Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

Όταν οι Scorpions έσωσαν την "ανθρωπότητα" με την βοήθεια του Desmond Child!

 


H μακρά διαδρομή της πορείας των Scorpions, περιλαμβάνει πολλαπλές επιτυχίες, τόσο σε δισκογραφικό όσο και σε συναυλιακό επίπεδο όμως υπήρξε ένα πολύ κρίσιμο χρονικό διάστημα όπου η μπάντα "έπαιξε" με την επιβίωση της, σε σημείο να κινδυνέψει να χάσει μέχρι και την αξιοπιστία της.
Αυτό συνέβη με το κάκιστο άλμπουμ "Eye II Eye" (1999) όπου η Γερμανική μπάντα βάζοντας στο παιχνίδι κι άλλους συνθέτες έφερε ένα χείριστο αποτέλεσμα με τις κριτικές να είναι αρνητικές και οι οπαδοί να απογοητευθούν από αυτό που άκουγαν. Οι "Σκορπιοί" αντιλαμβανόμενοι το μέγεθος της αποτυχία τους, σχεδιάζουν το επόμενο δισκογραφικό τους βήμα ώστε να μην περιέχει άλλα ρίσκα και κυκλοφορούν το αξιόλογο "Unbreakable" (2004) με βασικούς συνθέτες το παραδοσιακό δίδυμο των Meine - Schenker. Παρόλα αυτά, η μπάντα με την πίεση της δισκογραφικής τους εταιρίας BMG ήθελαν να επανέλθουν ακόμη πιο δυναμικά και αφού τελείωσαν την τουρνέ του "Unbreakable" αναζήτησαν τον τρόπο με τον οποίο θα ανακτούσαν ξανά όλα όσα έχασαν στις αρχές του 21ου αιώνα.
Αρχικά, το συγκρότημα είχε στο μυαλό του να επιλέξει τον Dieter Dierks ως παραγωγό του νέο τους άλμπουμ, δηλαδή τον άνθρωπο που τους είχε χαρίσει τις μεγάλες επιτυχίες αλλά δεν επήλθε συμφωνία λόγω διαφωνίας για το συμβόλαιο. Αφού η  συνεργασία με τον Dierks δεν πραγματοποιήθηκε, οι Scorpions είχαν στο μυαλό τους να ηχογραφήσουν το νέο άλμπουμ μόνοι τους στο Scorpio Sound Studio του Rudolf Schenker, αλλά φοβήθηκαν ότι οι προσπάθειές τους μπορεί να μην ήταν αρκετά καλές με τον Schenker να δηλώνει:
"Ξέραμε ότι θέλαμε να κάνουμε έναν ιδιαίτερο δίσκο. Θέλαμε να βεβαιωθούμε ότι αυτό το άλμπουμ θα ήταν ένα αριστούργημα. Όταν κάνουμε ένα άλμπουμ  πρέπει να είναι κάτι ξεχωριστό ώστε να το χαρούν και οι θαυμαστές αλλά και εμείς που του δημιουργούμε και όχι απλώς για να το κάνουμε".
Η ανασφάλεια και ο φόβος μιας νέα αποτυχίας τρόμαξε πιθανόν την μπάντα ειδικά μετά την ακύρωση της συνεργασία με τον Dieter Dierks.
Οπότε μπήκε ένα βασικό ερώτημα, το οποίο έλεγε:
Ποιος λοιπόν θα ήταν αυτός ο τρόπος ή ποια θα ήταν η μαγική συνταγή για να επαναφέρει τους Γερμανούς σε πιο φρέσκους και μοντέρνους ήχους χωρίς να πάθουν το φιάσκο του "Eye II Eye";
Η απάντηση ήρθε από την πλευρά της BMG που έριξε στο τραπέζι το όνομα του Desmond Child!!!
