το cd όπου το dvd που ολοκληρώνει το πακέτο, είναι blue ray. Οι deluxe εκδόσεις, είναι ψηφιακά επεξεργασμένες σε 5.1 DT Surround. Επίσης, περιλαμβάνουν τρία επιπλέον κομμάτια σε audio μορφή και άλλα έξι κομμάτια σε video, τα οποία δεν είναι διαθέσιμα στο βινύλιο και στην απλή έκδοση του cd, φτάνοντας τα 21 στο σύνολο ακουστικά συν τα 6 βίντεο. Στα βίντεο, έχουμε την δυνατότητα να παρακολουθήσουμε για τελευταία φορά τον Richard Wright, επί το έργον πάνω στα πλήκτρα, κάτι που προκαλεί ιδιαίτερο συναισθηματικό φορτισμό.
  Σε όλα τα τραγούδια, βασικό συνθέτης είναι ο Dave Gilmour. Σε πολλά από αυτά, μαζί του συνυπογράφει και ο Ricky, ενώ κάποια ανήκουν μόνο σε Εκείνον.  Εδώ θα συναντήσουμε και για πρώτη φορά μετά από πολλά,  πολλά χρόνια κομμάτια που φέρουν το όνομα του Nick Mason. Οι στίχοι του “Louder Than Words, ανήκουν στην γυναίκα του Dave, Polly Samson. Οι αφηγήσεις ανήκουν στον Stephen Hawking και τα χορωδιακά τμήματα που υπάρχουν στα υπόλοιπα τραγούδια, ερμηνεύτηκαν από τον ίδιο και τις Durga McBroom, Louise Marshal και Sarah Brown. Στη θέση του Roger Waters, βρίσκεται ο γαμπρός του Guy Pratt και ο Bob Ezrin. Συμπληρωματικά πλήκτρα έπαιξαν οι Jon Carin και Damon Iddins. Κλαρινέτο και σαξόφωνο ο Gilad Atzmon ενώ οι Honor Watson και Victoria Lyon ανέλαβαν το βιολί. Τσέλο παίζει η Helen Nash και οι ήχοι της βιόλας ανήκουν στον Chantal Leverton.
  Το άλμπουμ σε γενικές γραμμές, ακούγεται πολύ εύκολα όμως είναι δύσπεπτο αρχικά λόγο του ότι υπάρχει ο ενθουσιασμός και η αναμονή. Ακούγοντας το δεύτερη φορά πιο προσεκτικά αρχίζεις να καταλαβαίνεις τι γίνεται. Με τις επόμενες ακροάσεις σιγά σιγά ο συναισθηματικός φορτισμός αρχίζει να φεύγει και μπαίνεις σταδιακά στη διαδικασία να αντιλαμβάνεσαι πιο ξεκάθαρα τι ακριβός είναι αυτό που ακούς.
Περνώντας ένα – ένα τα στάδια αυτά, μπαίνεις στο τραίνο που λέγεται Pink Floyd, ανάβεις και δυο κεράκια, κλείνεις τα φώτα και ξεκινάς να ταξιδεύεις χαλαρωμένος πάνω στις ατέλειωτες ράγες με οδηγό τη πολυδιάστατη υπέροχη (για άλλη μια φορά) μουσική του, με φόντο τα ηχοχρώματα του αδικοχαμένου Ricky και το αιώνιο ποτάμι δίπλα, σε έναν δρόμο χωρίς τέλος, αρχή, στάσεις και γυρισμό, υποκλινόμενος για άλλη μια φορά στο μεγαλείο τους. Η επιλογή είναι μονόδρομος και το εισιτήριο χωρίς επιστροφή.
  Προτείνεται ανεπιφύλακτα για κάθε οπαδό του progressive/ art rock, σε κάθε φίλο της ψυχεδέλειας, σε κάθε σκεπτόμενο νου, σε όσους έχουν καλλιτεχνικές ανησυχίες και φυσικά σε όσους αγαπούν τον αυτοσχεδιασμό και σέβονται την τέχνη που λέγεται μουσική. Οι Pink Floyd, βγάλανε άλλη μία δισκάρα, απολαύστε το και αφήστε τις σκέψεις περί Waters γιατί ο μοναδικός χαμένος στο τέλος, θα είναι ο ίδιος σας ο εαυτός.

Track List
Standard Cd

 
             
SIDE 1
01 Things Left Unsaid
02 It’s What We Do
03 Ebb and Flow
         
SIDE 2
04 Sum
05 Skins
06 Unsung
07 Anisina
                                                         
SIDE 3
08 The Lost Art Of Conversation
09 On Noodle Street
10 Night Light
11 Allons-y (1)
12 Autumn ’68
13 Allons-y (2)
14 Talkin’ Hawkin’

SIDE 4
15 Calling
16 Eyes To Pearls
17 Surfacing
18 Louder Than Words

Deluxe Edition

Audio:
01 TBS9
02 TBS14
03 Nervana

Video:
01 Anisina
02 Untitled
03 Evrika (A)
04 Nervana
05 Allons-Y
06 Evrika (B)

Γιώργος Βαλιμίτης

Simple Minds: “Big Music”



Όταν πρωτάκουσα τους σκωτσέζους Simple Minds στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ως μαθητούδι του γυμνασίου ποτέ δεν περίμενα ότι τριάντα χρόνια μετά η περίφημη μπάντα θα συνέχιζε να κυκλοφορεί αξιόλογα άλμπουμ.


