Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

Neil Young: "Storytone"

Δεν είναι καινούριο. Ο Neil Young δισκογραφεί εδώ και μισό
αιώνα με αποκλειστικό κριτήριο το τί έχει στο μυαλό του να κάνει κάθε φορά. Όσο περνούν τα χρόνια, αφού έχει επαναπροσδιορίσει τον όρο «επιτυχία» καμιά δεκαριά φορές και έχει γίνει σηματωρός του λεγόμενου "organic" ήχου για τελευταία φορά πριν από 25 χρόνια με κείνο το σαρωτικό "Freedom" (1989), όλο και λιγώτερο νοιάζεται για διαστάσεις της βιομηχανίες όπως «προώθηση», «παραγωγή», «προσβασιμότητα», ή «ακροατήριο».



Εδώ, στα 70 του, μας σερβίρει δύο άλμπουμ, ή μάλλον ένα άλμπουμ - αντικατοπτρισμό. 10 κομμάτια τα οποία παρουσιάζονται στον πρώτο δίσκο σε ακουστικές εκτελέσεις (μόνο φωνή και κιθάρα, κάποια με πιάνο ή με φυσαρμόνικα) και στον δεύτερο σε εκτελέσεις με ορχήστρα (μόνο δύο απ΄αυτά έχουν πίσω τους ηλεκτρική μπάντα και ένα μία πραγματική Big Band), με το ίδιο tracklist (σε κάποιες εκδοχές, πρώτος έρχεται ο δίσκος με τις ορχηστρικές εκτελέσεις). Αν και με μια πρώτη ακρόαση διερωτάται κανείς γιατί μια «μονή» επιλογή των καλύτερων εκτελέσεων δεν ήταν αρκετή για τον Young, η απάντηση έρχεται μόνη της. Γιατί, ως συνήθως, όπως και σε πολλούς δίσκους του, η απάντηση είναι κάτω απ΄τη μύτη μας. Αυτή είναι η εμβάθυνσή του στο μουσικό υλικό με το οποίο καταγίνεται τη συγκεκριμένη περίοδο, αυτή είναι η πρότασή του.
Δείτε, μας λέει, τις δυνατότητες μιας διαφορετικής ενορχήστρωσης.

Αυτό είναι και το κλειδί του "Storytone". Η ιστορία παραμένει η ίδια, αλλάζει όμως ο τόνος της αφήγησης, καθώς αλλάζει εντελώς η ενορχήστρωση.

Ανάμεσα στα τραγούδια υπάρχουν τραγούδια διαμαρτυρίας (το οικολογικό "Who's Gonna Stand Up"), μικρές ωδές στη μηχανοκίνητη διαφυγή ("I Want To Drive My Car") και ερωτικά τραγούδια ("Glimmer" , "Tumbleweed", "I'm Glad I Found You", "When I Watch You Sleeping"). Ας μη γελιόμαστε, ποιόν 70άρη δεν θα ανανέωνε η 55χρονη γοργόνα Daryll Hanna (το σάϋμποργκ του Blade Runner, η Ρωξάνη του ΄87, η αναλώσιμη θεά του Gordon Gekko,  η μονόφθαλμη "Elle Driver" του Kill Bill), τωρινή σύντροφος του Καναδού τροβαδούρου;

Εάν οι εκτελέσεις του πρώτου δίσκου (που επιγράφονται "solo") ακούγονται βαρέως «προσωπικές», με την χωρίς ηλικία τενόρο φωνή του Young να τον μεταμφιέζει σ΄έναν καλοδιάθετα ρομαντικό Johnny Cash, οι ορχηστρικές εκτελέσεις είναι μια ευχάριστη έκπληξη, καθώς μεταμορφώνουν τα κομμάτια σε ένα διαφορετικής διάθεσης soundtrack.
Το "Who's Gonna Stand Up" γίνεται συμφωνικό, το "Glimmer" ένα ατόφιο κινηματογραφικό έπος νοσταλγίας, τα "I Want to Drive My Car", "Say Hello To Chicago" και "Like You Used To" απολαυστικές big blues blues γιορτές με πνευστά να κυριαρχούν, ενώ, στον αντίποδα, το "Tumbleweed" βαλσάρει σε σχέση με την απογυμνωμένη - μόνο με φωνή και ukulele- εκδοχή του.
Οι μικρές ηλικίες του rock -πιθανόν δικαίως- θα το θεωρήσουν «κλιμακτηριακό» και θα προσπεράσουν. Όντως, υπάρχουν καιροί και εποχές που σε κάνουν να υποδέχεσαι διαφορετικά ένα τέτοιο άκουσμα Όμως η αλήθεια είναι ότι και στις δύο πλευρές αυτού του άλμπουμ - καθρέφτη εξακολουθεί να λάμπει ο ίδιος ο δημουργός του.
Γιατί, παρ΄ότι στα ορχηστρικά πράγματι αποτυπώνεται η αργή, μελωδική, σιγουριά ενός γηραιού σοφού, την ίδια στιγμή, οι απογυμνωμένες εκτελέσεις των ίδιων τραγουδιών μας θυμίζουν ότι ο
Neil Young δεν χρειάζεται τίποτε παραπάνω από ένα πηγαίο, δικό του τραγούδι, μια κιθάρα και μια φυσαρμόνικα για να περισυλλέξει συναισθήματα από ακροατές κάθε ηλικίας.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...