Γεννημένος στις 28 Οκτωβρίου του 1953 από Κουβανούς γονείς, ο John Charles Barrett όπως είναι το πραγματικό  όνομα του Desmond Child είναι ένας από τους πιο πετυχημένους συνθέτες μεγάλων ροκ επιτυχιών με πιο χαρακτηριστικές το "I Was Made for Lovin' You" (Kiss), τα "You Give Love a Bad Name"  και "Livin' on a Prayer" (Βοn Jovi), το "Poison" του  Alice Cooper καθώς και ο υπεύθευνος για επιτυχίες-τραγούδια των Aerosmith, Joan Jett, Cher και πολλών άλλων σπουδαίων καλλιτεχνών. Σε αυτό το πρόσωπο αποφάσισαν ότι θα ποντάριζαν οι Scorpions με την ελπίδα να βγουν όλοι κερδισμένοι.
Ο Rudolph Schenker θυμάται ποιες ήταν οι πρώτες αντιδράσεις ακούγοντας το όνομα ενός από τους πιο πετυχημένους ροκ/ποπ συνθέτες του κόσμου:
"Αρχικά υπήρξε ο φόβος ότι θα μαλακώσει τον ήχο μας αλλά συνομιλώντας μαζί του, παρατηρήσαμε αμέσως ότι δεν ήθελε να κάνει ένα άλμπουμ της δεκαετίας του '80 μαζί μας. Η χημεία είναι το πιο σημαντικό πράγμα και ξέρουμε τι μπορούμε να κάνουμε αλλά καταλάβαμε ότι ήθελε να κάνει πιο πικάντικο τον ήχο των Scorpions".
Από την δική του πλευρά, ο Desmond Child  έβλεπε ότι η συνεργασία του με τους Γερμανούς δεν είχε να κάνει με μία καινούργια μπάντα που διψά για επιτυχία ή με μία ταλαντούχα τραγουδίστρια που αναζητά απεγνωσμένα μία καλή μπαλάντα ή ένα χιτάκι για να αναδειχθεί.
Εδώ ο πολυεπιτυχημένος συνθέτης είχε να κάνει ουσιαστικά με την ιστορία της ροκ μουσικής και έπρεπε να παντρέψει τον δικό του συνθετικό ταλέντο με τον hard rock εγωισμό των Scorpions.
Επιπρόσθετα ο ίδιος ο Desmond Child  έβλεπε τα πράματα με το δικό του μάτι και είχε ως όραμα το "Humanity: Hour I" (που θα ήταν και ο τίτλος του άλμπουμ) να υπηρετήσει το εξής πλάνο:
Οι Scorpions έχουν τεράστια ιστορία και ήρθε η ώρα να κάνουν ένα πιο ώριμο άλμπουμ. Έχουν ήδη γράψει το τραγούδι (εννοεί το "Wind of Change") για την πιο ειρηνική επανάσταση του εικοστού αιώνα. Ήρθε πάλι η ώρα να στείλουν ένα ακόμη μήνυμα ώστε να ανυψώσουμε τη συλλογική συνείδηση χωρίς να περιέχει την μορφή κηρύγματος. Υπάρχει ένα μήνυμα και είναι ένα concept άλμπουμ, αλλά όχι με τον παλιό τρόπο. Είναι περίπου 10.000 χρόνια ανθρωπότητας  και τι πρέπει να φροντίσουμε για να μην χάσουμε τον  ανθρώπινο τρόπο ζωής μας σε αυτόν τον πλανήτη. Οι άνθρωποι που ακούνε περισσότερες φορές το άλμπουμ ανακαλύπτουν το δικό τους μήνυμα για το όλο θέμα. Το πιο σημαντικό για τους Scorpions είναι να κάνουν ένα ροκ άλμπουμ με υπέροχα τραγούδια μιας και είναι μια μπάντα με μεγάλη ιστορία".