Μάλιστα η φετινή χρονιά θυμίζει έντονα πολύ τα eighties αφού νέο δίσκο έχουν οι U2, ο Bryan Ferry, ο Billy Idol, η Steve Nicks, Robert Plant  και παράλληλα κυκλοφορούν συλλογές από David Bowie, Queen, Ozzy και όλα δείχνουν ότι παρά την ηλικία τους μερικοί καλλιτέχνες έχουν νικήσει το χρόνο και αυτό μας αρέσει πάρα πολύ αφού και εμείς αναγεννιόμαστε κα νιώθουμε ότι περνάμε δεύτερη και τρίτη εφηβεία.
Ας τελειώσουμε λοιπόν  με τις αναμνήσεις και το παρελθόν και να έρθουμε τώρα στο καινούργιο δίσκο των Simple Minds, οι οποίοι έχουν τιμήσει τη χώρα μας  και συναυλιακά.
To Big Music έχει έντονο το άρωμα των  γλυκών, βροχερών μελωδιών της κλασσικών άλμπουμ του γκρουπ  στα χρόνια της μεγάλης δόξας του, όπου ξεπερνούσαν  σε αποδοχή μέχρι και τους μόνιμους τότε  ανταγωνιστές τους, ιρλανδούς U2. Φυσικά από τα μέσα των ’90 η μπάντα έκανε κοιλιά σε όλα τα επίπεδα αλλά ποτέ κατά την γνώμη μου δεν πούλησε  “επιλεκτική αγωνιστικότητα ”,  και  δήθεν πολιτικές ευαισθησίες  όπως έκανε ο συνάδελφος  του Βοno  ενώ ευτυχώς οι τελευταίες στούντιο δουλειές τους δείχνουν  ότι δεν έχουν  απωλέσει  τον μουσικό τους οίστρο.
To μεγάλο όπλο  του συγκροτήματος όλα αυτά τα χρόνια αλλά και στο  ολόφρεσκο “Big Music” είναι η μαγική φωνή του Jim Kerr, ο οποίος για άλλη μια φορά διαθέτει ένα ουράνιο χάρισμα και πετυχαίνει να καλύπτει τις όποιες συνθετικές αδυναμίες μπορεί να υπάρχουν.
Ο δίσκος ξεκινά με το καταπληκτικό "Blindfolded"   με τον  Charlie Burchill  να φτιάχνει μοναδικά κιθαριστικά  κεντήματα  με λιγοστά αγγίγματα και χωρίς να κάνει τις υπερβολές των βιρτουόζων του οργάνου και επιβεβαιώνει πανηγυρικά   το ξεχωριστό ρυθμικό  ύφος της μπάντας. Στο "Honest Town"  κυριαχούν  οι ampient ρυθμοί με τα κήμπορντς  και τη μελωδική αύρα του Jim Kerr να μας “κολλάει” ξανά στα ’80.
Το ομότιτλο κομμάτι δείχνει ακόμη και εν έτη  2014 πόσο προοδευτικό γκρουπ είναι οι σκωτσέζοι που πειραματίζονται με ήχους και εφέ που αναδεικνύουν την ευρηματικότητα τους. To  "Blood Diamonds"  βγάζει  μία  ευχάριστη επιμονή του γκρουπ σε  χορευτικές ποπ-ροκ καταστάσεις ενώ το  "Let the Day Begin"  ακούγεται σαν μία rock  εκδοχή των Depeche Mode.
"Concrete and Cherry Blossom"   και  "Imagination"
είναι καθαρά  ξεσηκωματικά  κομμάτια με το συνθετικό ντουέτο Kerr και Burchill να δημιουργούν στιγμές κιθαριστικής και ερμηνευτικής ευδαιμονίας.
Human”, "Midnight Walking" και "Broken Glass Park"  περιέχουν ένα ανεξάντλητο  γοητευτικό ποπ υπόβαθρο με εμπνευσμένες  εναλλαγές  ενώ τα "Kill or Cure" και "Spirited Away"  θεωρώ ότι είναι  οι “χρυσές” μετριότητες του δίσκου.
Στη deluxe έκδοση του “Big Music”  υπάρχουν  επιπλέον έξι κομμάτια όπου περιλαμβάνονται και δύο υπέροχες διασκευές του "Riders on the Storm" (απίστευτη εκτέλεση)  των θρυλικών Doors καθώς  και του Dancing Barefoot  της λατρεμένης Patti Smith ενώ ξεχωρίζει και το θαυμάσιο "Liaison".
Το 16ο άλμπουμ των Simple Minds μας άρεσε και μας καθήλωσε και κυρίως κατόρθωσε να μας ταξιδέψει σε εποχές που κυριαρχούσε το λυτρωτικό συναίσθημα,  οι  δυνατές μελωδίες και η αφοσίωση στη δημιουργία καλής και ευφάνταστης μουσικής… Άξιοι
 

Φώτης Μελέτης

The Clash: "Combat Rock"

«Εκεί που οι περισσότεροι ψευδοπροφήτες και μονίμως διαμαρτυρόμενοι του new wave περιμένουν έναν θαυμαστό, καινούριο κόσμο, οι Clash παλεύουν με νύχια, με δόντια και με τις κιθάρες τους να σώσουν αυτόν που έχουμε, με τον μόνο τρόπο που ξέρουν». - περιοδικό Rolling Stone, φθινόπωρο 1981.



