Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Giant: Όταν οι μελωδικοί γίγαντες ροκάρουν

Πολλοί από εμάς λατρεύουμε το άλμπουμ “1987” των Whitesnake για πολλούς και διάφορους λόγους που δεν είναι της παρούσης να τους αναλύσουμε άλλωστε το έχει κάνει με απίθανο τρόπο ο συνεργάτης μας Παναγιώτης Παπαϊωάννου στην στήλη του με τίτλο "To Be A Rock And Not To Roll".
Σε εκείνο το θρυλικό άλμπουμ όπου είχαν γίνει μαλλιά κουβάρια σχεδόν όλοι με όλους κρύβεται μία τελείως διαφορετική ιστορία δύο session μουσικών που όταν “κόλλαγε” το πράμα έβαζαν την πείρα τους  κάτω από τις εντολές της δισκογραφικής εταιρίας που πλήρωνε αδρά και ηχογραφούσαν για λογαριασμό άλλων ώστε να ολοκληρωθεί ότι είχαν αφήσει στην μέση τα κυρίως μέλη. H ιστορία έγραψε ότι ο Dann Huff είναι ο κιθαρίστας της USA radio εκτέλεσης του "Here I go Again" ενώ ο ίδιος είχε ήδη παίξει σε αμετρητα sessions σπουδαίων καλλιτεχνών (Joe Cocker, Amay Grant, Bob Seger, Barbra Streisand, Chaka Khan) μέχρι να σχηματίσει τους Giant.
Εκεί λοιπόν στα στούντιο που ηχογραφήθηκε το "1987" συναντήθηκαν οι δύο πολύ σπουδαίοι session μουσικοί,  Dann Huff και Alan Pasqua και αφού αντάλλαξαν τηλέφωνα και διευθύνσεις έβαλαν σκοπό μόλις τελειώσουν τις υποχρεώσεις τους να βάλουν μπροστά το δικό τους σχήμα.
Το 1988  είχαν καταλήξει τι ακριβώς αναζητούσαν οπότε βρήκαν και τους υπόλοιπους που θα τους πλαισιώνουν. Αρχικά με τον αδελφό του Dann, τον  ντράμερ David Huff με τον οποίο έπαιζαν μαζί στο θαυμάσιο χριστιανικό ροκ συγκρότημα των White Heart και το παζλ συμπληρώθηκε με τον  μπασίστα Mike Brignardelllo που συνεργαζόταν κυρίως με σπουδαίους κάντρυ καλλιτέχνες.
 

Για καιρό έψαχναν να αναλάβει κάποιος τα κυρίως φωνητικά με τον Tom Kelly να είναι στα υπόψην αλλά μάταια. Τελικά πείσθηκε με την προτροπή των υπολοίπων ο Dann Huff να γίνει ο βασικός τραγουδιστής των Giant και παράλληλα να είναικαι ο βασικός κιθαρίστας της μπάντας.
Τους Giant βοηθά ο διάσημος παραγωγός Keith Olsen να κλείσουν κάποιο συμβόλαιο, και τελικά τα καταφέρνουν μέσω του Bud Prayer, μάνατζερ- τότε- των Bad Company με την Βρετανική δισκογραφική εταιρία Α&Μ.
Μετακομίζουν στην Αγγλία για τις ηχογραφήσεις του ντεμπούτου τους άλμπουμ με τίτλο Last of the Runways” που κυκλοφορεί στα τέλη Αυγούστου του 1989 υπό την καθοδήγηση στην παραγωγή του Terry Thomas πρώην τραγουδιστή και κιθαρίστα των Charlie. Tα γεμάτα πάθος φωνητικά του Dann Huff , τα αιχμηρά κιθαριστικά σόλο, τα βελούδινα πλήκτρα καi οι όμορφες μελωδίες είναι η βασική συνταγή των Giant.