Αφού λοιπόν είχαν μπει οι βάσεις συνεργασίας και αλληλοσεβασμού ανάμεσα στις δυο πλευρές ήρθε η ώρα να ολοκληρωθεί η ομάδα των συνθετών κάτι που βέβαια δημιουργούσε αγωνία και άγχος για το τελικό αποτέλεσμα. Στην βασική ομάδα της συγγραφής των συνθέσεων του "Humanity: Hour I" προστίθενται ο Eric Bazilian (Hooters, Joan Osborne) και ο Marti Frederiksen (Aerosmith, Carrie Underwood, Buckcherry, Daughtry, Ozzy Osbourne, Mötley Crüe) καθώς και ο παραγωγός, μηχανικός ήχου, συνθέτης  και τραγουδιστής James Michael των Sixx:A.M. αλλά και συνεργάτης των Kelly Clarkson, Alanis Morissette, Meat Loaf, Mötley Crüe, Sammy Hagar, Halestorm και πολλών άλλων.
Όλη αυτή η εξέλιξη ευτυχώς βοήθησε το άλμπουμ και υπήρξε μια τεράστια δεξαμενή δημιουργικότητας και ήταν μια εντελώς νέα εμπειρία ειδικά για τους Scorpions ενώ όλοι πλέον συμμετείχαν στις συνθέσεις, βάζοντας ο καθένας την δική του ιδέα.
Αρχικά υπήρχαν γύρω στις 30 συνθέσεις από τις οποίες έπρεπε να γίνει το σχετικό ξεκαθάρισμα και στο τέλος της δεύτερης διαδικασίας σύνταξης τραγουδιών, το συγκρότημα είχε περίπου 20 τραγούδια και πολλά από αυτά είχαν έναν τόνο "πολύ σκοτεινό" από στιχουργική άποψη, έτσι το συγκρότημα επέλεξε να εξαλείψει πολλά από τα πιο "σκοτεινά" τραγούδια από το άλμπουμ και να βάλει περισσότερα. αισιόδοξα τραγούδια.
Προκειμένου αυτά τα τραγούδια να ταιριάζουν με την ιδέα του άλμπουμ, οι ομάδες συγγραφής τραγουδιών έπρεπε να ξαναγράψουν τους στίχους και τα ρεφρέν σε αυτά τα τραγούδια.
Τις πρώτες δύο εβδομάδες, το συγκρότημα δούλευε μαζί σε έναν χώρο προβών, κάθε μέρα για οκτώ ώρες. Μετά τις πρόβες άρχισαν να κανονίζουν και να ηχογραφούν σε διάφορα στούντιο στην περιοχή του Λος Άντζελες. Οι κιθάρες ηχογραφήθηκαν σε ένα στούντιο με τον James Michael, ενώ τα φωνητικά του Klaus Meine με τον Desmond σε άλλο στούντιο. Ο Child προσέλαβε επίσης έναν προπονητή φωνητικών για το Meine, για να κάνει περίπου μία ώρα φωνητική προθέρμανση πριν από τις ηχογραφήσεις.
Ο Matthias Jabs εξήγησε:
"Οι φωνητικές χορδές είναι σαν μύες και πρέπει να τους ζεστάνεις. Ο Desmond ήταν ένας οραματιστής και ήξερε ότι αν ο τραγουδιστής είναι σε καλή φόρμα, τότε θα πάρει αυτό που θέλει από αυτές". Την περίοδο μεταξύ Οκτωβρίου 2006 και Φεβρουαρίου 2007, το συγκρότημα κατάφερε να ηχογραφήσει δεκατρία τραγούδια, εκ των οποίων τα δώδεκα κατάφεραν να κάνουν το άλμπουμ. Από τα υπόλοιπα 37 τραγούδια, αρκετά ηχογραφήθηκαν μόνο ως demos. Μεταξύ αυτών των 37 τραγουδιών το ένα συνέγραψε ο Meine με τους Michael Nord Andersson και Martin Hansen. Ο Child άρεσε αυτό το τραγούδι, αλλά δεν του άρεσαν οι στίχοι, έτσι αυτός και η Meine ξαναέγραψαν το στιχουργικό μέρος και το τραγούδι έγινε "The Game of Life". Αφού ολοκληρώθηκε η διαδικασία ηχογράφησης, το συγκρότημα ξεκίνησε αμέσως την προωθητική περιοδεία. Δεδομένου ότι το άλμπουμ εκείνη την περίοδο δεν είχε γίνει ακόμη μίξη, το συγκρότημα έπρεπε να συνεργαστεί με τον Desmond Child μέσω Διαδικτύου στη διαδικασία μίξης. Αυτό βέβαια έκρυβε και ένα κίνδυνο διαρροής του άλμπουμ από χάκερς στο διαδίκτυο πριν από την επίσημη κυκλοφορία του.