Η αρχή της δεκαετίας του '80 είχε βρει τoν κόσμο του rock σε τραυματική αφασία από τις κραιπάλες των '70s. Με την πληγή από τον παράλογο θάνατο του Lennon χαίνουσα, τον Dylan μόλις «αναγεννημένο εν Χριστώ», τους Stones χαμένους σε disco αναζητήσεις, τους Zeppelin διαλυμένους και με τον Bonham μακαρίτη, τους Who να μη μπορούν πια, τους Eagles να έχουν προτιμήσει σόλο πορείες, τους Floyd κλεισμένους μέσα στο τείχος τους, την περηφανή γενιά του Woodstock τοξικοεξαρτημένη (όση δηλαδή είχε μείνει έξω απ΄τα ξύλινα κοστούμια), τον Bowie σε διαρκή απεξάρτηση και βαθιά ετεροφυλόφιλη περίσκεψη, τους περισσότερους παραμανοφόρους ακολούθους των Pistols να νιώθουν κι αυτοί ότι «εξαπατήθηκαν» και τον Zappa να έχει κλείσει παραπάνω από δέκα χρόνια προβλέποντας την κατάρρευση αυτή και χλευάζοντάς την, το ευπώλητο όσο ποτέ ροκ είχε, πράγματι, παραδοθεί στο «σύστημα». Από τη μια στο «ενήλικο» ροκ των άλμπουμ με ομογενοποιημένο ήχο, μαζί με κάτι πανούργα υβρίδιά του (βλ. Police) και από την άλλη στο «νέο» κύμα, μια ολόκληρη γενιά παικτών με στενές γραβάτες, κοντά μαλλιά και μια ασίγαστη απέχθεια στα σόλο κιθάρας, έτοιμη να πέσει με νέα ορμή στα σαγώνια των δισκογραφικών.

Μέσα σε όλα αυτά, the only band that matters. Οι Clash.

Αφ΄ότου όρισαν τον ήχο της μετα-πανκ αντίστασης στην επελαύνουσα τότε Θατσερική λαίλαπα με το χωρίς προηγούμενο αιχμηρό και μουσικά πλουραλιστικό "London Calling", ανάγκασαν την CBS να κυκλοφορήσει ένα τριπλό άλμπουμ στην τιμή διπλού ("Sandinista"), γεμάτο reggae, ska, dub μίξεις, jazz και hip-hop περάσματα (κατά πολλούς το πρώτο ethnic άλμπουμ από ροκ γκρουπ), συνέχισαν απτόητοι να κορυφώνουν την πρόκληση φορώντας μπλουζάκια «Μπριγκάτε Ρόσσε», ποζάροντας με κόκκινες μεσίστιες σημαίες και τοποθετούμενοι δημόσια υπέρ των αναξιοπαθούντων του τρίτου κόσμου και των ανταρτών της Νικαράγουα και του Ελ Σαλβαδόρ. Το καλοκαίρι του '81 κυριολεκτικά κατέκλυσαν με τον ήχο και την επιρροή τους τη Νέα Υόρκη. Δρώντας με ακραιφνή αδιαφορία για κάθε στυλ, στην εποχή που έμελλε να ορίσει όλα τα στυλ (τα '80s), στα τέλη του '81 άρχισαν να ετοιμάζουν το νέο τους χτύπημα. Όμως είχαν ήδη ενοχλήσει περισσότερο απ΄όσο και οι ίδιοι μπορούσαν να φανταστούν το οικοδόμημα της μουσικής βιομηχανίας. Η παγίδα ήταν στημένη και οι μέρες τους μετρημένες.

