Τετάρτη 10 Ιουλίου 2019

Bruce Springsteen: "Western Stars"



Πλησιάζοντας ολοταχώς στο κατώφλι της συμπλήρωσης των 70 του χρόνων, σύνορο αδιανόητο μέχρι πριν μια δεκαετία για τους ρόκερ πρώτης και δεύτερης γενιάς, ο Springsteen καλοδέχεται με νηφαλιότητα το συναπάντημα με την βιολογική του ηλικία. Όχι όμως αναπολώντας ή μιμούμενος θριάμβους, αλλά αποστάζοντας αυτό που πραγματικά είναι:


O τελευταίος λαϊκός ήρωας της αμερικάνικης μουσικής.
Τον βηματισμό στα μονοπάτια της μουσικής παράδοσης της folk και της country, συνοδευόμενο με μια τάση για απέριττη έκφραση, επέλεξαν και οι μεγαλύτεροί του: Dylan, Neil Young, Van Morrison, ακόμη και ο τρεις μήνες μικρότερός του Tom Waits. Όμως, λόγω καταβολών, ηχοχρώματος ή και τρόπου ζωής, κανείς τους δεν το έχει επιχειρήσει με τέτοια κινηματογραφική ποιότητα  - αυτή την κουβαλάει σήμερα μόνον ο Springsteen. Ο οποίος, διαχειριζόμενος ακόμη και την φυσική κόπωση που φέρνει η ηλικία με μια κατασταλαγμένη αισθαντικότητα που όμως στην περίπτωσή του δεν έχει ηλικία, μας παίρνει μαζί του σ’ ένα ταξίδι στοιχημένο με την πραγματική του κατάσταση, την τωρινή του ματιά. Μια ματιά που δεν υπολείπεται καθόλου σε έμπνευση.
Ο Springsteen εξακολουθεί να ελκύεται απ’ αυτό το «καθ’ οδόν» που περιγράφει ως διέξοδο, καταφύγιο ή και αποδραστικό αυτοσκοπό σε όλη του την καρριέρα. Η διαδρομή είναι αυτή τη φορά η αχανής, ακροθιγώς γεωγραφούμενη, παραμυθογέννα αμερικάνικη δύση, κυρίως οι υποφωτισμένες γωνιές της. Αυτές στεγάζουν τους χαρακτήρες, τις σκηνές και τα συναισθήματα που αναπνέουν σε καθεμιά από τις 13 μουσικές ιστορίες αυτού του δίσκου. Ερημικές λεωφόροι, ξεχασμένα μπαρ, σαράβαλα αμάξια, έρωτες - φαντάσματα, άνθρωποι που αναζητούν τελευταίες ευκαιρίες, που ζουν γείτονες με την απόγνωση και την απώλεια, διατηρώντας πεισματικά την ελπίδα και το όνειρο ζωντανό. Η δια στόματος Springsteen περιήγηση δεν είναι προβλέψιμη ούτε ασφαλής. Είναι όμως απελευθερωμένη από εξωραϊσμούς και βολικά happy end. Είναι ελλειπτική και περιεκτική συγχρόνως, γιατί αναφέρει μόνο τις λεπτομέρειες που αξίζει να διασωθούν.
Το άλμπουμ είναι σα να περίμενε την κατάλληλη χρονική στιγμή για να προκύψει μέσα από ορισμένες ιδέες του “Working OnA Dream” και των ενορχηστρώσεων του “High Hopes”. Κόρνα, φαγκότα, όμποε, τρομπέτες και έγχορδα αναβαθμίζουν το συναισθηματικό φορτίο κάθε τραγουδιού, το οποίο είναι μαστορεμένο για τέτοιες μουσικές υποδοχές. Πάνω από είκοσι μουσικοί συμμετέχουν – η μόνη από την EStreet Band η Patti Scialfa – ενώ την παραγωγή συνυπογράφει ο ίδιος ο Bruce με τον Ron Aniello και η ηχοληψία πιστώνεται σε by Rob Lebret, Ross Petersen, Toby Scott και Ron Aniello.
Το ταξίδι ξεκινά με το Hitch Hikin’”, όπου ο Bruceπαίζοντας banjo ξεκινά την εικονογράφηση : μια souped up Ford του ’72, τηλεγραφόξυλα να περνούν μπροστά απ’ τα μάτια του hitch-hicker, ταξίδι ολοήμερο κι ολονύχτιο, διαρκές. “Family man gives me a ride - Got his pregnant Sally at his side - Yes indeed, sir, children are a gift - Thank you kindly for the lift”.  Το ταξίδι του Springsteen δεν είναι αυτοσκοπός, δεν έχει να κάνει με την ποιητική νεύρωση του ανέστιου, είναι η φυσική κατάσταση ενός παρατηρητή που τριγυρνά για να ζει και στην πορεία γίνεται καλύτερος: πιο εμβριθής.