To Last of the Runways” ξεκινά με ένα καταιγιστικό κιθαριστικό σόλο που μας εισάγει στο "I'm a Believer”. Mία aor-hard rock σύνθεση με το ρεφρέν να σε κολλάει στον τοίχο όπως και το επίσης υπέροχο "Innocent Days" που συνεχίζει στο ίδιο υπέροχο μελωδικό μοτίβο.
Όλα τα όργανα ισορροπούν  αρμονικά με τις ερμηνείες να εξελίσσουν τον melodic hard rock/aor ενώ παράλληλα οι κιθάρες είναι τόσο προσεγμένες που όσο τις ακούς άλλο τόσο σε εντυπωσιάζουν με την αρτιότητα τους.
Το αργόσυρτο "I Can't Get Close Enough" ακούγεται ογκώδες και επικό με εξαιρετική ενορχήστρωση  και η μπαλάντα I'll See You in My Dreams είναι από τις καλύτερες που έχει γράψει ροκ σχήμα και καταφέρνει να φτάσει ως το νο 20 των αμερικάνικων τσαρτ. Το "No Way Out" έχει ένα blues/funky στυλ ενώ το Shake Me Up" έχε αυτό το κλασσικό ξεσηκωτικό arena/rock ύφος.
Το "It Takes Two" είναι από τις πιο γοητευτικές συνθέσεις του άλμπουμ που ξεκινά ήρεμα αλλά εναλλάσσει τις ταχύτητες σε aor ημιμπαλαντοειδές φόρμες. Το “Stranger To Me” είναι μία επιβλητική αργόσυρτη hard rock σε blues ύφος σύνθεση, όπου κυριαρχούν τα πλήκτρα του Alan Pasqua.
Το "Hold Back the Night" έχει το απόλυτο μελωδικό ρεφρέν από εκείνα που σε κάνουν να λατρεύεις τα '80ς, σε αντίθεση με την μέτρια  μπαλάντα "Love Welcome Home ενώ ο δίσκος κλείνει με το "The Big Pitch", μία δυνατή party-rock σύνθεση.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι τις περισσότερες συνθέσεις τις συνυπογράφει και ο Mark Spiro που έχει συνεργαστεί με καλλιτέχνες όπως ο Steve Perry, David Lee Roth, Rick Springfield και με πολλούς άλλους.
Οι Giant καταφέρνουν με το ντεμπούτο τους να κάνουν την αίσθηση που επιθυμούσαν και το παράδοξο ήταν ότι ήταν πιο αποδεκτοί στο Ηνωμένο Βασίλειο από ότι στις ΗΠΑ. Άλλωστε και οι πιο πετυχημένες live εμφανίσεις τους ήταν στην Ευρώπη κάτι που τους εξασφάλισε και την μεταγραφή τους σε μεγαλύτερη εταιρία την Epic Records στην οποία θα κυκλοφορούσαν το δεύτερο στούντιο άλμπουμ τους. άξιο αναφορά είναι ότι στην τουρνέ που ακολούθησε συμμετείχε ως δεύτερος κιθαρίστας ο Mark Oakley.


 

Στις 31 Μαρτίου του 1992 οι Giant κυκλοφορούν το "Time to Burn" με τον πληκτρά Alan Pasqua να έχει ορισμένες διαφωνίες για τις νέες συνθέσεις αλλά αυτές ξεπεράστηκαν μιας και ανήκαν πλέον σε νέα δισκογραφική εταιρία και έπρεπε να αρπάξουν την ευκαιρία που τους δόθηκε.
Για τα νέα κομμάτια του άλμπουμ εκτός από τα κυρίως μέλη, επιστρατεύονται δύο πετυχημένοι συνθέτες ο Καναδός Jim Vallance και ο Αμερικανός Van Stephenson ενώ στην παραγωγή είναι ξανά ο Terry Thomas.
To "Time to Burn" συνεχίζει με έμπνευση και δημιουργικότητα εκεί που σταμάτησε ο πρώτος δίσκος της μπάντας και φέρνει αρκετά ο ήχος σε συγκροτήματα όπως οι Foreigner,  Bad English και Loverboy.
Ο δίσκος ξεκινά με το φωνακλάδικο "Thunder and Lightning" και συνεχίζει με το φανταστικό "Chained" που ξεκινά αργά και εξελίσσεται σε μία hard rock/melodic βόμβα με το ρεφρέν να το απογειώνει.



Ακολουθούν τα "Lay It on the Line" και το αριστουργηματικό "Stay" με τις κιθάρες και τις ερμηνείες του Dann Huff να είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο. Η μπαλάντα "Lost in Paradise" είναι απλά υπέροχη και το ομότιτλο κομμάτι κινείται σε ταχύτητες ανάμεσα σε Mr. Big και Van Halen με ένα φονικό κιθαριστικό σόλο!
Το "I'll Be There (When It's Over)" σε παραπέμπει στις χρυσές μέρες του Bryan Adams και αυτό μάλλον οφείλεται ότι την σύνθεση υπογράφει o Jim Vallance.
Ακολουθούν τα "Save me Tonight" και "Without You" σε φουλ aor-αδικη διάθεση και το  άλμπουμ κλείνει με την υπέροχη μπαλάντα "Now Until Forever" και το ροκέ "Get Used to It".
Δυστυχώς το Time to Burn” δεν πάει καθόλου καλά εμπορικά και η μπάντα ουσιαστικά διαλύεται αφού προηγήθηκε μία μεγάλη τουρνέ χωρίς όμως να συμμετέχει ο Alan Pasqua που είχε δείξει εξ αρχής τις διαφωνίες του  ενώ την  χαριστική βολή έδωσε και η επικράτηση της grunge rock σκηνής.
Στα χρόνια που ακολούθησαν και πριν την επανασύνδεση του 2010, ο ηγέτης των Giant, Dan Huff, έγινε  από τους πιο περιζήτητους παραγωγούς, του είδους, δουλεύοντας στη rock, heavy metal, pop και country μουσική με αμέτρητους καλλιτέχνες συμπεριλαμβανομένων των Faith Hill, Shania Twain, Megadeth, Faith Hill, Madonna και Bon Jovi.
 