Μέσα στο συγκρότημα, τα «εγώ» των δύο κύριων συνθετών, Strummer και Jones, είχαν υπερτροφήσει επικίνδυνα. Και οι δυό τους είχαν μπει από καιρό σε μια συγκρουσιακή δίνη με τον μάνατζερ Bernie Rhodes - που επέστρεψε στις τάξεις τους μετά από επιμονή του Joe Strummer και επιδίωκε να τους χειραγωγεί- και με τον παραγωγό Glyn Johns -που ζητούσε λιγώτερη μουσική διάχυση και πιο «μαζεμένο» μουσικό έργο. Ο ακατάβλητος και πάντα εξωστρεφής Joe Strummer είχε αρχίσει να έχει αριστερόστροφες ενοχές για την τεράστια επιτυχία και την αναγνώρισή τους στην Αμερική. Συγχρόνως, επηρεαζόμενος κατά πολύ από τον Bernie Rhodes, δεν έβλεπε με καλό μάτι το κύλισμα του Mick Jones στις μεγεθυμένες από βουνά κοκαίνης παραισθήσεις ροκ μεγαλείου, χωρίς να σημαίνει ότι ο ίδιος ήταν αθώος τέτοιων δραστηριοτήτων. Ο Jones, από την άλλη, αισθανόταν ότι οι μουσικές αναζητήσεις του ασφυκτιούσαν από τον Rhodes (που θεωρούσε ότι χωρίς αυτόν οι Clash δεν θα ήταν τίποτε). Την ίδια ώρα, η ραχοκοκκαλιά του πολυσχιδούς ήχου του γκρουπ, ο Topper Headon, ήταν ήδη εθισμένος στην ηρωίνη και ο φωτογενής μπασίστας Paul Simonon όταν δεν έμενε αμέτοχος, αλλοιθώριζε προς προσωπικά πρότζεκτ.

Το νέο άλμπουμ αρχικά προοριζόταν κι αυτό για διπλό και θα είχε τον αβανταδόρικο τίτλο "Rat Patrol from Fort Bragg", ο οποίος έφερε για μια ακόμη φορά σε σύγκρουση τα μέλη του γκρουπ και εγκαταλείφθηκε. Οι ηχογραφήσεις είχαν γίνει στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο, με τον Glyn Johns να είναι αναγκασμένος να κάνει μεγάλες περικοπές, καθώς το υλικό αποτελείτο από μακρόσυρτα, ακατάτακτα σε στυλ - και πάλι - τραγούδια. 

Ο δίσκος κυκλοφόρησε τελικά το Μάϊο του '82, πάνω που το βρετανικό πολεμικό ναυτικό κατευθυνόταν προς τα Φώκλαντς. Η ασυμβίβαστη ροή της μουσικής, η δύναμη των στίχων, το εξώφυλλο (το συγκρότημα σαν αλητοσυμμορία στη μέση μιας εγκαταλελλειμμένης σιδηροδρομικής γραμμής), αλλά και ο γενικός τίτλος ("Combat Rock"), δεν αφήνουν πολλά περιθώρια : Είναι μια τελευταία, αγέρωχη, όσο και απεγνωσμένη μάχη. Η τελευταία, κατά πολλούς, αναμέτρηση του ροκ με τον βιομηχανικό κόλαφο των πλαστικών hits που θα κατακλύσουν τη δεκαετία.

Ξεκινά με το αγριεμένο ska-punk μανιφέστο "Know Your Rights" (σαν απομεινάρι του "Sandinista"), με στίχους που αρπάζουν τον ακροατή απ΄το γιακά:

"This is a public service announcement - with guitaaaar" ουρλιάζει ο Strummer.

"Know your rights, all three of them. /The right not to be killed. Murder is a crime, unless it is done by a policeman, or an aristocrat. /The right to food money, providing of course, you don't mind a little investigation, humiliation, and, if you cross your fingers, rehabilitation. /The right to free speech (as long as you're not dumb enough to actually try it)".

Το άλμπουμ έχει ορμή αλλά δε στερείται από τις εξωτικές αποχρώσεις του "Sandinista". Πίσω από το "Know Your Rights" έρχεται μια ημιτελής ψυχεδελική άσκηση βασισμένη στα κρουστά ("Car Jamming") με συνειρμικούς στίχους του Strummer. Έχει το "Red Angel Dragnet", ριγμένο με τα μούτρα σε μια dub εμμονή, που μιλά για την αυτοδικία στους σκοτεινούς δρόμους της μεγαλούπολης, με τον Kosmo Vinyl (φιγούρα του περιγύρου του γρουπ, dj και μετέπειτα παραγωγός) να κλωθογυρνάει ατάκες από τον «Ταξιτζή» του Σκορτσέζε. Το "Straight To Hell", μια off - beat κατακραυγή για την ανισότητα, την ανεργία των βιομηχανικών εργατών, τον αποκλεισμό των μεταναστών, την εγκατάλειψη των παιδιών που άφησαν πίσω τους οι αμερικάνοι στρατιώτες στο Βιετνάμ. Το "Overpowered By Funk", έναν φανκ πυρετό με εικόνες από το αμερικάνικο γυρολόγιο των Clash τα δύο προηγούμενα χρόνια. Το δυσοίωνο "Ghetto Defendant", μια αλληγορία για το πώς η αντικουλτούρα απορροφάται από το mainstream, με σχολιαστική φυσαρμόνικα και υποβλητική απαγγελία από τον beat ποιητή Allen Ginsberg.

Αλλά κυρίως, το "Combat Rock" έχει δύο κομμάτια, που πλέον ακόμη και ο τουριστικός ακροατής του ροκ αναγνωρίζει. Δύο κομμάτια που σηματοδότησαν την ραγδαία κατάπτωση του γκρουπ, πάνω ακριβώς που του έβαζαν στο χέρι το εισητήριο για το πέρασμα στις mainstream συνειδήσεις, με την τεράστια επιτυχία που σημείωσαν.