Ο frontman των Scorpions, Klaus Meine, θυμάται νοσταλγικά εκείνη την ηχογράφηση λέγοντας:
"Το θέμα με τον Desmond ήταν κυρίως ότι διαφωνούσαμε σε κάποια σημεία με τις δικές του ιδέες ειδικά στη διαδικασία μίξης, αλλά σίγουρα το τελικό αποτέλεσμα ήταν αρκετά ροκ.
Ο James Michael (παραγωγός) ήταν ο τύπος που ηχογράφησε τις περισσότερες κιθάρες, ο Desmond ήταν πολύ επικεντρωμένος στη συνεργασία μαζί μου στα φωνητικά και προσπάθησε πολύ σκληρά για να απαλλαγώ από τη γερμανική μου προφορά. Μάλιστα κάποια στιγμή για να χαλαρώσουμε του είπα χαριτολογώντας: "Έλα μην παιδεύεσαι άλλο, έχω πουλήσει εκατομμύρια και εκατομμύρια δίσκους ειδικά στις Η.Π.Α. με αυτήν την προφορά που είναι πλέον το σήμα κατατεθέν μου".

 
                                                   "Humanity: Hour I" 
Τον Μάιο του 2007 κυκλοφορεί το "Humanity: Hour I" το οποίο είναι ένα concept άλμπουμ που βασίζεται σε μια ιστορία του Desmond Child και του μελλοντολόγου Liam Carl, που προβλέπει έναν κόσμο που διαλύεται από έναν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ ανθρώπων και ρομπότ και ουσιαστικά τα τραγούδια συνδέονται με το παγκόσμιο θέμα της ανθρωπότητας. Ο δίσκος ακούγεται υπέροχος και η μπάντα είχε να κυκλοφορήσει τόσο δυναμικό  άλμπουμ από εποχής “Love at First Sting” ή έστω από το “Crazy World”.
Το άλμπουμ εκπέμπει ένα αέρα φρεσκάδας και πλήρους ανανέωσης με απίστευτες ερμηνείες από τον Klaus Meine και όλος ο δίσκος ακούγεται δυνατός με σύγχρονα hard rock κομμάτια.
Πολλοί περίμεναν ότι η συμμετοχή του Desmond Child θα δημιουργούσε μία ποπ και ανάλαφρη διάθεση στο γκρουπ όμως συνέβη ακριβώς το αντίθετο, αφού ο γνωστός παραγωγός και συνθέτης σεβάστηκε το όνομα και την διαδρομή του γκρουπ και δημιούργησε ένα μικρό αριστούργημα εκπλήσσοντας και τον πιο καχύποπτο οπαδό.   
Το άλμπουμ ξεκινά με το τρομερό “Hour 1”, σε ύφος Metallica όπου στην κιθάρα προστίθεται και βάζει το ταλέντο του o John 5 (Marilyn Manson, Rob Zombie) και έπονται τα εξαιρετικά “The Game Of Life” και “We Were Born To Fly” όπου το μελωδικό συναίσθημα των Γερμανών απογειώνεται με τον Klaus Meine να μεγαλουργεί.
Η πανέμορφη μπαλάντα “The Future Never Dies” είναι σίγουρα από τις πιο δυνατές στιγμές του άλμπουμ και σε καθηλώνει τόσο για το μοναδικό  ρεφρέν του όσο και για την εμπνευσμένη ενορχήστρωση του. Eδώ το πλήκτρα του Russ Irwin (Aerosmith, Sting, Bryan Adams, Meat Loaf, Foreigner, Cheap Trick, Joe Bonamassa) κάνουν ακόμη πιο γοητευτική την εν λόγω συνθεση.