Το 2001 η μπάντα επιστρέφει στην δισκογραφία με το τρίτο στούντιο άλμπουμ της, με τον κλασσικό τίτλο "III".  Τίτλος ο οποίος είχε διπλό συμβολικό χαρακτήρα μιας και ήταν το τρίτο στούντιο άλμπουμ που κυκλοφορούσαν αλλά είχαν απομείνει τρία από τα αρχικά μέλη διότι είχε αποχωρήσει οριστικά ο Alan Pasqua που ακολούθησε μία jazz μουσική πορεία.

                      Επανασύνδεση και τέλος
Είχαν προηγηθεί δύο χρόνια επαγγελματικών ραντεβού και συζητήσεων με την Frontiers Records στο Σικάγο, η οποία τότε είχε αρχίσει την ανοδική της πορεία της ως η νέα δισκογραφική που στηρίζει τον melodic/hard/rock/aor ήχο. Οι υπεύθυνοι της Frontiers έδειξαν πως ήθελαν πάρα πολύ να επιστρέψουν δισκογραφικά οι "μελωδικοί γίγαντες" και κατόρθωσαν να πείσουν τους GIANT να κυκλοφορήσουν το πολυπόθητο τρίτο άλμπουμ τους.
Ο δίσκος τελικά κυκλοφορεί το 2001 και κινείται στα γνωστά μελωδικά μονοπάτια της αμερικάνικης μπάντας, με τις κιθάρες  να σαρώνουν, τις μελωδικές γραμμές να εντυπωσιάζουν και τις ερμηνείες να είναι θειικές.
Ο δίσκος ξεκινά με ένα μικρό καταιγιστικό κιθαριστικό σόλο υπό τον τίτλο “Combustion”  που μας "ζεσταίνει" χωρίς υπερβολές για την φανταστική epic/aor σύνθεση με τίτλο “ You Will Be Mine” επιπρόσθετα κάτι ανάλογο συμβαίνει με το “Over You” όπου το κιθαριστικό σόλο μαζί με το ρεφρέν «τα σπάνε» κυριολεκτικά.
Ακολουθεί η όμορφη μπαλάντα “Don't Leave Me In Love και το μελωδικό “Love Can't Help You Now” με την ερμηνεία του Dann Huff να είναι άκρως παθιασμένη. Και στις δύο παραπάνω συνθέσεις η παρουσία του Mark Spiro για ακόμη μία φορά είναι πολύ έντονη.
Έπεται το  δυναμικό The Sky Is The Limit” και η μπαλάντα “It's Not The End Of The World όπου εδώ η συνθετική βοήθεια του Van Stephenson είναι εμφανής. Ακολουθούν τα Oh Yeah”  σε ύφος Bad Company και ακόμη μία μπαλάντα, με τίτλοCan't Let Go”.
Ο δίσκος κλείνει, με μία εκρηκτική διασκευή στο “Bad Case of Loving You (Doctor, Doctor)” του Moon Martin πρωτοτραγουδισμένη από τον Robert Palmer.