Το ένα είναι το "Should I Stay Or Should I Go". Γραμμένο και τραγουδισμένο από τον Mick Jones, ένα εθιστικό ροκ ριφ γύρω από το προαιώνιο ερώτημα για το αν πρέπει -και ποιά στιγμή- να εγκαταλείψεις το σκάφος σε μια σχέση. «Όταν παίζαμε ελεύθερα, τέτοια πράγματα μας άρεσε να γράφουμε» θα πει ο ίδιος με νόημα αργότερα. Τα "gang" backing vocals στα ισπανικά («με προφορά απ΄το Εκουαδόρ», θα διακωμωδήσει αργότερα ο Strummer) και οι κραυγές λύτρωσης στη μέση (.) βοήθησαν να καταγραφεί σε εκατομμύρια υποσυνείδητα, μέτρο προς μουσικό μέτρο. Έφθασε Νο 8 στο Billboard τον Ιανουάριο του '83. Το Μάρτη του '91, έντυσε μια τηλεοπτική διαφήμιση για τα "Levi's 501" και έφθασε στην κορυφή των αγγλικών τσαρτ. Η ύστατη ειρωνεία για ένα διαλυμένο, περίπου μια δεκαετία πίσω, συγκρότημα που όταν ξεκίνησε είχε στόχο του να βάλλει κατά του ξεπουλήματος της μουσικής στην κρεατομηχανή των εταιριών.

Και το δεύτερο κομμάτι, το "Rock The Casbah", που κτίστηκε πάνω σε ρυθμό και μελωδία στο πιάνο γραμμένη και ηχογραφημένη από τον Headon, σε μια εποχή που οι σχέσεις του γκρουπ ήταν κάκιστες, σε σημείο να μην βρίσκονται σχεδόν ποτέ όλοι μαζί στο στούντιο. «Δεν υπάρχει κανένας ρομαντισμός και καμία τρυφερότητα στο φανατισμό. Αυτό θέλει να πει το τραγούδι», θα πει αργότερα ο Strummer που έγραψε τους στίχους μονοκοντυλιά, γυρνώντας κατάκοπος κάποιο πρωί, σε μια μικρή γραφομηχανή. Οι στίχοι μιλούν για την απαγόρευση της ροκ μουσικής από κάποιον άραβα «Άρχοντα», που μάλιστα καλεί τα πολεμικά αεροπλάνα να «βομβαρδίσουν» τον πληθυσμό που παραβαίνει το νόμο. Όμως ο λαός τον αψηφά και .rocks the casbah (σε κατά προσέγγιση μετάφραση, σείει το «φρούριο»). Ήταν το πρώτο βίντεο-κλιπ των Clash που έτυχε μεγάλης προβολής από το ΜΤV, από τα πρώτα μάλιστα που περιλάμβανε τοποθέτηση προϊόντων.

Όσο για την κληρονομιά αυτής της ανεπανάληπτης, αραβοφέρνουσας ragtime ρίμας; Κατά μια θλιβερή πολιτισμική παρερμηνεία, συχνή στο χώρο της δημοφιλούς μουσικής, ο τίτλος του τραγουδιού ήταν γραμμένος πάνω σε μια από τις πρώτες βόμβες που έριξαν τα αμερικάνικα βομβαρδιστικά στο Ιράκ το '91. Ο Strummer ξέσπασε σε κλάμματα όταν άκουσε την περηφανώς ηλίθια όσο και διαστροφική υφαρπαγή των στίχων του, σε κάποιο δελτίο ειδήσεων.

Ο ουσιαστικός συνθέτης του κομματιού, ο ντράμερ Topper Headon, εκδιωγμένος από το Μάϊο του '82 απ΄το συγκρότημα λόγω της εξάρτησής του απ΄την ηρωίνη, είδε κάποια μέρα την Άνοιξη του '83 στην τηλεόραση το βίντεο για το δικό του τραγούδι, υποφέροντας από στερητικά σύνδρομα σ΄ένα Λονδρέζικο καταγώγιο. Στη θέση του στα τύμπανα ήταν ο Terry Chimes. Όμως, το τελευταίο συγκρότημα που μπορούσε να σείσει τα μουσικά πράγματα, είχε φθάσει στο τέλος του δρόμου.

Παρ΄ότι οι θριαμβευτικές εμφανίσεις των Clash σαν support στην αποχαιρετιστήρια περιοδεία των Who στα τέλη του '82 χαιρετίστηκαν από την αισιόδοξη μερίδα του κοινού ως «παράδοση σκυτάλης» από τους παλιούς ασυμβίβαστους ήρωες των '60s στους φρέσκους υπέρμαχους του ροκ, η πορεία υπήρξε καταστροφική και σύντομη. Ο Mick Jones εκδιώκεται από τον Strummer και τον ραδιούργο Rhodes το Σεπτέμβριο του '83 και η μπάντα θα σέρνεται ψυχορραγώντας με δύο νέα εντελώς «ψαρωμένα» μέλη μέχρι τις αρχές του '85. Το καλοκαίρι του '85 οι «νέοι Clash» θα εμφανιστούν στο "Rock In Athens '85", αφήνοντας ενθουσιώδεις εντυπώσεις στο πεινασμένο δικό μας κοινό, αλλά ο ασθενής προ πολλού δεν ανανήπτει. Ο Mick Jones έχει σχηματίσει τους ηλεκτροφανκ Big Audio Dynamite (και γνωρίζει επιτυχία) και ο Strummer θα ταλαιπωρηθεί πολλαπλά (αποτυχημένα πρότζεκτ σε σινεμά, δισκογραφία, άρνηση από τον Jones για επανένωση του γκρουπ), πριν συνειδητοποιήσει τί φίδι υπήρξε ο μέντορας, φίλος και μάντατζέρ του, Bernie Rhodes.