Έπειτα ακολουθεί το “You’re Lovin’ Me To Death” με βοηθό στην σύνθεση τον Σουηδό παραγωγό-μουσικοσυνθέτη Andreas Carlsson (Bon Jovi, Def Leppard, Europe, P.Stanley) με ένα ακόμη θαυμάσιο ρεφρέν ενώ το φανταστικό “321” κλέβει την παράσταση με την λιτή  μελωδία του και φυσικά με το σκληροτράχηλο ρεφρέν του.
To "Love Will Keep Us Alive" μπορεί να είναι η ποπ σύνθεση του δίσκου αλλά πραγματικά ακούγεται εξαίσια και στην κιθάρα συμμετέχει και ο Eric Bazilian. Oι ρυθμοί στη συνέχεια γίνονται πιο ήπιοι και μελωδικοί αρχικά με το ονειρικό “We Will Rise Again” και ακολουθεί το μελαγχολικό “Your Last Song” και το πανέμορφο “Love is War” όπου για πρώτη φορά διακρίνουμε ότι εκτός από τις μπαλάντες, οι SCORPIONS τα καταφέρνουν ξανά με τα melodic rock/ mid-tempo κομμάτια ποτισμένα με υπέροχα μικρά κιθαριστικά σόλο.
Στο επόμενο κομμάτι, “The Cross”, οι Γερμανοί συνεργάζονται με τον ξεχωριστό Billy Corgan (Smashing Pumpkins) βάζοντας και την alternative-metal πινελιά στο άλμπουμ και αποστομώνοντας κριτικούς και ειδήμονες που τους χαρακτήριζαν αναχρονιστικούς και δεινόσαυρους. 
Στο τέλος, το άλμπουμ κλείνει με ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έγραψε το συγκρότημα, το επικό ομώνυμο κομμάτι “Humanity” το οποίο συνοψίζει όλα εκείνα τα στοιχεία που έκαναν τους Γερμανούς μεγάλο συγκρότημα, δηλαδή ανατριχιαστικές μελωδίες, έξυπνες εναλλαγές στα ρυθμικά μέρη, συναισθηματικές κιθαριστικές εξάρσεις, μοναδικές ερμηνείες και φυσικά άφθονο hard rock πάθος. Το συγκεκριμένο άσμα έχει ένα χαρακτηριστικό σημείο “κλεμμένο” από τραγούδι του Μεσοπολέμου και αποκαλύπτεται στο τέλος του κομματιού που ακούγεται σε βινύλιο, ως η “κλεμμένη” μελωδία.
Συνοπτικά ένα έξοχο άλμπουμ που έκανε ξανά περήφανους τους οπαδούς και ανάγκασε τους κριτικούς να τους βγάλουν το καπέλο ενώ στην ειδική και στην Γιαπωνέζικη έκδοση του “Humanity- Hour 1” υπάρχει και το εξαιρετικό κομμάτι “Cold”.
Το άλμπουμ χωρίς να σαρώσει στα τσαρτ έκανε ιδιαίτερη αίσθηση και επανέφερε οριστικά τους "Σκορπιούς" όσα είχαν στερηθεί τα προηγούμενα χρόνια από την αστοχία του
"Eye II Eye".
Οι περισσότερες κριτικές ήταν αποθεωτικές αλλά κυρίως ο δίσκος κατάφερε να αγαπηθεί από τους οπαδούς που μιλούσαν για αναγέννηση της μπάντας. Οι Scorpions πίστεψαν στο ρίσκο των εξωτερικών συνθετών και ευτυχώς αυτήν την φορά επέλεξαν τον κατάλληλο για να τους "σώσει". Όσο για την "ανθρωπότητα" εκεί μάλλον τα πράματα δεν σώζονται....


Y.Γ.: Ξεχάσαμε να αναφέρουμε ότι στο άλμπουμ μπάσο παίζει ο Πολωνός Paweł Mąciwoda που ακολουθεί την μπάντα μέχρι και σήμερα και στα τύμπανα ο Αμερικανός James Kottak που αποχώρησε το 2016 λόγω προβλημάτων με το αλκοόλ.
 
Φώτης Μελέτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...