Το άλμπουμ παρά τις θετικές κριτικές δεν έφερε και την ανάλογη συνέχεια στο γκρουπ αφού οι “δουλειές” του Dann  Huff είχαν ανοιχτεί πάρα πολύ και ήταν περιζήτητος τόσο σαν παραγωγός όσο και σαν μουσικός και φυσικά τα χρηματικά ποσά που απολάμβανε ήταν αρκετά μεγάλα. Oπότε ο χρόνος του σπουδαίου μουσικού, παρέμεινε περιορισμένος για να ασχοληθεί όπως πρέπει για την προώθηση των Giant σε όλα τα επίπεδα.
Η απραξία των Giant κράτησε σχεδόν μία δεκαετία και το 2010 αποφασίζουν να κυκλοφορήσουν το "Promise Land", αυτή την φορά χωρίς την παρουσία του ηγέτη των Giant, Dann Huff.
Βέβαια ο ίδιος είχε φροντίσει να γράψει επτά κομμάτια για το τέταρτο άλμπουμ ενώ συμμετέχει σε δύο συνθέσεις παίζοντας τα κιθαριστικά σόλα.
Τα φωνητικά του Promise Land έχει αναλάβει ο αξιόλογος Terry Brock (Le Roux, Phantom's Opera, The Sign, Slamer, Strangeways) και τις κιθάρες ο John Roth (Winger, Black Oak Arkansas ) αλλά και συνθέτης μαζί με τον  Jimi Jamison (Survivor) του κομματιού Rock Hardτης περίφημης τηλεοπτικής σειρά  Baywatch.
Η αγωνία των οπαδών για το πώς θα ακούγεται το Promise Land ήταν έντονη αλλά ευτυχώς το άλμπουμ ήταν αντάξιο της μικρής αλλά σημαντικής πορείας του γκρουπ.
Το ξεκίνημα  του άλμπουμ ήταν στο ύφος που λατρέψαμε τους Giant, με την εξαιρετική σύνθεση “Believer” που την υπογράφει ο ταλαντούχος Σουηδός Erik Mårtensson (Eclipse, W.E.T.) με τον Robert Säll (Work of Art, W.E.T.) ενώ εδώ σολάρει ο ίδιος ο Dann Huff.
Aκολουθεί το ομότιτλο κομμάτι σε μία πλήρως aor ατμόσφαιρα με την συνέχεια να είναι πιο δυναμική. Το melodic hard rock, “Νever Surrendere” έχει καθαρά με χριστιανικές στιχουργικές αναφορές και εκπληκτικό κιθαριστικό σόλο.
Η συνέχεια ανήκει στην υπέροχη μπαλάντα “Our Love” ισάξια με άλλες κλασσικές συνθέσεις ανάλογων σχημάτων ενώ το “Prisoner Of Love πατάει πάνω σε blues/aor φόρμες.
To “Two Worlds Collide” κινείται στα ίδια μελωδικά μονοπάτια και στο “Plenty Of Love” νομίζεις ότι ακούς την κιθάρα του Joe Satriani.
Τα Through My Eyes” και “Dying To See You είναι δύο μέτριες μπαλάντες ενώ το “I'll Wait For You” έχει γραφτεί αποκλειστικά από τον κιθαρίστα John Roth σε μελωδικό ύφος.
Το Double Trouble είναι μία προβλέψιμη αλλά θαυμάσια hard rock σύνθεση ενώ το “Complicated Man” έχει ταχύτητες από Van Halen και Mr. Big με τις κιθάρες να φλέγονται. Το άλμπουμ κλείνει με το funky/rock,  “Save Me”, στο οποίο σολάρει ο ίδιος Dann Huff.
Μετά την συγκεκριμένη στούντιο κυκλοφορία, οι Giant δεν είχαν κάποια συνέχεια, δείχνοντας ότι έχουν εκπληρώσει οριστικά το μουσικό τους καθήκον.
Τελευταία νέα για αυτούς ήταν το reunion live που έδωσαν στον Νάσβιλ τον Ιούλιο του 2017, με την συμμετοχή των Dann Huff, David Huff  και  Mike Brignardello αλλά και του κιθαρίστα Mark Oakley που τους βοηθούσε στις live εμφανίσεις της δεκαετίας του ’90. Στη σκηνή βρέθηκαν μαζί τους, ο τραγουδιστής Bryan Cole και ο κιμπορντίστας Tyler Leslie και έπαιξαν όλοι μαζί μόνο τρεις συνθέσεις τα “I’m A Believer,” “Innocent Days” και την μπαλάντα “I’ll See You In My Dreams”.

Υ.Γ. 1:  Οι Giant έχουν κυκλοφορήσει επίσης  την συλλογή “It Takes Two + Giant Live” (1990) και το “Live and Acoustic - Official Bootleg” (2003).
Υ.Γ. 2: Στο “Last of the Runaways” συμμετέχει στα δεύτερα φωνητικά ο Lea Hart (Fastway,) και ο Peter Howarth (Hollies) ενώ συμμετέχει και στην συγγραφή των συνθέσεων ο βραβευμένος με Grammy  Phil Naish.

Υ.Γ.3: Ο Dann Huff  έχει βραβευτεί τρεις φορές για λογαριασμό των Country Music Association Awards και τις τελευταίες δυο δεκαετίες έχει επικεντρωθεί σε συνεργασίες με κάντρι καλλιτέχνες.

Φώτης Μελέτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...