Περίπου αυτό υπήρξε το "Combat Rock". Η τελευταία ηρωική πράξη αμφισβήτησης, η τελευταία προσπάθεια του ροκ να υπερβεί τον εαυτό του, η τελευταία δημιουργική συνύπαρξη δύο μεγάλων μουσικών οραματιστών, των Jones και Strummer. Ένα απαιτητικό, ακατηγοριοποίητο και σκοτεινό άλμπουμ, με παραφωνία τα δύο up-tempo σινγκλ που διέτρησαν την ποπ υποκρισία των τσαρτς από το '82 και για πάντα.

 «Κάναμε ένα προς ένα όλα τα λάθη που κάνει ένα συγκρότημα που ξεκινά από το μηδέν και θέλει να φθάσει στην κορυφή», θα πει αργότερα ο Jones. Πράγματι. Χρήμα, μωροφιλοδοξία, απειρία, ναρκωτικά, σκοπιμότητες όλων των τρωκτικών που ζώνουν κάθε ταλαντούχο συγκρότημα, αποπροσανατόλισαν και τελικά κατεδάφισαν τους Clash. "You can crush us, you can bruise us, but you'll have to answer to.". "Rock History", για να παραφράσουμε ένα στίχο απ΄το "Guns Of Brixton". Και σ΄αυτήν την πολύπαθη Ροκ Ιστορία, το "Combat Rock" έχει δυσεύρετη μουσική αξία.



Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

SKYSCRAPER: “Elevation”


Οι SKYSCRAPER είναι ένα ακόμη ένα νέο project στον μελωδικό hard rock κόσμο που έρχεται με μεγάλες υποσχέσεις αφού αποτελείται από μουσικούς όπως οι Lee Small - φωνητικά (Shy), Tor Talle - Κιθάρες (JLT, Fergie Frederiksen, Northern Light, Overland) και ο Dave Boyce - Bass (Airrace, Quireboys).


Πραγματικά οι SKYSCRAPER είναι έτοιμοι να μας εντυπωσιάσουν με το πρώτο τους album που τιτλοφορείται “Elevation” και είναι γεμάτο από έναν up-tempo ήχο, υπέροχες μελωδίες, εκπληκτικές αρμονίες και καλογραμμένα τραγούδια!!
Το άλμπουμ ήταν σχεδόν δύο χρόνια στα σκαριά αλλά από ότι φαίνεται το τελικό αποτέλεσμα θα ικανοποιήσει κάθε οπαδό της μελωδικής σκηνής γενικότερα.
Από το εναρκτήριο "Sail Away" το δείγμα από την μουσική των SKYSCRAPER είναι εντυπωσιακό.
Δυναμικό με μια υπέροχη μελωδία, σφιχτοδεμένο με πολύ ωραίες ενορχηστρώσεις θα σας κάνει να το σιγοτραγουδάτε για μέρες.
Το "Fay Wray" είναι απλά μοναδικό!  Ο απόλυτος AOR  ύμνος!!  Μελωδικό όσο δεν πάει με δυνατές φωνητικές ερμηνείες από τον Lee Small και ένα πιασάρικο ρεφραίν!
Τι άλλο να ζητήσει κανείς!
Συνέχεια με την πολύ καλή και 80’s μπαλάντα "Everybody Cries Someday", ενώ στο "Walk Through Fire" έχουμε ακόμη ένα highlight μέσα από το ντεμπούτο! up-tempo ρυθμός με τσαμπουκά και νεύρο σε ένα από τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου! Τέλος με το "Runaway Hearts",  οι SKYSCRAPER μας ταξιδεύουν  με την εντυπωσιακή του μελωδία του και την ala Bad English αίσθηση!

Απλά αγοράστε το!!!! Το ντεμπούτο των SKYSCRAPER  με έκανε να το ακούω για μέρες και να μην βγαίνει από το cd player καθόλου!! Love at first sight…..που λένε! Καλοδουλεμένο άλμπουμ από την αρχή έως το τέλος από πολύ καλούς μουσικούς! Το συνιστώ ανεπιφύλακτα.

Βασίλης Χασιρτζόγλου

MIKE TRAMP: "Museum"



Nέα προσωπική δισκογραφική δουλειά από την φωνή των αγαπημένων μας White Lion, κύριο MIKE TRAMP και όσοι δεν έχετε παρακολουθήσει την σόλο πορεία και περιμένετε να ακούσετε hard rock μελωδίες τότε θα απογοητευτείτε.