Στο travellingstomp του The Wayfarer, ανοίγει έναν διάλογο μ’ όσα απέφυγε – με τη γλυκιά, αποπνικτική λήθη της επανάληψης στην ζωή της μικρής του πόλης – μόνο και μόνο για να μπορεί έκτοτε να τ’ αντικρύζει στην πραγματική τους διάσταση. Τhe sweet streets of home - where kindness falls and your heart calls for a permanent place of your own”, “When everyone's asleep and the midnight bells sound - My wheels are hissing up the highway, spinning 'round and 'round”. Όταν στα μισά μπαίνει η full μπάντα πνευστών κι εγχόρδων, ανοίγονται πράγματι πεδιάδες και φωτισμένοι ουρανοί με φευγάτα σύννεφα, όπως στο εξώφυλλο.
Το Tucson Train εκτυλίσσεται σαν ταξιδιωτικό διήγημα που απλώνει τις σελίδες του με σιγουριά, σαν το “The Straight Story” του David Lynch, όπου η διαδρομή είναι η ύστατη κατάθεση. “We fought hard over nothing - We fought till nothing remained - I've carried that nothing for a long time - Now I carry my operator's license - And spend my days just running this crane”, “When a little peace would make everything right - If I could just turn off my brain”. Καθώς τα βιολιά πλαισιώνουν τη σκέψη με μια επαναλαμβανόμενη μελωδία, σαν από ξεχασμένη τηλεοπτική σειρά του ’60, αποκαλύπτεται ένα ακόμη κεφάλαιο της αντίληψης για τη ζωή μακριά από την πρώτη γραμμή της πόλης. Είτε απηχεί κάποιο συμβιβασμό με την ήττα των σκοπών, είτε περιγράφει το καταφύγιο ενός παραιτησία, η μόνη λύτρωση, έπαθλο, σωτηρία παραμένει ο έρωτας.
Το βίντεο κλιπ του “Western Stars” βρίσκει τον ήρωα μοναχικό στο μπαρ, να ξετυλίγει έναν από τους πιο Tom Waitsιώδεις στίχους του (“A coyote with someone's Chihuahua in its teeth skitters 'cross my veranda in the night - Some lost sheep from Oklahoma sips her Mojito down at the Whiskey Bar - Smiles and says she thinks she remembers me from that commercial with the credit card”).
Πρόσωπο με πρόσωπο με τον καθρέφτη, για πρώτη φορά αναμετρώμενος με το πέρασμα του χρόνου, κουρασμένος στο βολάν, με stetson καπέλο σε περισυλλογή, αποκοιμισμένος με την κιθάρα στα χέρια – σκεπτικός στο πρώτο φως της αυγής. Μονολογεί ένας στάντμαν (το alter ego του διάσημου αφηγητή επανακάμπτει στο Drive Fast [The Stuntman]”), κάποιος που είδε κι άγγιξε τους μεγάλους σταρ και λαχταρά μια τελευταία λάμψη, καθώς μια αέρινη ανεβαστική τοιχαρχία από έγχορδα υπογραμμίζει τη νόστο για τα ανεπιστρεπτί περασμένα.


To καρμικό σκηνικό της δύσης, με το ξεχασμένο σε κάποια γωνιά της ερήμου – του ίδιου του χρόνου; - καφέ, ζωντανεύει υπό country ήχους στο Sleepy Joes Café”, καθώς η ιστορία του Joe συνοψίζεται στο “see you out on the floor and Monday morning is a million miles away” με τη βεβαιότητα ότι ταπεινοί έχουν βρει τις απαντήσεις για τη μακροημέρευση. Στο “Chasin’ Wild Horses” η ορχηστρική ανάταση και πάλι εκεί (“Ever since I was a kid - Tryin' to keep my temper down is like - Chasin' wild horses”), σε αντίστιξη με το σύντομο, σπαρακτικό απολογισμό του “Somewhere North of Nashville”.