Στο “Museum”, οι ήχοι, οι ρυθμοί, οι ενορχηστρώσεις και κυρίως οι συνθέσεις είναι λιτές και απλοϊκές με την φωνή του MIKE TRAMP άλλοτε να γίνεται μελαγχολική,  άλλοτε αφηγηματική  και άλλοτε ποιητική με μια ιδιαίτερη ερμηνευτική ευαισθησία. Εκτός από τη πανέμορφη φωνή του Δανού τραγουδιστή, κυρίαρχο ρόλο στο άλμπουμ παίζουν οι ακουστικές κιθάρες και τα ηχοχρώματα των πλήκτρων ενώ αρκετές συνθέσεις φλερτάρουν με την ποιοτική ποπ όπως χαρακτηριστικά γίνεται στο “And You Were Gone”.
Τραγούδια που ξεχωρίζουν είναι τα “Down South” και Slave”  που ακούγονται  λίγο πιο ροκ από τα υπόλοιπα κομμάτια  με αρκετές  blues επιρροές. Το εξαιρετικό  “Trust In Yourself”  σου ξεκουράζει την ψυχή με την μελωδία του  ενώ το “New World Coming” είναι ένας μικρός ερμηνευτικός θρίαμβος του frontman των White Lion, αφού καταφέρνει να ακούγεται ανατριχιαστικό σε σημείο που να φέρνει μνήμες από "When the Children Cry".
 Επίσης το “Better” είναι μία καλή στιγμή του άλμπουμ που  ακούγεται  αρκετά  μπητλικό ενώ ενδιαφέροντα είναι τα "Time for Me to Go που ασχολείται στιχουργικά για τη δύσκολη σχέση που είχε με την γυναίκα του και το αυτοβιογραφικό  Mother με το γλυκό κιθαριστικό σόλο του. Το “Museum”  δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας  αλλά σίγουρα οι συνθέσεις του άλμπουμ λειτουργούν ως  μία προσωπική κάθαρση και μία λυτρωτική καταγραφή καταστάσεων από όσα έχει βιώσει τα τελευταία χρόνια ο MIKE TRAMP στην περιπετειώδη διαδρομή του. Το “Museum” είναι κατάθεση ψυχής και αξίζει τον σεβασμό μας.
 

Φώτης Μελέτης

Miss Behaviour: "Double Agent"



Η ιστορία των Miss Behaviour ξεκινάει γύρω στο 2004, όταν οι Henrik Sproge και ο κιθαρίστας Erik Heikne, οι οποίοι σπούδαζαν μουσική στο Business School στη Kalmar της Σουηδίας, αποφάσισαν να ιδρύσουν μια νέα μπάντα!



Και οι δύο τους ήθελαν  να δημιουργήσουν ένα συγκρότημα εμπνευσμένο από τις μεγάλες μπάντες της δεκαετίας του ογδόντα με ένα φρέσκο ​​και συνάμα πιο μοντέρνο ήχο.  ‘Έτσι λοιπόν οι Miss Behaviour ήταν γεγονός!
Το πρώτο άλμπουμ τους, "Heart of Midwinter", κυκλοφόρησε το 2006 και κατάφερε να συγκεντρώσει καλές κριτικές.  Η ‘επανάσταση’ όμως  ήρθε με το άλμπουμ  Last Woman Standing που κυκλοφόρησε το 2011. Καλοδουλεμένο με πολύ καλά τραγούδια το συγκεκριμένο πόνημα δημιούργησε έναν δυνατό πυρήνα οπαδών που ανυπομονούσαν για το επόμενο τους βήμα!
Αισίως φτάνουμε στο σήμερα όπου οι Miss Behaviour  κυκλοφορούν το ολοκαίνουριο "Double Agent". Από τις πρώτες κιόλας νότες του εναρκτήριου "On With The Show", οι Miss Behaviour  κάνουν σαφές ότι η νέα τους δουλειά πρόκειται να μας συναρπάσει. Τα τραγούδια εδώ είναι πιασάρικα, η σύνθεση των τραγουδιών είναι ότι καλύτερο μας έχουν παρουσιάσει μέχρι τώρα και σε γενικές γραμμές το " Double Agent" βάζει σοβαρή υποψηφιότητα για πολλές top λίστες για το 2014!
Το ομότιτλο τραγούδι είναι απλά εκπληκτικό! Πιασάρικο με μια απίστευτη μελωδία και ένα ρεφραινάκι που θα το σιγοτραγουδάτε για μέρες!! Το "Magical Feeling" 'μυρίζει' Def Leppard από χιλιόμετρα μακριά, ενώ στο "Don't Let It End" έχουμε να κάνουμε με ένα ακόμη μαγικό άσμα μέσα από την νέα τους κυκλοφορία! Συνέχεια με το "Midnight Runner" να γεμίζει με όμορφες AOR μελωδίες και το " Dancing With Danger" είναι ακόμη ένα πολύ δυνατό τραγούδι!
Σίγουρα το "Double Agent" αποτελεί ακόμη ένα highlight στην σύγχρονη μελωδική hard rock σκηνή, δεν υπάρχει αμφιβολία γι 'αυτό! Όπως ήδη ανάφερα παραπάνω, οι Miss Behaviour βάζουν καρδιά, ψυχή και τσαμπουκά σε αυτόν τον νέο δίσκο τους και η ανταμοιβή τους θα είναι να ανέβουν μια κατηγορία πάνω …και γιατί όχι να σταθούν ισάξια στις ‘μεγάλες’ μπάντες του σήμερα!!
 