Το πιάνο του Matt Rollings στην εισαγωγή οδηγεί σ’ ένα υποβλητικό “Sundown”(“When summer's through, you'll come around - That little voice in my head's all that keeps me from sinking down - Come Sundown”), ενώ το “Hello Sunshine” θα’ λεγε κανείς ότι περνάει κάτι από το “Everybody’s Talkin’” του Harry Nilsson μέσα από τον Jimmy Webb. Τα up-tempo «σκουπάκια» του Matt Chamberlain κάνουν τη διαφορά απέναντι στο τρυφερό πιάνο του Rollings και την έτοιμη να δακρύσει από συγκίνηση ξαπλωτή slideτου Marc Muller. Ακόμη κι αυτό το φαινομενικά πιο ευθύ και αισιόδοξο απόσπασμα του δίσκου – γι΄αυτό ίσως και επιλέχθηκε σαν πρώτο single – έχει στα έγκατά του μια υπόκωφη ένταση, ίσα για να υπενθυμίζει ότι η ηλιαχτίδα ευτυχίας, ως ηλιαχτίδα, είναι εκ φύσεως φευγαλέα.
Στο Stones ο πρωταγωνιστής ξυπνά με το στόμα «γεμάτο πέτρες» - με πίκρα από την απιστία, τον παραλογισμό, την αχαριστία - και πάει να σταθεί όρθιος γνωρίζοντας τη ρίζα του κακού (“its only the lies you told me”). Η φωνή του Springsteen ντύνεται την "καου-μπόϋ" προφορά του εδώ κι εκεί, όταν και όπου το απαιτεί ο ρόλος, ενώ σε άλλα σημεία μας επιφυλάσσει μεγάλα, ευπρόσδεκτα ανοίγματα (“The Wayfarer”), στιβαρότητα απέναντι στο πλούσιο ορχηστρικό υπόβαθρο (“Sundown”), ακόμη και αυτό το δικό του (το «σαν») φαλσέττο, όπως στο “There Goes My Miracle”, όπου έρχεται κατακυριευτής ο Σπεκτορικός τοίχος από έγχορδα, εισχωρεί σε κάθε πόρο και ανοίγει χώρο για μια φωνητική ερμηνεία που κάνει την ψυχή συντρίμμια. Στο “Moonlight Motel”, ο αφηγητής αποκαμωμένος πίνει μόνος στο parking του στοιχειωμένου ξενώνα που έχει στεγάσει τόσες ασήκωτα ωραίες στιγμές, ανήμπορος να φέρει το χρόνο πίσω.
“She was boarded up and gone like an old summer song - Nothing but an empty shell - I pulled in and stopped into my old spot - I pulled a bottle of Jack out of a paper bag - Poured one for me and one for you as well - Then it was one more shot poured out onto the parking lot - To the Moonlight Motel”.
Η νεανική του εμμονή στη λεπτομέρεια και την ακατάσχετη ονοματοδοσία του “Greetings From Asbury Park” κοντεύει μισόν αιώνα μακριά, όμως η άγρυπνη ματιά είναι εκεί, το ίδιο εκφραστική, όμως πιο μεστή και διαυγής. Οι αδροί χαρακτήρες του “Western Stars”, φωτίζονται καθώς ολοκληρώνουν ή αφότου έχουν ήδη ολοκληρώσει ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι. Κάποιοι τσαλακωμένοι από τη φενάκη ενός πολύβουου, άτεγκτου κόσμου, άλλοι προσπαθώντας να συγκολλήσουν ξανά τα απομεινάρια που άφησαν πίσω τους οι μέρες εκείνες όταν με τη ρώμη της νεότητας διεκδικούσαν όλη τη δόξα, αυτές που δεν μπορούν ξαναρθούν. Κάθε τραγούδι είναι δεμένο με τη διαδρομή, είτε με μια πολύτιμη, παρατεινόμενη από ανάγκη ή από επιλογή στάση της. Πιο συχνά με την λαχτάρα για επιστροφή στην πιο οικεία και γόνιμη ουσία:
τη θέρμη της χωρίς φίλτρα ανθρώπινης επαφής.
Ο Springsteen, ακόμη θηρευτής αυτής της ουσίας, με επίγνωση για το χρόνο που έχει κατά το μεγαλύτερο μέρος του περάσει, μας ποτίζει με μια μουσική που περιέχει την έντονη γεύση της βιωμένης ποίησης. Αυτός, που μεγάλωσε ο ίδιος και μεγάλωσε και μας με την κάψα της αναχώρησης και τράφηκε μαζί μας με τα όνειρα που μπορούμε όλοι να δούμε μπροστά στα μάτια μας, αν μάθουμε να προσέχουμε καλά.
Τον έρωτα, τη συντροφικότητα, τη φιλία, την ανθρωπιά, το να διεκδικείς κάθε λεπτό της ζωής σα νά’ χεις μόλις γεννηθεί.
Πολύ δύσκολα δε θα είναι το πιο σημαντικό άλμπουμ της χρονιάς.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...