Βασίλης Χασιρτζόγλου

Red Zone Rider: “Red Zone Rider”


Το τελευταίο καιρό έχει παραγίνει το κακό με τα “στημένα” super groups που ανακοινώνονται σωρηδόν από διάφορες δισκογραφικές εταιρίες με κυρίαρχο συνήθως σκοπ,ό καλλιτέχνες και μουσικοί που έχουν μία κάμψη στην καριέρα τους να κερδίσουν μερικά χρήματα παραπάνω φτιάχνοντας μέτριους δίσκους.

 Οι Red Zone Rider μπορεί να ανήκουν στην παραπάνω κατηγορία του ενός δίσκου ή της “αρπαχτής” αλλά  ευτυχώς το ομότιτλο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν πρόσφατα από την Magna Carta Records (η οποία έχει σχεδόν πάντα ποιοτικές κυκλοφορίες) είναι ένας πραγματικός Bluesy hard rock δυναμίτης με την παραγωγή του Mike Varney να ανεβάζει ακόμα πιο πολύ το συνολικό αποτέλεσμα.
Το σούπερ project των Red Zone Rider αποτελείται από τον εξαιρετικό κιθαρίστα Vinnie Moore (UFO), τον πολύπειρο τραγουδιστή Kelly Keeling (Baton Rouge, MSG, George Lynch)  και τον ντράμερ Scot Coogan (Lita Ford, Ace Frehley, Brides Of Destruction).
Ακούγοντας το άλμπουμ από τα πρώτα κομμάτια παίρνεις μία γερή δόση από  Led Zeppelin, οι οποίοι νομίζεις ότι τζαμάρουν  στην ίδια σκηνή μαζί με τους Cream ενώ ξυπνούν μνήμες  όχι μόνο από τα  seventies  αλλά και από σχετικά πιο σύγχρονους hard rock heroes (βλέπε Badlands).
To Hell No που ξεκινά το άλμπουμ είναι ένα εκρηκτικό μίγμα από το Black Dog (Led Zeppelin) με το “Hush” των Deep Purple. Ακολουθεί  το  “By The Rainbow's End όπου σαρώνει με την κιθάρα του, ο  Vinnie Moore ενώ το ρεφρέν  είναι πιο μελωδικό σε σημείο που να θυμίζει Scorpions εποχής U.J.Roth. Η heavy blues ευδαιμονία συνεχίζεται με το House Of Light αφού νομίζεις ότι έρχεται απευθείας από τις αρχές των ’70  λες και η μπάντα έχει διασκευάσει σύνθεση του Jack Bruce των Cream ενώ και το “The Hand That Feeds You” έχει ρίζες από αυτή την μεγάλη μπάντα
 Το αργόσυρτο “Cloud Of Dreams” και το ημιμπαλαντοειδή “Obvious” αποτελούν τις πιο φορτισμένες στιγμές του δίσκου  με τον Kelly Keeling να κάνει ρεσιτάλ ερμηνείας αφού η φωνή του ακούγεται  φλογερή και παθιασμένη  σε σημείο να θυμίζει David Coverdale. To Never Trust A Woman μπορεί να περιέχει έναν τίτλο που όλοι οι άντρες έχουμε πει σε στιγμές θυμού και απόρριψης αλλά μουσικά περιέχει απίθανα κιθαριστικά slides και κινείται καθαρά σε ρυθμούς Jimmy Page. To Hit The Road φέρνει λιγάκι από το “Crosstown Traffic” του μακαρίτη Jimi Hendrix με aor ρεφρέν ενώ στο ίδιο πνεύμα είναι περίπου και  το χίπικο Save It”.
To There's A Knowing είναι μία blues hard rock πανδαισία (με ολίγον Uriah Heep) με τον Kelly Keeling να καταθέτει ψυχή και λαρύγγια! O δίσκος κλείνει με το “Count's 77” όπου ο Vinnie Moore ίσως είναι από τους ελάχιστους κιθαρίστες που γνωρίζει να συνδυάζει την δεξιοτεχνία, την ταχύτητα με την εξυπνάδα και το feeling.
Παρότι λοιπόν τα σούπερ project  των τελευταίων ετών “μυρίζουν” κέρδος και προχειρότητα, οι Red Zone Rider διαψεύδουν  πανηγυρικά όλους εμάς τους καχύποπτους κριτικούς και πραγματικά το απολαμβάνω διότι εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν από τους κορυφαίους δίσκους της χρονιάς. Eπενδύστε άφοβα και άμεσα…

Φώτης Μελέτης

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...